Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ ότι συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ. αλλ' ως ο Ληστής ομολογώ σοι. Μνήσθητι μου Κύριε, εν τη βασιλεία σου.

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΑΣΤΙΑΝΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ( ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ )

Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

17 Ιουνίου Συναξαριστής Μανουήλ, Σαβέλ & Ισμαήλ, Ισαύρου και των συν αυτώ, Υπατίου Οσίου, Φιλονείδη Ιερομάρτυρα, Ιωσήφ Οσίου, Πιώρ Οσίου, Αlban,Ἅγιος Ἀντίδιος,Ἅγιος Μοντανὸς,Ὅσιος Βησσαρίων,Ὅσιος Ἄβιτος,Ἅγιος Ἰμέριος,Ἅγιος Νέκταν,Ὅσιοι Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ὁ Ὁμολογητής,Ἅγιος Γουνδούλφιος,Ὅσιος Ἐρβέος,Ἅγιος Σάλβα,Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας,Ὅσιος Ἀνανίας.




Οι Άγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ οἱ Μάρτυρες
undefinedΟι Άγιοι Μάρτυρες Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαὴλ κατάγονταν ἀπὸ τὴν Περσία, ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ἄθλη σαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361 – 363 μ.Χ.).
Ὁ πατέρ ας τους ἦταν πυρολάτρης, ὅπως ὅλοι οἱ Πέρσες. Ἡ μητέρα του ὅμως, εὐσεβέστατη Χριστιαν ή, ἐμπιστεύθηκε αὐτοὺς στὸν εὐλαβὴ πρεσβύτερο Εὔνικο, γιὰ τὴ χριστιανικὴ αὐτῶν ἀγωγὴ καὶ μόρφωση. Στρατιωτικοὶ τὸ ἐπάγγελμα, ἀπεστάλησαν ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν Βαλτάνου στὴν Κωνσταντινούπολη ὡς πρεσβευτὲς εἰρήνης.
Ἀφιχθέντες στὴ Χαλκηδόν α εἶδαν τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανὸ νὰ προσφέρει θυσία στὰ εἴδωλα, μὲ τὴν παρουσία πλήθους κόσμου, κατοίκων τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὴν εἰδωλολατρικὴ πλάνη.
Τοῦτο τοὺς ἐλύπησε πολὺ καὶ οἰκτείρησαν τὸ κράτος, ὁ ἀρχηγὸς τοῦ ὁποίου ἔγινε ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας.
Ἕνεκα τούτου καταγγέλθηκαν ὑπὸ τοῦ κουβικουλάριου Ἰνδικοῦ πρὸς τὸν Ἰουλιανό, προσαχθέντες δὲ ἀνώπιον τοῦ αὐτοκράτορος καὶ μὴ πεισθέντες νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα, ἀφοῦ τοὺς ἐχτύπησαν σκληρά, διεπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους μὲ περόνες, ἔκαψαν τὶς μασχάλες μὲ ἀναμμένες λαμπάδες καὶ τοὺς ἐβασάνισαν ποικιλότροπα, τοὺς μετέφεραν, τὸ 363 μ.Χ.,
στὸ τεῖχος τοῦ Κωνσταντίνου κοντὰ στὴ Θράκη, σὲ γκρεμῶδες μέρος καὶ τοὺς ἀποκεφάλισαν. Τὰ τίμια λείψανά τους, περισυλλεγέντα ὑπὸ πιστῶν Χριστιανῶν, ἐνταφιάσθηκαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Ὡς ἐννεάριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς χορὸς θεόπλοκος κατηρτισμένοι, Ἀθληταὶ ἐννάριθμοι, ἀνδραγαθεῖτε εὐκλεῶς, ἐν ὁμονοίᾳ κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· Χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται, καὶ ἰσοστάσιοι.




Ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ μαρτυρήσαντες

Ἀπὸ τοὺς Μάρτυρες αὐτοὺς οἱ τρεῖς πρῶτοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, οἱ δὲ λοιποὶ ἀπὸ τὴν Ἀπολλωνιάδα τῆς Ἰλλυρίας καὶ ἄθλησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Νουμεριανοῦ (283 – 284 μ.Χ.).
Ὁ Ἴσαυρος ὑπῆρξε διάκονος στὴν Ἀθήνα, ἀφοῦ δὲ παρέλαβε καὶ τοὺς ἀσπασθέντας τὸ Χριστιανισμὸ συμπολίτες του Βασίλειο καὶ Ἰννοκέντιο, εὑρῆκαν ἐντὸς σπηλαίου κρυπτόμενους τοὺς ἐπίσης Χριστιανοὺς Φήλικα, Ἑρμεία καὶ Περεγρίνο, μὲ τοὺς ὁποίους, ἀδελφωθέντες, ἐζοῦσαν φυλάττοντες τὶς θεῖες ἐντολὲς καὶ μοχθοῦντες πρὸς ἐξάπλωση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας.
Καταγγελθέντες στὸν ἔπαρχο Τριπόντιο, συνελήφθησαν, ἀρνηθέντες δὲ νὰ ἀποκηρύξουν τὴ Χριστιανικὴ πίστη τους, οἱ μὲν Φῆλιξ, Ἑρμείας καὶ Περεγρίνος ἀποκεφαλίσθηκαν ὑπ’ αὐτοῦ, ὁ δὲ Ἴσαυρος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπεστάλησαν πρὸς τὸν υἱὸ τοῦ Τριποντίου Ἀπολλώνιο, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ τοὺς ἐβασάνισε ἀνηλεῶς, τοὺς ἀπέκοψε, τὸ 284 μ.Χ., τὶς κεφαλές.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Ὡς ἐννε
άριθμον, τοῦ Λόγου σύνταγμα, ἐχθρῶν τὰς φάλαγγας, κατετροπώσαντο, Ἴσαυρος Φῆλιξ σὺν αὐτοῖς, Ἑρμείας καὶ Περεγρῖνος, ἅμα Ἰννοκέντιος, Μανουὴλ καὶ Βασίλειος, Ἰσμαὴλ ὁ ἔνδοξος, καὶ Σαβὲλ ὁ
μακάριος· διὸ καὶ τὰ βραβεῖα τῆς νίκης, εὗρον ὡς Μάρτυρες Κυρίου.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς χορὸς θεόπλοκος κατηρτισμένοι, Ἀθληταὶ ἐννάριθμοι, ἀνδραγαθεῖτε εὐκλεῶς, ἐν ὁμονοίᾳ κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Μαρτύρων Χριστὲ τὸ κραταίωμα.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Ἀθλοφόρων παρεμβολή, Ἴσαυρε παμμάκαρ, καὶ οἱ σύναθλοι οἱ κλεινοί· Χαίρετε γενναῖοι, ὁπλῖται τοῦ Κυρίου, Ἀγγέλων συμπολῖται, καὶ ἰσοστάσιοι.



Ὁ Ἅγιος Ἀντίδιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀντίδιος, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπαιζανσὸν τῆς Γαλλίας, ἐμαρτύρησε ἀπὸ τοὺς Βανδάλους, τὸ 265 μ.Χ.




Ὁ Ἅγιος Μοντανὸς ὁ Μάρτυρας ἐξ Ἰταλίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μοντανὸς ἦταν Ρωμαῖος στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε περὶ τὸ 300 μ.Χ., στὴν περιοχὴ τῆς Καμπανίας (Ταρρακίνα), ἀφοῦ τοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμὸ βαριὰ πέτρα καὶ τὸν ἔριξαν στὴ θάλασσα. Τὸ ἱερὸ λείψανο περισυνελέγη ἀπὸ εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς τῆς νήσου Πόνζα καὶ φυλάχθηκε σὲ ἱερὸ χῶρο στὴν πόλη Γκαέτα τῆς κεντρικῆς Ἰταλίας.



Ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς ὁ Πρωτομάρτυρας ἐκ Βρετανίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἀλβανὸς ἔζησε στὴν πόλη Βερουλὰμ καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης στρατιώτης τοῦ Ρωμαϊκοῦ στρατοῦ τῆς Βρετανίας. Ὁ Ἅγιος Βεδέας γράφει ὅτι ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς ἔζησε καὶ ἄθλησε ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), ἂν καὶ οἱ σύγχρονοι ἱστορικοὶ ἔχουν ἐκφράσει διαφωνίες γιὰ τὴ θέση αὐτὴ καὶ ὑποστηρίζουν ὅτι πρέπει νὰ ἔζησε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν τῶν αὐτοκρατόρων Δεκίου (254 μ.Χ.) ἢ τοῦ Σεπτιμίου Σεβήρου (209 μ.Χ.).
Κατ’ αὐτὴ τὴ μαρτυρικὴ περίοδο ὁ Ἅγιος Ἀλβανὸς προσέφερε φιλοξενία καὶ καταφύγιο στὸ διωκόμενο Χριστιανὸ ἱερέα Ἀμφίπαλο, τοῦ ὁποίου ἡ ἁγιότητα τόση ἐντύπωση τοῦ ἔκανε, ὥστε τὸν παρεκάλεσε νὰ τὸν κατηχήσει καὶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ἔτσι ἔγινε.
Λίγο ἀργότερα διέρρευσε ἡ πληροφορία ὅτι ὁ ἱερέας ἐκρυβόταν στὴν οἰκία τοῦ Ἁγίου. Ὁ κυβερνήτης ἔστειλε ἀμέσως ἀπόσπασμα γιὰ νὰ τὸν συλλάβει. Ὁ Ἅγιος ἐφυγάδευσε τὸν ἱερέα, γιὰ νὰ κηρύξει ἀλλοῦ τὸ σωτηριῶδες μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί, ἀφοῦ ἐφόρεσε ὁ ἴδιος τὰ ἱερατικὰ ἐνδύματα, παραδόθηκε στοὺς στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι τὸν ἀποκεφάλισαν. Στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου του ἀνοικοδομήθηκε μεγάλη μονή.



Ὁ Ἅγιος Φιλονίδης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Κουρίου

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φιλονίδης καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπηρετῶν ὡς Ἐπίσκοπος Κουρίου τῆς Κύπρου συνελήφθη ἕνεκα τοῦ ἀποστολικοῦ ἔργου του ὑπὸ τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου καὶ μὲ ἄλλους τρεῖς Χριστιανούς, τὸν Ἀριστοκλῆ, τὸν Δημητριανὸ καὶ τὸν Ἀθανάσιο († 23 Ἰουνίου), ἐρρίφθηκε στὴ φυλακή.
Ἀλλὰ καὶ ἐκεῖ, παρὰ τὶς κακοποιήσεις καὶ τὶς ἀπειλές, ὁ Ἐπίσκοπος Φιλονίδης δὲν ἔπαψε νὰ διδάσκει τὸν Χριστό, ἐπιτυχῶν μάλιστα νὰ ἑλκύσει πρὸς Αὐτὸν εἰδωλολάτρες ἐγκληματίες συγκρετούμενούς του.
Ὁ Μάξιμος, ὀργισμένος γιὰ τὴ δράση αὐτὴ τοῦ Ἱεράρχου, ἀφοῦ μὲ σκληρὰ βασανιστήρια ἐτελείωσε τοὺς τρεῖς συγκρατουμένους του Χριστιανούς, διέταξε νὰ εἰσβάλουν στὴ φυλακὴ μεθυσμένοι στρατιῶτες καί, ἀφοῦ ἀπομονώσουν τὸν Ἅγιο Φιλονίδη σὲ σκοτεινὸ κελί, νὰ προσβάλουν τὴν τιμὴ τοῦ σώματος αὐτοῦ.
Πληροφορηθεὶς τοῦτο ὁ Ἅγιος ἀπὸ κάποιον κρυπτοχριστιανὸ στρατιώτη, ἐκάλεσε κοντά του μερικοὺς ἀπὸ τοὺς κρατούμενους ἀδελφούς του καὶ τοὺς ἐφανέρωσε τὶς διαθέσεις τοῦ ἄρχοντος καὶ τὴν ἀπόφασή του γιὰ αὐτοθυσία.
Ἤθελε νὰ μὴ σκανδαλισθεῖ κανένας ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ θὰ πέθαινε. Ἀφοῦ ἔδεσε τὴν κεφαλὴ αὐτοῦ, γιὰ νὰ μὴ φαίνεται ἡ μακρὰ κόμη του καὶ ἐκάλυψε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸν ἐπενδυτὴ του, ξεφεύγοντας ἀπὸ τὴν προσοχὴ τῶν φρουρῶν, ἀνῆλθε σὲ ὑψηλὸ μέρος, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ ἐγκρεμίσθηκε, γιὰ νὰ ἀποφύγει τὸ μολυσμὸ τοῦ σώματος.
Προτοῦ τὸ μαρτυρικὸ σῶμα ἀγγίξει τὴ γῆ, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ Ἱερομάρτυρος ἐλεύθερη ἐπέταξε στὸν οὐρανό. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔβαλαν τὸ τίμιο λείψανό του σὲ ἕνα σάκο καὶ τὸ ἔριξαν στὴ θάλασσα. Μὰ αὐτὴ δὲν τὸ ἐκράτησε. Τὸ ἀπέθεσε στὴν ἀμμουδιά, ὅπου ἀνευρέθηκε ἀπὸ πιστοὺς Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ ἐνταφίασαν μὲ τιμὴ καὶ εὐλάβεια.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Φιλονίδου ἑορτάζεται, ἐπίσης, στὶς 30 Αὐγούστου, ὡς ἀναφέρεται στὸ Σιναϊτικὸ Κώδικα 631.




Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἀναχωρητής

Ἀπὸ τὸν Εὐεργετινὸ φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου. Διακρίθηκε γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ὁ Ὅσιος Πιώρ

Ὁ Ὅσιος Πιὼρ καταγόταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τὸ β’ ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. Εἰκοσαετής, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ κατέφυγε στὴν ἔρημο, ὅπου συνάντησε τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο καὶ ἔγινε ὑποτακτικός του. Ἀργότερα, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ διδασκάλου του, ἀποσύρθηκε στὰ ἐνδότερα τῆς ἐρήμου καὶ ἐκεῖ πλέον ἔζησε μὲ σκληρὴ ἄσκηση. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ ἡλικία ἑκατὸ περίπου ἐτῶν, πρὶν τὸ 395 μ.Χ.
Περὶ αὐτοῦ λέγεται, ὅτι, ἀφοῦ ὁρκίσθηκε νὰ μὴ ξαναδεῖ τοὺς συγγενεῖς του, μετὰ πενήντα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία, μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Ἐπισκόπου, ἐδέχθηκε τὴν ἀδελφή του, ἡ ὁποία ἐζήτησε νὰ τὸν δεῖ, πρὶν πεθάνει, μὲ κλειστοὺς τοὺς ὀφθαλμούς.




Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ὁ ἐν Ρουφιαναῖς


Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Φρυγία καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.). Ἀπὸ παιδικὴ ἡλικία κατείχετο ὑπὸ ἰσχυρῆς κλίσεως πρὸς τὰ θεῖα, πλὴν ὅμως ὁ εἰδωλολάτρης πατέρας του τὸν ἐπέπληττε γι’ αὐτό, πολλὲς φορὲς δὲ τὸν ἐνέπαιζε. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ πατέρα του ἀνάγκασε τὸν Ὑπάτιο, σὲ ἡλικία δώδεκα ἐτῶν, νὰ ἐγκαταλείψει τὸν πατρικὸ οἶκο καὶ νὰ καταφύγει σὲ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισσοῦ τῆς Θράκης, ὅπου ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ βίο.
Ἀργότερα, τὸ 400 μ.Χ., ἐπιθυμῶν ἀκόμη περισσότερο ἀσκητικὸ βίο, συνοδευόμενος καὶ ἀπὸ δύο ἄλλους συμμοναστές, τοὺς Τιμόθεο καὶ Μοσχίωνα, μετέβη στὴν ἀκατοίκητη καὶ ἔρημη μονὴ τοῦ Ρουφίνου ἢ Ρουφινιανῶν, κοντὰ στὴ Χαλκηδόνα, τὴν ὁποία κατέστησαν κατοικήσιμη καὶ ἐχρησιμοποίησαν ὡς ἀσκητήριο.
Στὴ μονὴ αὐτὴ παρέμεινε ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ἀρκετὸ καιρό, ἀκολούθως δὲ ἐπέστρεψε στὸ κοινόβιο τῆς Ἁλμυρισοῦ. Οἱ μοναχοὶ ὅμως τῆς μονῆς Ρουφίνου ἔσπευσαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐπέτυχαν ἀπὸ τὸν ἡγούμενο τοῦ κοινοβίου τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ὑπατίου στὴ μονή τους ὡς ἡγήτορος αὐτῆς.
Ἡ φήμη καὶ ἡ θαυματουργικὴ χάρη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Θεὸς εἶχε προικίσει τὸν Ὅσιο, εἵλκυσε πρὸς τὴ μονὴ καὶ ἄλλους ζηλωτὲς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, οἱ ὁποῖοι, τεθέντες ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του, ἐζοῦσαν μὲ εὐαγγελικὴ ἀκρίβεια, φροντίζοντες γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν τους καὶ τῶν πλησίον τους.
Μὲ τὰ προϊόντα τῶν κόπων τους ἐβοηθοῦσαν τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀσθενεῖς καὶ μὲ τοὺς λόγους, συμβουλὲς καὶ ἀρετές τους ἐστήριζαν τοὺς πιστοὺς καὶ προσείλκυαν τοὺς εἰδωλολάτρες.
Σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν ὁ Ὅσιος, ἀσθένησε βαριὰ καὶ ἀφοῦ, κατόπιν παρακλήσεώς του, μεταφέρθηκε στὸ παρεκκλήσι τῆς μονῆς καὶ ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὸ 446 μ.Χ., παρέδωσε τὸ πνεῦμα πρὸς τὸν Κύριο.




Ὁ Ὅσιος Βησσαρίων ὁ Ἀναχωρητής

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Βησσαρίωνος τιμᾶται τὴν 20η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.



Ὁ Ὅσιος Ἄβιτος

Ὁ Ὅσιος Ἄβιτος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Ὀρλὰν τῆς Γαλλίας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 530 μ.Χ.




Ὁ Ἅγιος Ἰμέριος Ἐπίσκοπος Ἀμελίας

Ὁ Ἅγιος Ἰμέριος ἐγεννήθηκε στὴν Καλαβρία κατὰ τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. Ἀναχωρητὴς καὶ μοναχὸς ἀρχικά, καὶ κατόπιν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἀμέλια τῆς Ὀμβρικῆς τῆς Ἰταλίας.
Ἦταν αὐστηρὰ προσηλωμένος στὴν ἀσκητικὴ ζωὴ καὶ τὴν προσευχὴ καὶ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του.
Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 560 μ.Χ. Περὶ τὸ 965 μ.Χ. τὰ ἱερὰ λείψανά του μετακομίσθηκαν ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Λιουτπρανδο (962 – 972 μ.Χ.) στὴν πόλη τῆς Κρεμόνας.




Ὁ Ἅγιος Νέκταν ὁ Ὁσιομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρυρας Νέκταν ἐγεννήθηκε στὴν Οὐαλία κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. ὡς πρωτότοκος υἱὸς τοῦ βασιλέως Ἁγίου Βρυχανοῦ τοῦ Μπρένκοκ, καὶ εἶχε 24 ἀδέλφια, τὰ ὁποῖα ἐτάχθησαν στὴν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ: ὁρισμένα ἔζησαν ὡς ἐρημίτες, ἄλλα ἵδρυσαν μονὲς καὶ ναούς.
Ὁ Ἅγιος Νέκταν, ὅταν ἀκόμη ἦταν στὴν Οὐαλία, ἀκούσας περὶ τοῦ σπουδαίου ἐρημίτου τῆς αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, Ἁγίου Ἀντωνίου, ἐμπνεύσθηκε καὶ ἀπεφάσισε νὰ μιμηθεῖ τὸν τρόπο ζωῆς ἐκείνου.
Μετέβη στὴ βόρειο ἀκτὴ τοῦ Ντεβονσάϊρ στὸ Χάρτλαντ, ὅπου καὶ ἐμόνασε ἐπὶ πολλὰ ἔτη. Ἔπεσε ὅμως θύμα ἀπαγωγῆς ὑπὸ δύο ληστῶν, οἱ ὁποῖοι, ὅταν ὁ Ἅγιος προσπάθησε νὰ τοὺς κηρύξει τὸ θεῖο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου, τοῦ ἀπέκοψαν τὴν κεφαλή.
Τότε, θαυματουργικά, ἐθεάθηκε τὸ σῶμα τοῦ Ἁγίου νὰ συλλέγει τὴν κεφαλή του ἀπὸ τὸ ἔδαφος καὶ νὰ τὴν φέρει ἐπὶ μεγάλη ἀπόσταση μέχρι μιὰ πηγὴ παρακείμενη στὸ κελί του, ὅπου καὶ τὴν ἀπέθεσε. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς ληστές, ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκοψε τὴν κεφαλὴ τοῦ Ἁγίου, ἰδὼν τὸ θέαμα τοῦτο, παρεφρόνησε καὶ ὁ ἄλλος, μεταστραφεῖς στὴ χριστιανικὴ πίστη, περισυνέλεξε μὲ σεβασμὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου καὶ τὰ ἐνταφίασε στὸ κελί του.
Ἔκτοτε πολλὰ θαύματα ἔλαβαν χώρα γύρω ἀπὸ τὸ χῶρο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου.Ὁ σωζόμενος Βίος του εἶναι τοῦ 12ου αἰῶνος μ.Χ., ἐνῶ ὑπάρχει στὴ Ρωσία, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Σουρώζ, παρεκκλήσι ἀφιερωμένο στοὺς Ἁγίους Συμεὼν καὶ Ἄννα, ὅπου ἑορτάζεται, ἐπίσης, ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Νέκταν.




Οἱ Ὅσιοι Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ὁ Ὁμολογητής , οἱ αὐτάδελφοι

Οἱ Ὅσιοι Πατέρες μας Ἀδούλφιος καὶ Βοτούλφιος ἐγεννήθηκαν, ἔζησαν κατὰ Χριστὸν καὶ ἀσκήτεψαν στὴν Ἀγγλία. Ἐκοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη περὶ τὸ 680 μ.Χ., καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους μετακομίσθηκαν στὸ Ἀββαεῖο τοῦ Θόρνεϋ ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἐθελβόλδιο, Ἐπίσκοπο Οὐΐντσεστερ, τὸ 972 μ.Χ.
Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Βοτουλφίου τιμᾶται σήμερα στὴν Ἀγγλία, στὶς 25 Ἰουνίου στὴ Σκωτία καὶ τὴν 1η Δεκεμβρίου (ἑορτὴ τῆς μετακομιδῆς τῶν λειψάνων αὐτοῦ).




Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος Ἐπίσκοπος Γαλλίας

Ὁ Ἅγιος Γουνδούλφιος ἐγεννήθηκε τὸ 530 μ.Χ. στὴν πόλη Ἀκουϊτέν, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Μπορντὼ τῆς Γαλλίας. Ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Τονγκρὲ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Μπουργκέζ, τὸ 559 μ.Χ.


Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ὁ ἐν Γαλλία

Ὁ Ὅσιος Ἐρβέος ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Βρετάνη τῆς Γαλλίας. Περὶ τοῦ Βίου του διασώζονται ἐλάχιστες ἀξιόπιστες πληροφορίες. Ἐγεννήθηκε τυφλὸς καὶ ὅταν ὁ πατέρας του ἀπέθανε, ἡ μητέρα του ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἔτσι, ὁ Ὅσιος ἀκολούθησε τὸν ἐρημικὸ βίο κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Ἁγίου Καδοκίου († 24 Ἰανουαρίου), καὶ ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 575 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ μὲ τὸ χάρισμα τῆς θεραπείας τῶν ἀσθενειῶν τῶν ὀφθαλμῶν.




Ὁ Ἅγιος Σάλβα ὁ Μάρτυρας ἐκ Γεωργίας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάλβα καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Ἀχαλτσίχε τῆς Γεωργίας καὶ ἐμαρτύρησε τὸ 1227. Καταγόταν ἀπὸ πριγκιπικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν στολισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ πολλὲς ἀρετές. Ἐπὶ βασιλίσσης Θάμαρ τῆς Μεγάλης (1184 – 1212) διορίσθηκε στρατηγὸς καὶ κυβερνήτης τῆς ἐπαρχίας Ἀχαλτσίχε.
Ἡ μεγάλη του ἀνδρεία τὸν ὁδήγησε, σὲ νίκη κατὰ τοῦ Σελτζούκου σουλτάνου Ρουκναλντίν, τὸ 1203, στὴν περιοχὴ τοῦ Μπασιάνι, καὶ ἔτσι ἡ Γεωργία ἔζησε μὲ ἀδιατάρακτη εἰρήνη ποὺ διήρκησε πολλὰ χρόνια.
Ὅταν ἡ βασίλισσα Θάμαρ ἀπέθανε, στὸ θρόνο ἀνέβηκε ὁ υἱός της Γεώργιος, ποὺ ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ πολὺ νέος, μόλις 29 ἐτῶν, τὸ 1223. Ἐπειδὴ τὰ παιδιά του ἦταν ἀνήλικα, τὴ διακυβέρνηση τοῦ βασιλείου ἀνέλαβε ἡ ἀδελφή του Ρουσουντὰν († 1247), ποὺ ἐστερεῖτο διοικητικῶν χαρισμάτων, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν παρακμὴ τοῦ κράτους.
Οἱ Πέρσες ἄρχισαν νὰ λεηλατοῦν καὶ νὰ ἐρημώνουν τὶς νοτιοανατολικὲς περιοχὲς τῆς Ἀρμενίας καὶ ὅταν τὸ κράτος ἄρχισε νὰ ἀπειλεῖται σοβαρά, τότε ἡ βασίλισσα Ρουσουντὰν ἀπεφάσισε νὰ ἀποστείλει ἐναντίον τῶν εἰσβολέων στρατό. Ἡ μάχη ἔγινε στὴν περιοχὴ Γάρνισι. Οἱ Γεωργιανοὶ ἔχασαν καὶ οἱ Πέρσες κατευθύνονταν πρὸς τὴ Γεωργία.
Ὁ Μάρτυς Σάλβα αἰχμαλωτίσθηκε. Οἱ Πέρσες τὸν ἐπῆραν μαζί τους καὶ τιμώντας τον γιὰ τὴν ἀνδρεία καὶ τὴν καταγωγή του, τοῦ παρεχώρησαν καὶ μία ἔπαυλη σὲ ἕνα μικρὸ νησί, στὴν πόλη Ἀρνταμπάνι, γιὰ νὰ ζήσει μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις.
Μετὰ λίγο καιρό, ὁ σάχης Τζαλὰλ ἀλ Ντὶν Μπινγκμπούρνου ἐκάλεσε τὸν Σάλβα καὶ τοῦ ἐζήτησε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἐκεῖνος ἔδωσε μὲ πνευματικὴ γενναιότητα μαρτυρία ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἐβασάνισαν σκληρὰ καὶ τὸν ἔκλεισαν ἡμιθανὴ σὲ ἕνα κελί, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγιασμένη του ψυχὴ στὸν Θεό, τὸ 1227.




Οἱ Ὅσιοι Ἰσαάκ, Κλήμης, Κύριλλος, Νικήτας καὶ Νικηφόρος ἐκ Ρωσίας

Ἡ μνήμη τῶν Ὁσίων Ἰσαάκ, Κλήμεντος, Κυρίλλου, Νικήτα καὶ Νικηφόρου τῶν ἐκ Ρωσίας, τιμᾶται τὴν 4η Μαΐου ὅπου καὶ ὁ βίος τους.



Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ὁ εἰκονογράφος

Ὁ Ὅσιος Ἀνανίας ἐγεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Ρωμαίου († 17 Ἰανουαρίου) τοῦ Νόβγκοροντ. Ὁ Θεὸς τὸν ἐπροίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς εἰκονογραφίας, ἐργόχειρο ποὺ ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Κυρίου. Ὅσον ἀφορᾶ στὴ χρονολογία τῆς κοιμήσεώς του οἱ ἱστορικὲς πηγὲς δὲν συμφωνοῦν μεταξύ τους. Ἔτσι θεωρεῖται ὡς ἔτος τῆς κοιμήσεώς του τὸ 1521 ἢ τὸ 1561 ἢ τὸ 1581.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

16 Ιουνίου Συναξαριστής Τύχωνος Θαυματουργού, Μάρκου Ιερομ., Των Αγίων 5 Μαρτύρων, Των Αγίων 40 Μαρτύρων, Ανακομιδή Λειψάνων Αγίου Θεοδώρου Συκεώτου, Σύναξις Της Υπεραγίας Θεοτόκου εν Διακοναίς, Μνημονίου Επισκόπου, Ελαππά,Ἅγιος Μνημόνιος, Ἅγιοι Φερραίολος καὶ Φερρούκιος , Ἁγίες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα, Ἅγιος Σιμιλιανὸς, Ἅγιος Κεττίνος, Κολμανὸς, Κουρίγγος, Ἰσμαὴλ, Αὐρηλιανὸς, Ὅσιος Σάββας, Τύχων ο εν Μεντὺν,Ὅσιος Τύχων- Λούκωφ, Ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων ,Ὅσιος Τύχων , Καουαϊκχόρσος,Ὅσιος Μωυσῆς, Ἑρμογένης.


Ὁ Ἅγιος Τύχων ὁ Θαυματουργός Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου


Ὁ Ἅγιος Τύχων καταγόταν ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ ἐγεννήθηκε ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς στὴν Ἀμαθούντα τῆς Κύπρου, τὴν σημερινὴ Παλαιὰ Λεμεσό. Ἤκμασε κατὰ τοὺς χρόνους τῶν αὐτοκρατόρων Ἀρκαδίου καὶ Ὀνωρίου (395 – 423 μ.Χ.).
Ἀφιερωθεὶς ὑπὸ τῶν φιλοθρήσκων γονέων του στὸν Θεό, ἔλαβε ἄρτια μόρφωση καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου καὶ τὴν ἁγνότητά του ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Ἀμαθούντος Μνημονίου διάκονος καὶ στὴ συνέχεια πρεσβύτερος.
Ἡ ἱκανότητα, ὁ θερμὸς ζῆλος ὑπὲρ τοῦ θείου κηρύγματος καὶ οἱ πολλαπλὲς ἀρετές του τὸν ἀνέδειξαν, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Μνημονίου, διάδοχό του, χειροτονηθεὶς ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἁγίου Ἐπιφανίου († 12 Μαΐου). Ὡς Ἐπίσκοπος, ὁ Τύχων διακρίθηκε γιὰ τὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα, τὴν ἀδιάλειπτη διδασκαλία καὶ τὴν ὑπὲρ τῆς ἐξαπλώσεως τῆς Χριστιανικῆς πίστεως μέριμνά του.
Ἔτσι, μετέστρεψε πολλοὺς εἰδωλολάτρες, κατέστρεψε ναοὺς εἰδωλολατρικοὺς καὶ εἴδωλα καὶ ἀνήγειρε Χριστιανικὲς ἐκκλησίες.


Κάποια ἡμέρα, ποὺ εἰσῆλθε σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναό, ἔδιωξε ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἱέρεια τῆς Ἀρτέμιδος, τὴ Μιαρανάθουσα, ἡ ὁποία τὸν ἐξύβρισε. Μὲ παρρησία ἄρχισε νὰ τὴν ἐλέγχει γιὰ τὴν τυφλὴ ἐμμονή της στὴν ἀσέβεια καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Τὸ θάρρος τοῦ Ἁγίου καὶ ἡ
ἀρετὴ ποὺ ἀπέπνεε ἡ ὅλη του προσωπικότητα προκάλεσαν τέτοια ἐντύπωση στὴν ἱέρεια τῶν εἰδώλων, ποὺ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἡ Μιαρανάθουσα μὲ σεβασμὸ καὶ φόβο ἐζήτησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο νὰ τὴν κατηχήσει. Ἔτσι δέχθηκε τὸ Βάπτισμα μὲ μετάνοια καὶ ὀνομάσθηκε Εὐήθεια.
Ἕνεκα τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του καὶ τῆς ἁγνότητος τοῦ βίου του ἐπροικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας, ἐπιτελέσας πολλὰ θαύματα στὴ ζωὴ καὶ μετὰ θάνατον.Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείας ἔτυχες, ἱερατείας, νεύσι κρείττονι, ἐκλελεγμένος, ὡς θεράπων τῆς Τριάδος ἐπάξιος· σὺ γὰρ τῶν ἔργων ἐκλάμπων ταῖς χάρισι, τὴν Ἐκκλησίαν ἐστήριξας θαύμασι. Τύχων Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκετευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.Ἐν ἀσκήσει Ἅγιε, θεοφιλεῖ διαπρέψας, Παρακλήτου δύναμιν, ἐξ ὕψους καθυπεδέξω, ξόανα, καθαιρεῖν πλάνης λαοὺς δὲ σώζειν, δαίμονας, ἀποδιώκειν νόσους ἰᾶσθαι. Διὰ τοῦτό σε τιμῶμεν, ὡς Θεοῦ φίλον, Τύχων μακάριε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις τῶν Ὁσίων ὁ κοινωνός· χαίροις τὸ δοχεῖον, τῶν τοῦ Πνεύματος ἀγαθῶν· χαίροις ὁ τῆς Κύπρου, ἀνέσπερος δᾳδοῦχος, ὦ Τύχων Ἀμαθοῦντος, ποιμὴν μακάριε.



Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος Κύπρου

Ὁ Ἅγιος Μνημόνιος, Ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, εἶναι γνωστὸς σὲ ἐμᾶς ἀπὸ ὑπόμνημα στὸ διάδοχό του, Ἅγιο Τύχωνα. Ὁ ὑπομνηματιστὴς ὀνομάζει τὸν Μνημόνιο «ἁγιώτατο». Διετέλεσε Ἐπίσκοπος κατὰ τὸ πρῶτο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., ὡς δυνάμεθα νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ διάδοχός του Τύχων ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπιφανίου Κύπρου.



Ὁ Ἅγιος Μάρκος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μάρκος, Ἐπίσκοπος Ἀπολλωνιάδος, ἐτελειώθηκε κρεμασθείς, ἀφοῦ τοῦ ἐφόρτωσαν τὰ χέρια μὲ πέτρες. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Ἀποστόλου Βαρνάβα.



Ὁ Ἅγιος Ἐλάππας ὁ Μάρτυρας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ Μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Ἐλάππα.



Οἱ Ἅγιοι Φερραίολος καὶ Φερρούκιος οἱ Ἱερομάρτυρες οἱ ἐν Γαλατίᾳ 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Φερραίολος, μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Εἰρηναίου, Ἐπισκόπου Λουγδούνου († 23 Αὐγούστου), ἐστάλη μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Φερρούκιο, κατὰ τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ., στὴν πόλη Μπεζανσὸν τῆς Γαλλίας, γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Συλληφθέντες ἐπὶ αὐτοκράτορος Καρακάλλα (211 – 217 μ.Χ.), ὑπέστησαν μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 212 μ.Χ.



Οἱ Ἅγιοι Πέντε Μάρτυρες ἐν Νικομηδείᾳ 

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν στὴ Νικομήδεια διὰ ξίφους.



Οἱ Ἅγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες οἱ Ρωμαῖοι

Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες ἐτελειώθησαν διὰ πυρός.






Οἱ Ἁγίες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα οἱ Παρθενομάρτυρες 

Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Ἀκτινέα καὶ Γρεσινιάνα ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος  Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν πόλη Βολτέρρα τῆς Ἰταλίας.



Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Νάντης 

Ὁ Ἅγιος Σιμιλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος τῆς Νάντης τῆς Γαλλίας κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ ἐξυμνεῖται ἀπὸ τὸν Γρηγόριο Τουρώνης ὡς μέγας Ὁμολογητής. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 310 μ.Χ.




Ὁ Ἅγιος Κεττίνος 

Ὁ Ἅγιος Κεττίνος, Βοηθὸς Ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Πατρικίου,  Ἀποστόλου τῆς Ἰρλανδίας († 17 Μαρτίου), ἔζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἐξ Ἰρλανδίας 

Ὁ Ὅσιος Κολμανὸς ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τοῦ Ἁγίου Κολούμπα († 9 Ἰουνίου). Ἵδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Ρεχρέιν στὴ νῆσο Λάμπεϋ κοντὰ στὸ Δουβλίνο καὶ διετέλεσε πρῶτος ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ἅγιος Κουρίγγος ἐξ Οὐαλίας 

Ὁ Ὅσιος Κουρίγγος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., καὶ θεωρεῖται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λάνμπανταρν τῆς Οὐαλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἐξ Οὐαλίας

Ὁ Ὅσιος Ἰσμαὴλ ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἦταν μαθητὴς τῶν Ὁσίων Τεϊλίου († 9 Φεβρπυαρίου) καὶ Δαβὶδ τῆς Οὐαλίας († 1 Μαρτίου). Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς ὑποστηρίζουν ὅτι ἦταν υἱὸς τοῦ βασιλέως Βουδίκου τῆς Κορνουάλης καὶ Ἐπίσκοπος.Ὁ Ὅσιος Ἰσμαήλ, ἀφοῦ ἐργάσθηκε ἱεραποστολικὰ στὴν Οὐαλία, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης

Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς διετέλεσε Ἐπίσκοπος Ἀρελάτης τῆς Γαλλίας ἀπὸ τὸ 546 ἕως τὸ 551 μ.Χ., πιθανὸν ἔτος τοῦ θανάτου του. Ἐτοποθετήθηκε στὴν ἕδρα αὐτὴ μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ βασιλέως τῶν Φράγκων Χιλδεβέρτου Α’ ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Βιγιλίου (538 – 555 μ.Χ.).
Τὸ 548 μ.Χ., ἵδρυσε μία ἀνδρικὴ καὶ μία γυναικεία μονή, καθόρισε δὲ καὶ Κανόνα γιὰ κάθε μία ἀπὸ αὐτές. Τοῦ Αὐρηλιανοῦ σώζεται, ἐπίσης, ἐπιστολὴ πρὸς τὸν βασιλέα Θευδεβέρτο Α’.Ὁ Ἅγιος Αὐρηλιανὸς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴν πόλη Λυὼν τῆς Γαλλίας.




Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου 

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Συκεώτου, τιμᾶται τὴν 22α Ἀπριλίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του. Τὸ ἱερὸ λείψανό του εὑρέθηκε τὸ 1200 ἀπὸ τὸ Ρῶσο προσκυνητὴ Ἀντώνιο καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου «ἐν τῷ Δευτέρῳ» στὸ Βυζάντιο.











Ὁ Ὅσιος Σάββας τῆς Μόσχας 

Ὁ Ὅσιος Σάββας ἐμόνασε κατὰ τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἱερὰ μονὴ Ἀνδρονίκου τῆς Μόσχας καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1378.




Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ ἐν Μεντὺν τῆς Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Τύχων τοῦ Μεντὺν καὶ τῆς Καλούγκα ἔζησε κατὰ τὸν 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Χούντωφ τῆς Μόσχας. Κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν ἡσυχία καὶ τὴν ἐρημικὴ ζωή, ἀσκήτεψε σὲ ἀπομονωμένο τόπο τοῦ Μαρογιαροσλάβλ καὶ μέσα στὴν κοιλότητα μιᾶς βελανιδιᾶς κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Βεπρίκα.
Ἐκεῖ ἀνήγειρε τὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία καὶ κατεύθυνε πνευματικὰ μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του, τὸ 1492.



Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν τῷ Λούκωφ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ὅσιος Τύχων, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἦταν στρατιώτης στὴν περιοχὴ τῆς Λιθουανίας στὴν ὑπηρεσία τοῦ πρίγκιπος τοῦ Μπελύϊ. Τὸ 1482, ἐπειδὴ δὲν θέλησε νὰ δεχθεῖ τὴν Οὐνία, ἔφυγε ἀπὸ τὴ Λιθουανία καὶ κατέφυγε στὴ Ρωσία. Ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τῆς πόλεως Λοὺκ στὴν Ἐπισκοπὴ τῆς Κοστρόμας.
Ἡ Λούκ, κατ’ ἐκείνη τὴν περίοδο, ἦταν ὑπὸ τὴν διακυβέρνηση τοῦ Λιθουανοῦ πρίγκιπος Θεοδώρου Βέλσκυ. Ἐκεῖ ἀνήγειραν, μαζὶ μὲ τοὺς συνασκητές του Φώτιο καὶ Γεράσιμο, ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.Ὁ Ὅσιος Τύχων, ἀφοῦ ἀσκήτεψε θεοφιλῶς, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1503.




Οἱ Ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων οἱ ἐν Σολόκοβο τῆς Ρωσίας

Οἱ ὅσιοι Νίκων, Βασίλειος καὶ Τύχων ἀσκήτεψαν κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. στὴν ἔρημο τοῦ Σολόκοβο καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη. Ἡ μνήμη τους τιμᾶται, ἐπίσης τὴ δεύτερη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή.



Ὁ Ὅσιος Τύχων ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Καράτσεβ τῆς Ρωσίας 

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Τύχωνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε κατὰ τὸν 16ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν περιοχὴ τοῦ Καράτσεβ στὴν Ἐπαρχία τοῦ Ὀρέλ, ἀναφέρεται σὲ ἕνα χειρόγραφο τοῦ 17ου αἰῶνος μ.Χ. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ἅγιος Καουαϊκχόρσος ὁ Μάρτυρας ὁ Ἰβηρίτης μοναχὸς ἐν Ἱερουσαλήμ 

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Καουαϊκχόρσος καταγόταν ἀπὸ τὴ Γεωργία καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ σάχη Ἀμπᾶ, τὸ 1612.



Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα 

Ὁ Ὅσιος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, κατὰ κόσμον Τιμόθεος, ἐγεννήθηκε στὸ Μπορισογκλὲμπσκ τῆς Ρωσίας, στὶς 15 Ἰανουαρίου 1782. Οἱ γονεῖς του, Ἰβὰν Γρηγορίεβιτς Πουτίλωφ καὶ Ἄννα Ἰβάνοβνα Γκολοβίνα, ἦταν εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεοι ἄνθρωποι.
Ὁ παππούς του ἀπὸ τὴν μητέρα του, ὁ Ἰωήλ, ἦταν ἱεροδιάκονος καὶ εὐσεβὴς γέροντας, ποὺ ἐζοῦσε στὴ μονὴ Σερπούκωφ Βυσότσκυϊ. Ἡ οἰκογένεια εἶχε ἀκόμη πέντε παιδιά, τὸν Κύριλλο, τὸν Ἰωνᾶ, τὸν Βασίλειο, τὸν Ἀλέξανδρο καὶ τὴν Ἀνυσία καὶ ἄλλα τέσσερα ποὺ ἀπέθαναν νήπια. Οἱ τρεῖ υἱοὶ Τιμώθεος, μετέπειτα ἡγούμενος Μωυσῆς τῆς Ὄπτινα, Ἀλέξανδρος, μετέπειτα ἡγούμενος Ἀντώνιος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μαλογιαροσλάβετς, καὶ Ἰωνᾶς, μετέπειτα ἡγούμενος Ἡσαΐας τῆς μονῆς Σάρωφ, ἀρνήθηκαν τὸν κόσμο καὶ ἀφιερώθηκαν στὸ Θεό.
Οἱ γονεῖς του ἀνέθρεψαν τὸν Τιμόθεο μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν φιλακόλουθος καὶ διακρίθηκε στὴ μελέτη. Ὅταν εὑρισκόταν μὲ τὸν πατέρα του καὶ τὸν ἀδελφό του Ἰωνᾶ στὴ Μόσχα γιὰ δουλειά, ἐμελετοῦσε πολὺ καὶ ἀντέγραφε ὅσες περικοπὲς πνευματικῶν κειμένων ἐθεωροῦσε ἀξιόλογες.
Στὴ Μόσχα ἐγνώρισε καὶ τὴν ἁγία γερόντισσα μοναχὴ Δοσιθέα, ποὺ ἀσκήτευε στὸ μοναστήρι Ἰβανόφσκυϊ τῆς Μόσχας καὶ τὸν συνέδεσε πνευματικὰ μὲ τοὺς γέροντες τῆς μονῆς Νόβο – Σπάσκυϊ Ἀλέξανδρο καὶ Φιλάρετο, ποὺ εἶχαν πνευματικοὺς δεσμοὺς μὲ τὸν φημισμένο στάρετς Παΐσιο Βελιτσκόφσκυϊ.
Παρὰ τὶς ἀρχικές του ἀντιρρήσεις καὶ μετὰ ἀπὸ περιπέτειες ὁ πατέρας του ἔδωσε τὴ συγκατάθεσή του στὸν υἱό του Τιμόθεο νὰ πάει στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ἐνῶ ἐκράτησε κοντά του τὸν Ἰωνᾶ, στὸν ὁποῖο ἔδωσε τὴν εὐχή του ἀργότερα. Ἔτσι ὁ Τιμόθεος καὶ ὁ Ἰωνᾶς ἐπῆγαν στὸ μοναστήρι τοῦ Σάρωφ, ποὺ ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἦταν στὴν ἀκμή του.
Ὁ Ἰωνᾶς ἔμεινε γιὰ πάντα στὴ μονὴ τοῦ Σάρωφ καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Ἡσαΐας. Ἀργότερα ἔγινε σκευοφύλακας καὶ μετά, τὸ 1842, ἡγούμενος. Ἐκοιμήθηκε τὸ 1860.
Ὁ Τιμόθεος ἔφυγε γιὰ τὴ Μόσχα τὸ 1808 καὶ ἀποφάσισε νὰ πάει στὸ μοναστήρι Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Σβένσκ, τὸ ὁποῖο ἀνῆκε στὴν Ἐπισκοπὴ Ὀρλώφ. Ἐκεῖ ἀνέλαβε τὸ διακόνημα τοῦ σκευοφύλακος, τὴν ἀλληλογραφία τῆς μονῆς καὶ τὴν ἀνάγνωση στὶς Ἀκολουθίες.
Διάφορες τυπικὲς δυσκολίες δὲν ἐπέτρεψαν τὴν κουρὰ τοῦ Τιμοθέου, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ συμβουλὴ τοῦ ἱερομονάχου Ἀλεξίου τῆς μονῆς Σιμονὼς τῆς Μόσχας, προτίμησε νὰ ζήσει τὴν ἡσυχαστικὴ ζωὴ τῶν ἀναχωρητῶν τοῦ Ροσλάβλ.
Τὸ 1811, ὁ Τιμόθεος ἔφθασε στὰ δάση τοῦ Ροσλὰβλ καὶ στὴν ἀρχὴ ἔμεινε μὲ τὸν ἱερομόναχο Ἀθανάσιο, τὸν γεροντότερο ἀπὸ τοὺς ἀναχωρητές, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν ἔκειρε μυστικὰ μοναχὸ δίδοντάς του τὸ ὄνομα Μωυσῆς.
Τὸ 1816, ἔφθασε στὸ δάσος τοῦ Ροσλάβλ καὶ ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ὁσίου Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος ἔγινε, τὸ 1820, μοναχὸς καὶ ἔλαβε τὸ ὄνομα Ἀντώνιος.
Ὡστόσο ὁ Ὅσιος Μωυσῆς συνέχιζε τὸν πνευματικό του ἀγώνα. Σὲ κάποιες ἐλάχιστες σημειώσεις, ποὺ διασώθηκαν, μεταξὺ ἄλλων, ὁ Ὅσιος ἔγραφε: «Τὸ Πάτερ ἡμῶν εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ μᾶς παρέδωσε ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Σωτήρας μας, γιὰ νὰ καλύψει ὅλες τὶς ἀνάγκες τῆς παρούσας καὶ τῆς μέλλουσας ζωῆς. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν προσευχὴ αὐτὴ ὁ πολυεύσπλαγχνος  Κύριος εὐλογεῖ καὶ τὴν ἀκόλουθη, ὅταν λέγεται μὲ πίστη καὶ ταπείνωση: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, Πολυεύσπλαγχνε καὶ Οἰκτίρμον, ὁ πολὺς ἐν ἐλέει καὶ πλούσιος ἐν οἰκτιρμοῖς, ὁ συμπαθής, ὁ παρέχων συγγνώμην, ὁ ἀληθινός, μὴ ὀργισθῇς ἡμῖν σφόδρα, μηδὲ μνησθῇς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν, ἀλλ’ ἐπίβλεψον ἡμῖν ὡς φιλάγαθος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σῶσον, Κύριε, καὶ ἐλέησον τὸν δοῦλόν Σου, τὸν ἀδελφόν μου (τόνδε).
Κύριε, χάρισέ του γνῶσιν καὶ ἐπιμέλειαν εἰς τὴν ἐπιτέλεσιν τῶν ἐντολῶν Σου, εἰρήνην ψυχῆς καὶ σώματος, ὑγείαν εὶς τὴν ἐκπλήρωσιν τῶν ἔργων τῆς ὑπακοῆς Σου, ὥστε νὰ τελέσῃ ἐν φόβῳ πᾶσαν ἀνατεθεῖσαν αὐτῷ ἐργασίαν, μὲ ταπείνωσιν, ἄνευ δικαιώματος ἢ γογγυσμοῦ ἢ προσκόμματος ὑπὸ τοῦ πονηροῦ, ἐν ἁπλότητι καρδίας, συμφώνως πρὸς τὸ πανάγιον θέλημά Σου...».
Ἐκεῖνο ποὺ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, εἶναι πώς, ἀπὸ εὐσέβεια πρὸς τοὺς Πατέρες καὶ Ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, ὅσο ζοῦσε στὰ δάση τοῦ Ροσλάβλ, ἐμελετοῦσε ἀλλὰ καὶ ἀντέγραφε τὰ κείμενά τους ὄρθιος. Καὶ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ πολύωρη ὀρθοστασία στὴν προσευχή.
Τὸ 1821, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ φιλομόναχου Ἐπισκόπου Καλούγκα Φιλαρέτου, ὁ Ὅσιος Μωυσῆς, συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς πατέρες Ἀντώνιο, Ἱλαρίωνα καὶ Σαββάτιο, ἦλθε στὴ Σκήτη τῆς Ὄπτινα, καὶ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου ἐξεκίνησε τὴ δημιουργία νέας Σκήτης. Μετὰ τὰ ἐγκαίνιά της, στὶς 5 Φεβρουαρίου 1822, ὁ Ὅσιος, στὶς 22 Δεκεμβρίου ἐχειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὶς 25 Δεκεμβρίου πρεσβύτερος.
Ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ τὸν ἀνέδειξε, τὸ 1826, ἡγούμενο τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Ἀλλὰ ὁ Ὅσιος, παρὰ τὸ ἡγουμενικὸ ἀξίωμα, ἐξακολουθοῦσε νὰ ζεῖ ὡς μοναχός: μὲ ἀγρυπνίες, νηστεία, προσευχή, ἡσυχία, ταπείνωση, αὐστηρὴ ἄσκηση, φιλοξενία, ἐλεημοσύνη, ἀγάπη, πίστη, ὑπομονή, πραότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ ὡς πνευματικὸς ἀνάπαυε τὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν καὶ τῶν προσκυνητῶν τῆς μονῆς.
Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν. Ἡ ὑγεία τοῦ Ὁσίου ἔφθινε. Ἀλλὰ ὁ ζῆλός του ἐμεγάλωνε. Νοιαζόταν γιὰ τὴν ἀπόλυτη ἐφαρμογὴ τῆς μοναχικῆς πρακτικῆς καὶ τῶν κοινοβιακῶν κανόνων.
Παρὰ τὴν ἀσθένειά του ὁ Ὅσιος Μωυσῆς προσπαθοῦσε νὰ λειτουργεῖ καὶ ἐκοινωνοῦσε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων συνεχῶς. Τὸ βράδυ τῆς 6ης Ἰουνίου 1862 ἐκάρη μεγαλόσχημος καὶ ἐζήτησε νὰ γραφεῖ ἡ πνευματικὴ διαθήκη του.
Τὶς ἑπόμενες ἡμέρες ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Ὁσίου ἐπιδεινώθηκε. Ἐκεῖνος ἐζήτησε νὰ ἀναγνωσθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο. Καὶ ὅταν ὁ μοναχὸς ἐδιάβαζε τὸ τέλος τοῦ 16ου κεφαλαίου τοῦ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου, «Μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ...», ὁ Ὅσιος Μωυσῆς παρέδωκε τὸ πνεῦμά του στὸν Κύριο.




Πνευματικὴ Διαθήκη Ὁσίου Μωυσῆ

«Εἰς τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας καὶ Ζωοποιοῦ καὶ Ὁμοουσίου καὶ Ἀδιαιρέτου Τριάδος, τοῦ Πατρός, καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν!
Ἐγὼ ὁ ὑπογραφόμενος, ὁ πολὺ ἁμαρτωλὸς ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς τῆς μονῆς τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου τῆς Ὄπτινα, τῆς Ἐπισκοπῆς Καλούγκα, ἀξιώθηκα νὰ λάβω ἀμέτρητα καὶ ἀνέκφραστα ἐλέη καὶ εὐεργεσίες ἀπὸ τὸν Πανάγαθο καὶ Πολυεύσπλαγχνο Κύριό μου, σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Ἀξιώθηκα νὰ γίνω μοναχός, νὰ δεχθῶ τὸ ὑπούργημα τῆς ἱερωσύνης καὶ νὰ γίνω ἡγούμενος καὶ ἀρχιμανδρίτης, ἐνῶ εἶμαι ἄμοιρος ἔργων ἀγαθῶν.
“Τί ἀνταποδώσω τῷ Κυρίῳ πέρι πάντων ὧν ἀνταπέδωκέ μοι;”. Μέσα μου νιώθω καὶ ἐκφράζω τὴ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη μου καὶ παρακαλῶ τὴν ἀγαθότητά Του νὰ μοῦ χαρίσει τὴ σωτηρία τῆς ἁμαρτωλῆς ψυχῆς μου. Νὰ μοῦ δώσει τέλος ἀγαθό, ὥστε μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη στὸ ἀνείκαστο ἔλεός Του καὶ τὴν ἀτίμητη θυσία τοῦ Υἱοῦ Του, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας, νὰ ἀξιωθῶ νὰ παρασταθῶ ἀκατάκριτος στὴ φοβερὴ καὶ δίκαιη κρίση του καὶ νὰ μὲ βάλει στὰ δεξιά Του, μαζὶ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς Του. Καὶ ἀπὸ σᾶς, πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ πνευματικά μου τέκνα, ζητῶ νὰ εὔχεσθε στὸν Κύριο, ὥστε νὰ μὴ μὲ στερήσει ἀπὸ τὸ ποθούμενο.
Ἐπειδὴ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ αἰσθάνομαι ἀδύναμος καὶ ἀσθενὴς καὶ καταλαβαίνω πὼς ὁ καιρὸς τοῦ θανάτου μου εἶναι ἄγνωστος, σκέφθηκα πὼς εἶναι καλὸ ν’ ἀφήσω μία διαθήκη, ὄπως ἔχω δικαίωμα, γιὰ τὰ πράγματα ποὺ εὑρίσκονται στὴν κατοχή μου.
Αὐτὰ ἀποτελοῦνται ἀπὸ ἅγιες εἰκόνες καὶ πνευματικὰ βιβλία, ποὺ ἐβοήθησαν στὴν κατάρτιση τῆς ψυχῆς μου. Χρήματα δὲν ἔχω. Ἀπὸ τότε ποὺ εἰσῆλθα στὸ ζυγὸ τῆς μοναχικῆς ζωῆς μέχρι σήμερα ζῶ σὲ μοναστήρι κοινόβιο.
Ἔτσι δὲν εἶχα ποτὲ ἐνδιαφέρον ν’ ἀποκτήσω περιουσία, διότι θυμόμουν τὸν ὅρκο ποὺ ἔδωσα στὸν Θεὸ νὰ ζήσω μὲ ἀκτημοσύνη. Ἀνάγκη γιὰ φαγητὸ καὶ ἔνδυση δὲν εἶχα, διότι μοῦ τὰ ἔδιδε ὄλα τὸ μοναστήρι.
Ἔτσι, τὰ λινά, τὰ εἴδη ρουχισμοῦ καὶ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίπλωση, εὑρεθεῖ στὸ κελί μου μετὰ τὸ θάνατό μου δὲν ἀνήκουν σὲ μένα ἀλλὰ στὸ μοναστήρι καὶ θὰ πρέπει νὰ δοθοῦν στὸ κελάρι, γιὰ νὰ μοιρασθοῦν ἀπὸ τὸν ὑπεύθυνο σὲ ἐκείνους ποὺ ἔχουν ἀνάγκη.
Οἱ ἅγιες εἰκόνες νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἐκκλησία τοῦ μοναστηριοῦ, ὅπου ταιριάζουν καλύτερα.Τὰ πνευματικά μου βιβλία, ποὺ συλλέγω ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινα μοναχός, τὰ θεωρῶ μεγάλο θησαυρό, ποὺ ἔθρεψαν τὴν ψυχή μου μὲ τροφὴ ἀθάνατη, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή. Τ’ ἀφήνω ὅλα στὴ βιβλιοθήκη τῆς μονῆς, γιὰ τὴν πνευματικὴ οἰκοδομὴ τῶν πατέρων καὶ τῶν ἀδελφῶν μου.
“Γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ τῆς κοιλίας τῆς μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι”. Γι’ αὐτὸ καὶ θέλω ὅλα ὅσα ἔχω στὴν κατοχή μου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ νὰ καλυφθεῖ καὶ νὰ ταφεῖ τὸ σῶμά μου, νὰ μεταφερθοῦν ἀπὸ τὸ κελί μου, σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις μου.Ἔτσι, μετὰ τὸ θάνατό μου, κανένας δὲν θὰ κουρασθεῖ γιὰ νὰ ἐντοπίσει καὶ νὰ καταγράψει τὴν περιουσία μου καὶ κανένας δὲν θὰ ἔχει εὐθύνη γι’ αὐτήν.
Οἱ συγγενεῖς μου δὲν ἔχουν νὰ κάνουν τίποτα μὲ τὴν περιουσία μου αὐτή. Εἶμαι σίγουρος πὼς δὲν θὰ ἀνακατευθοῦν, θὰ μείνουν εὐχαριστημένοι μὲ αὐτὰ ποὺ ὁ Θεὸς εὐλόγησε καὶ τοὺς ἔδωσε. Δὲν θὰ θελήσουν νὰ οἰκειοποιηθοῦν τὴ μοναστικὴ περιουσία, διότι ἀνήκει στὸ μοναστήρι. Ἂν τολμήσουν νὰ τὴν ἀγγίξουν, αὐτὴ θὰ γίνει φωτιά, ποὺ θὰ κάψει τὴν κληρονομία τους.
Ὅταν φανεῖ εὐάρεστο στὸν Θεὸ νὰ χωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμά μου, παρακαλῶ τὸν πνευματικό μου πατέρα καὶ ὅλους τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς μου σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι, νὰ ἐνταφιάσουν τὸ σῶμά μου σύμφωνα μὲ τὴ χριστιανικὴ καὶ μοναστηριακὴ τάξη. Μετά, σᾶς παρακαλῶ, νὰ συνεχίσετε νὰ μὲ μνημονεύετε, τόσο στὶς Ἀκολουθίες ὅσο καὶ στὶς κατὰ μόνας προσευχές σας, ὥστε ὁ Κύριος νὰ συγχωρέσει τὶς ἁμαρτίες μου καὶ νὰ ἀναπαύσει τὴν ψυχή μου μετὰ τῶν δικαίων.
Ἂν ὅσο ἐζοῦσα, ἐλύπησα κάποιον μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, μὲ ἔργα, μὲ λόγια ἢ μὲ τοὺς λογισμούς μου, ζητῶ ταπεινὰ συγγνώμη ἀπὸ ὅλους. Καὶ ἂν κάποιος μὲ ἐλύπησε μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο, τὸν συγχωρῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου.
Ἔγραψα τὴν πνευματική μου αὐτὴ διαθήκη μὲ τὴ θέλησή μου, ἔχοντας σώας τὰς φρένας καὶ ἐναργὴ μνήμη.

6 Ἰουνίου 1862
Ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Ὄπτινα
Ἀρχιμανδρίτης Μωυσῆς».



Ὁ Ἅγιος Ἑρμογένης ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Τομπὸλσκ Ρωσίας 

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἑρμογένης, κατὰ κόσμον Γεώργιος Ἐφραίμοβιτς Ντολγκάνωφ, ἐγεννήθηκε, στὶς 25 Ἀπριλίου 1858, στὴν περιοχὴ τῆς Χερσονήσου. Ἦταν γόνος ἱερατικῆς καὶ εὐλαβοῦς οἰκογένειας καὶ ὁ πατέρας του ἐγκατέλειψε τὴν ἱερατικὴ διακονία στὸν κόσμο καὶ ἔγινε μοναχός. Μετὰ τὴν ἐγκύκλια μόρφωση ἐσπούδασε στὸ πανεπιστήμιο τοῦ Νοβοροσίσκ νομική, ἱστορία καὶ φιλολογία καὶ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο Νικάνορα (Μπρόβκοβιτς) ἀφιερώθηκε στὸν Θεό.
Ἔτσι εἰσήχθη στὴ θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ ἐχειροτονήθηκε διάκονος, στὶς 28 Νοεμβρίου 1890. Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 2 Δεκεμβρίου, χειροτονεῖται πρεσβύτερος καὶ διορίζεται ἱεροκῆρυξ.
Ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ ἐργάζεται σκληρὰ καὶ διορίζεται, τὸ 1898, διευθυντὴς τῆς θεολογικῆς ἀκαδημίας τῆς Τυφλίδος. Ἡ δραστηριότητά του εἶναι μεγάλη. Ἱδρύει ἐνοριακὰ σχολεῖα καὶ ἐργάζεται ἱεραποστολικὰ σὲ ὅλη τὴν περιοχή. Λίγο ἀργότερα, στὶς 21 Μαρτίου 1903, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τοῦ Σαράτωφ καὶ διορίζεται μέλος τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.Ἀναλώνει τὸν ἑαυτό του στὴ νέα ἐπισκοπικὴ διακονία καὶ εἶναι πατέρας γιὰ τὸ λαό του.
Ἀνεγείρει ναούς, μεριμνᾶ γιὰ τὴ διοργάνωση τῆς μοναχικῆς ζωῆς καὶ τὴν ἀκριβὴ τήρηση τοῦ Τυπικοῦ τῶν μονῶν, σύμφωνα μὲ τὴν Ἁγιορείτικη παράδοση, γιὰ τὴν αὔξηση τῆς ἱεραποστολικῆς ἐργασίας, τὴν ἔκδοση ἐκκλησιαστικῶν ἐντύπων γιὰ τὴν κατήχηση τοῦ λαοῦ, κηρύττει συνεχῶς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τόσο στοὺς ἐπιστήμονες ὅσο καὶ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης ἐθαύμαζε τὸν Ἐπίσκοπο Ἑρμογένη καὶ προεῖπε τὸ μαρτυρικὸ θάνατο αὐτοῦ, ποὺ συνέβη τὸ 1918.



Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Δοκιαναῖς (ἢ πέραν ἐν Εὐδοκιαναῖς) 

Ὁ Μανουὴλ Γεδεὼν ἀναφέρει ὅτι πρόκειται περὶ παραφθορᾶς τοῦ «Ἰουκουνδιαναῖς» καὶ εἰκάζει ὅτι πρόκειται περὶ τοῦ ναοῦ τῆς Θεοτόκου «τῶν Μαρνακίου» ἢ «Μαρανακίου».



15 Ιουνίου Συναξαριστής Αμώνος Προφήτου, Δούλα, Φουρτουνάτου, Αχαϊκού και Στεφανά, Ορτισίου Οσίου, Ιερωνύμου Οσίου, Αυγουστίνου, Μόνικας, Γραυς, Νέρση, Ιωνά, Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου εν Μαρανακίου


Ο Προφήτης Αμώς

Ὁ Προφήτης Ἀμὼς καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Θεκουὲ τῆς Ἰουδαίας, ἡ ὁποία ἔκειτο νοτιοανατολικὰ τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἤκμασε στὴν ἱερὴ πόλη Βαιθήλ, κοντὰ στὴ Σαμάρεια, κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τοῦ Ἰσραὴλ Ἱεροβοὰμ Β’ (784 – 746 π.Χ.).
Ἦταν βοσκὸς καὶ καλλιεργητὴς συκομορέων καὶ ἀπὸ τὴν ἐργασία αὐτὴ ἐκλήθηκε ἀπ’ εὐθείας ὑπὸ τοῦ Θεοῦ στὸ προφητικὸ ἀξίωμα, ὡς ὁ ἴδιος ἀναφέρει στὸ ὁμώνυμο βιβλίο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: «Οὐκ ἤμην προφήτης ἐγὼ οὐδὲ υἱὸς προφήτου, ἀλλ’ ἢ αἰπόλος  ἤμην καὶ κνίζων συκάμινα· καὶ ἀνέλαβέ με Κύριος ἐκ τῶν προβάτων καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε προφήτευσον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ».
Ἀναδείχθηκε ἔτσι ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἐλάσσονες Προφῆτες.Ἐστηλίτευσε τὴν ἠθικὴ καὶ θρησκευτικὴ κατάπτωση τοῦ Ἰσραήλ, ἐκαλοῦσε τὸ λαὸ αὐτοῦ σὲ μετάνοια καὶ προφήτευσε τὴν ἐπικειμένη κρίση καὶ αἰχμαλωσία αὐτοῦ.

Ἂν καὶ ἐστερεῖτο μορφώσεως, διακρινόταν γιὰ τὴν πρωτοτυπία, τὴ φυσικότητα, τὴ δύναμη καὶ εὐρυθμία τοῦ λόγου, τὸ πλῆθος τῶν εἰκόνων καὶ τὸ ποιοτικὸ κάλλος τοῦ ἔργου του. 
Ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ ἐλέγχου καὶ τῶν ζοφερῶν λόγων του περὶ τῆς τύχης τοῦ Ἰσραήλ, ἐξήγειρε ἐναντίον του τὴν ἱερατικὴ τάξη, ὥστε ὁ ἀρχιερεὺς τῆς Βαιθὴλ Ἀμασίας ἐζήτησε ἀπὸ τὸ βασιλέα Ἱεροβοὰμ τὴν ἀποπομπὴ τοῦ Ἀμὼς στὸ βασίλειο τοῦ Ἰούδα διαβάλλοντάς τον ὡς δημεγέρτη καὶ ταραχοποιό.

Σὲ ἀπάντηση τῆς πράξεως αὐτῆς τοῦ Ἀμασίου, ὁ Ἀμὼς προανήγγειλε τὸν ὄλεθρο τῆς οἰκογένειας αὐτοῦ. Τότε, λέγεται ἐκ μεταγενεστέρας παραδόσεως, ὅτι ὁ ἐξαγριωθεὶς υἱὸς τοῦ Ἀμασίου Ὀζίας ἐκτύπησε διὰ ροπάλου τὸν Προφήτη Ἀμὼς καὶ τὸν ἄφησε ἡμιθανή. Μεταφερθεὶς δὲ αὐτὸς στὴ γενέτειρά του Θεκουέ, μετὰ δύο ἡμέρες ἀπέθανε.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.Προφήτην σε πιστόν, καὶ τῶν ἄνω ἐπόπτην, ἀνέδειξεν Ἀμώς, ἐκ ποιμνίου ὁ Λόγος, τοῦ βίου σου δεξάμενος, εὐμενῶς τὴν χρηστότητα· ὅθεν ἤλεγξας, τοὺς ἀσεβοῦντας ἀνδρείως, καὶ τὸν θάνατον, μαρτυρικῶς δεδεγμένος, ζωῆς θείας ἔτυχες.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αἱμάτων σου.Τὴν θεοδώρητον φαίνων ἐνέργειαν, προφητικῷ ἀξιώματι ἔλαμψας, καὶ πᾶσι προλέγων τὰ μέλλοντα, τὴν τῶν ἀνθρώπων ἀνόρθωσιν εἴρηκας, Ἀμὼς ὡς Προφήτης θεόληπτος.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ὦ Προφῆτα Θεοῦ Ἀμώς· τὴν γὰρ πεπτωκυῖαν, ὡς προέφης σκηνὴν Δαβίδ, σαρκωθεὶς ὁ Λόγος, ἀνέστησεν ἐνδόξως, καὶ ταύτην θεουργήσας, Πατρὶ προσήγαγε.




Ο Άγιος Δούλας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Δουλᾶς καταγόταν ἀπὸ τὸ Ζεφύριον τῆς Πραιτωριάδος (ἐπαρχίας τῆς Κιλικίας) καὶ εἶναι ἄγνωστο πότε ἄθλησε. Διακρινόταν γιὰ τὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα του, τὸν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἔνθερμο ζῆλο καὶ τὶς ἀκάματες προσπάθειές του πρὸς προσέλκυση στὴ Χριστιανικὴ πίστη τῶν εἰδωλολατρῶν συμπολιτῶν του.
Γιὰ τὴ θεοφιλὴ αὐτὴ δράση του συνελήφθη καὶ ὁδηγηθεὶς ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος Μαξίμου ὁμολόγησε τὸν Χριστό. Ὁ Μάξιμος, ἀφοῦ μάταια προσπάθησε μὲ κολακεῖες, ὑποσχέσεις καὶ ἀπειλὲς νὰ μεταπείσει αὐτόν, διέταξε τὸ σκληρὸ βασανισμό του.
Ἔτσι, ἀφοῦ τὸν περιέλουσαν μὲ καυτὸ λάδι, τοῦ κατεξέσχισαν τὶς σάρκες, τὶς δὲ πληγές, γιὰ νὰ καταστήσουν τὸ μαρτύριο ὀδυνηρότερο, ἔτριψαν μὲ ξύδι καὶ ὄστρακα, τοῦ συνέτριψαν τὶς σιαγόνες, τοῦ ἐτρύπησαν τὴν κοιλία καὶ τὸν ὑπεχρέωσαν νὰ τρέχει σὲ μεγάλη ἀπόσταση. Λόγῳ τῶν φοβερῶν κακώσεων, ὁ Μάρτυς Δουλᾶς ἀπέθανε καθ’ ὁδόν.



Οι Άγιοι Φουρτουνάτος, Αχαϊκός και Στεφανάς οι Απόστολοι 

Οἱ τρεῖς αὐτοὶ Ἀπόστολοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ ὑπῆρξαν μαθητὲς καὶ συνεργοὶ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησαν μέχρι τὴν Ἔφεσο, ὑποβοηθοῦντες αὐτὸν στὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο του.
Περὶ αὐτῶν ὁ Παῦλος γράφει στὴν Α’ πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολή του: «Χαίρω δὲ ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾶ καὶ Φουρτουνάτου καὶ Ἀχαϊκοῦ, ὅτι τὸ ὑμὸν ὑστέρημα οὗτοι ἀνεπλήρωσαν· ἀνέπαυσαν γὰρ τὸ ἐμὸν πνεῦμα καὶ τὸ ὑμῶν. Ἐπιγιγνώσκετε οὖν τοὺς τοιούτους».
Ὁ Στεφανᾶς, προσέτι, ὡς ὁ Παῦλος ἀναφέρει στὴν ἴδια ἐπιστολή, εἶχε μετατρέψει τὸν οἶκό του στὴν πρώτη ἐν Ἀχαΐᾳ Ἐκκλησίᾳ, ὅλα δὲ τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς του εἶχαν ἀφιερωθεῖ στὴν ὑπηρεσία αὐτῆς: «Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί· οἴδατε τὴν οἰκίαν Στεφανᾶ, ὅτι ἐστὶν ἀπαρχὴ τῆς Ἀχαΐας καὶ εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς».
Ὁ Ἀπόστολος Ἀχαϊκὸς ἐτελειώθηκε ἀπὸ λιμὸ καὶ δίψα.
Ὁ Ἀπόστολος Στεφανᾶς ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.Ὁ Ἀπόστολος Φουρτουνάτος ἐτελειώθηκε μαρτυρικά.



Ο Όσιος Ορτίσιος 

Ο όσιος αυτός ήταν ένας από τους διάσημους ασκητές της ερήμου και αποφθέγματα του σώζονται στον "Παράδεισο των Πατέρων" του Παλλαδίου. Απεβίωσε ειρηνικά.




Ο Όσιος Ιερώνυμος

Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἐγεννήθηκε στὴ Στριδώνα τῆς Δαλματίας, περὶ τὸ 347 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς ἐναρέτους καὶ εὐσεβεῖς. Ὁ πατέρας του Εὐσέβιος ἐφρόντισε γιὰ τὴ Χριστιανικὴ αὐτοῦ μόρφωση, τὶς δὲ γραμματολογικὲς σπουδές του συμπλήρωσε στὴ Ρώμη, φοιτήσας πλησίον τοῦ γραμματικοῦ Αἰλίου Δονάτου. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἐτῶν ἐβαπτίσθηκε ὑπὸ τοῦ Πάπα Ρώμης Λιβερίου (352 – 366 μ.Χ.).
Φύση ζωηρὴ, ὡς ἦταν, παρασύρθηκε ἀπὸ τὸν ἀκόλαστο βίο τῆς ρωμαϊκῆς νεολαίας, παρεξέκλινε τῆς εὐθείας ὁδοῦ καὶ ἔζησε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὴ διαφθορά. Ἀφοῦ μετανόησε, ἐστράφηκε πρὸς τὴν Ἀνατολή, ἡ ὁποία τὴν ἐποχὴ ἐκείνη περιέκλειε στοὺς κόλπους της τὰ μεγάλα καὶ ἀκτινοβολοῦντα κέντρα τῆς θρησκευτικῆς καὶ ἀσκητικῆς ζωῆς.
Ἔτσι, περὶ τὸ 373 μ.Χ., διὰ τῆς Θράκης καὶ Μικρᾶς Ἀσίας, μετέβη στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐδίδασκε ὁ περίφημος ἑρμηνευτὴς τῶν Γραφῶν Ἀπολλινάριος, πλησίον δὲ τῆς πόλεως ἀσκήτευε ὁ ἐνάρετος καθ’ ὅλα ἐρημίτης Μάλχος († 24 Νοεμβρίου).
Ἐκ τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἁγνότητος τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ βίου τούτου τόσο ἐπηρεάσθηκε ὁ Ἱερώνυμος, ὥστε μετὰ ἕνα ἔτος ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τῆς Χαλκίδος στὴ Συρία καὶ ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρὸ ἀσκητικὸ βίο, θρησκευτικὲς μελέτες, ἀφοῦ ἔμαθε καὶ τὴν ἑβραϊκή, τὴν ὁποία ἐδιδάχθηκε ἀπὸ κάποιον πρώην Ἰουδαῖο γέροντα μοναχό.
Περὶ τὰ τέλη τοῦ 376 μ.Χ., μὴ δυνάμενος νὰ ἀνεχθεῖ τοὺς ὑποκριτὲς μοναχούς, ἐπέστρεψε στὴν Ἀντιόχεια, ὅπου ἐχειροτονήθηκε ὑπὸ τοῦ Ἐπισκόπου Παυλίνου πρεσβύτερος. Τὸ 380 μ.Χ., μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἐμαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἅγιο Γρηγόριο τὸν Ναζιανζηνό, ἡ ἐπίδραση τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε μεγάλη ἐπ’ αὐτοῦ. Τὸ 382 μ.Χ., συνόδευσε τὸν Παυλίνο καὶ μετέβη στὴ Ρώμη, γιὰ νὰ συνηγορήσει ὑπὲρ αὐτοῦ στὸν Πάπα Δάμασο Α’ (366 – 384 μ.Χ.).
Ὁ Δάμασος, ἐκτιμώντας τὶς ἀκριβεῖς γνώσεις τοῦ Ἱερωνύμου περὶ τῶν πραγμάτων τῆς Ἀνατολῆς, τὴ βαθιὰ θεολογικὴ μόρφωση καὶ τὴν εὐρεία γλωσσομάθειά του (ἐγνώριζε τὴ λατινική, ἑλληνική, ἑβραϊκή, περσικὴ καὶ χαλδαϊκή, ἐξ οὗ καὶ «Πεντάγλωσσος» ἀπεκαλεῖτο), τοῦ ἀν έθεσε τὴ διόρθωση τῆς «Ἰτάλας», τῆς λατινικῆς δηλαδὴ μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἐκτὸς ὅμως τῆς ἐκτιμήσεως τοῦ Πάπα, τὰ σπάνια προσόντα, μὲ τὰ ὁποία ἐκοσμεῖτο, εἵλκυσαν γύρω τους πολλοὺς μαθητὲς καὶ μάλιστα ἀπὸ τὶς εὐγενεῖς οἰκογένειες τῆς Ρώμης. Μεταξύ τους συγκαταλέγονταν καὶ γυναῖκες καὶ παρθένοι, μορφωμένες καὶ ἐνάρετοι, ἀσχολούμενες μετὰ θερμοῦ ζήλου μὲ τὶς θρησκευτικὲς μελέτες καὶ κατεχόμενες ὑπὸ τοῦ πόθου τῆς μοναχικῆς ζωῆς, σημαντικώτερες τῶν ὁποίων ἦσαν ἡ Μαρκέλλα, ἡ Μελανία καὶ ἡ χήρα Παύλα μετὰ τῆς θυγατρός της Εὐστοχίας.
Χάρη τῶν μαθητῶν καὶ μαθητριῶν του, ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος συνέγραψε ἀρκετὰ ἀσκητικὰ συγγράματα, ἑρμηνεῖες βιβλίων τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ δύσκολων χωρίων αὐτῆς. Τὸ 384 μ.Χ., μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πάπα Δαμάσου, ἐγκατέλειψε τὴ Ρώμη, συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ του Παυλινιανοῦ, τοῦ πρεσβυτέρου Βικεντίου καὶ ἄλλων παρθένων.
Ἀφοῦ περιῆλθε μαζί τους τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ τὰ ἀσκητικὰ κέντρα τῆς Νιτρίας καὶ Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου, μετέβη στὴ Βηθλεέμ, ὅπου, ἀφοῦ ἵδρυσε δύο μοναστήρια, ἕνα γυναικεῖο γιὰ τὴν Παύλα καὶ τὶς μοναχὲς ποὺ ἦσαν μαζί της, καὶ ἕνα ἀνδρικό, ἐγκαταστάθηκε σὲ αὐτὸ στὸ ὁποῖο παρέμεινε ἐπὶ 34 χρόνια μελετώντας καὶ συγγράφοντας.
Ἐκεῖ συνέγραψε τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ ἔργα του καὶ τὴν περίφημη «Βουλγάτα», δηλαδὴ νέα ἐντελῶς μετάφραση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στὴ λατινική, ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ καὶ Ἑλληνικοῦ πρωτοτύπου. Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ὁσίου Ἱερωνύμου, εὐρὺ καὶ ποικίλο, δικαίως τὸν κατατάσσει μεταξὺ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ὅσιος Ἱερώνυμος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 420 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἐνενήντα ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονή του. Ἀργότερα, κατὰ τὸ 14ο αἰώνα μ.Χ., τὰ ἱερὰ αὐτοῦ λείψανα μετακομίσθηκαν στὴ Ρώμη καὶ ἐναπετέθησαν στὸ ναὸ τῆς Santa Maria Maggiore.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.Τὴν σοφίαν τιμήσας Ἱερώνυμε Ὅσιε, παρ’ αὐτῆς ἐτιμήθης οὐρανίοις χαρίσμασι, καὶ γέγονας φωστὴρ περιφανής, βιώσας ὥσπερ ἄγγελος ἐν γῇ· διὰ τοῦτό σου τὴν μνήμην τὴν ἱεράν, τελοῦμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, χάριν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.Τὸν εὐκλεῆ, τῶν ἀρετῶν διδάσκαλον, καὶ μυστικήν, τῆς εὐσεβείας σάλπιγγα, Ἱερώνυμον τὸν μέγιστον, μελῳδικῶς ἀνευφημήσωμεν· ἐν κόσμῳ γὰρ ὁσίως πεπολίτευται, καὶ μύστης τῆς σοφίας ὤφθη ἔνθεος, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις ἐναρέτου βίου εἰκών, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐνδιαίτημα ἱερόν· χαίροις συνωνύμων, τῶν σῶν προστάτης θεῖος, καὶ πρέσβυς πρὸς τὸν Κτίστην, ὦ Ἱερώνυμε.



Ο Άγιος Αυγουστίνος (εορτή Αυγουστίνος)

Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐγεννήθηκε, στὶς 13 Νοεμβρίου 354 μ.Χ., στὴν Ταγάστη, πόλη τῆς ἀνθυπατικῆς Νουμιδίας τῆς Βορείου Ἀφρικῆς. Ὁ πατέρας του, Πατρίκιος, κοινοτικὸς σύμβουλος στὴν Ταγάστη, ἐζοῦσε βίο ἔκλυτο καὶ ὡς ἐθνικὸς μόνο περὶ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του μεταστράφηκε στὴ Χριστιανικὴ πίστη ὑπὸ τῆς εὐσεβοῦς συζύγου του Μόνικας, ἡ ὁποία καταγόταν ἀπὸ χριστιανικὴ οἰκογένεια καὶ ἦταν ὑπόδειγμα πιστῆς καὶ ἐνάρετης γυναικός.
Ὁ Αὐγουστίνος, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ νεώτερο ἀδελφὸ καὶ πιθανῶς καὶ ἀδελφή, ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία διακρινόταν γιὰ τὴν εὐφυΐα, τὴν ἐπιμέλεια, τὴ ζωηρὴ φαντασία καὶ τὴν εὐγενὴ φιλοδοξία του. Μὲ τὴ φροντίδα τῆς μητέρας του νεώτατος κατατάχθηκε μεταξὺ τῶν κατηχουμένων καὶ ἀφοῦ συμπλήρωσε στὴν Ταγάστη τὴ στοιχειώδη μόρφωση, ἐστάλη ὑπὸ τοῦ πατρός του, ὁ ὁποῖος τὸν προόριζε γιὰ ρήτορα, στὰ γειτονικὰ Μάδαυρα καὶ στὴ συνέχεια, τὸ 371 μ.Χ., στὴν Καρχηδόνα, γιὰ συμπλήρωση τῶν σπουδῶν του.
Ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ διεφθαρμένου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ἐζοῦσε, ὁ νεαρὸς Αὐγουστίνος ἐξέκλινε σὲ βίο ἔκλυτο στὴν Καρχηδόνα καὶ ἤδη σὲ ἡλικία δεκαοκτὼ ἐτῶν, τὸ 372 μ.Χ., ἀπέκτησε ἐξώγαμο παιδί, τὸν Ἀδεοδάτο.
Ὁ μελέτη ὅμως τοῦ λατίνου φιλοσόφου καὶ ρήτορος Κικέρωνος τὸν συγκράτησε. Ἀντίθετα ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἔκανε ἀκόμη σὲ αὐτὸν καμία ἐντύπωση. Ὅπως λέγει ἀργότερα στὶς περίφημες Ἐξομολογήσεις του: «Δὲν ἤμουν ἄξιος οὔτε νὰ ἐμβαθύνω οὔτε νὰ εὐχαριστηθῶ στὴν ἁπλότητα ἐκείνη τῶν λόγων, τόσο νέα γιὰ μένα...
Ἡ μόνη ἐντύπωση, ἡ ὁποία μοῦ ἔμεινε, ἦταν ὅτι τίποτε στὴ Βίβλο δὲν μποροῦσε νὰ συγκριθεῖ πρὸς τὴ μεγαλοπρεπὴ εὐγλωττία τοῦ λατινικοῦ ρήτορος. Ἡ ματαιοδοξία μου περιφρονοῦσε τὴ φαινομενικὴ ταπεινότητα τῶν Γραφῶν καὶ οἱ ὀφθαλμοί μου ἦσαν πολὺ ἀσθενεῖς γιὰ νὰ διακρίνουν τί κρυβόταν σὲ αὐτές».
Ὅμως τὰ μεγάλα προβλήματα τοῦ κόσμου διαρκῶς ἀπασχολοῦσαν τὸ πνεῦμά του. Ἔτσι ἐνόμισε ὅτι θὰ μποροῦσε νὰ εὕρει λύση αὐτῶν στὴν ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πέρσου Μάνη (215 – 276 μ.Χ.) αἵρεση τῶν Μανιχαίων.
Ἀφοῦ συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὴν Καρχηδόνα, ἐξάσκησε μὲ ἐπιτυχία τὸ ἐπάγγελμα τοῦ διδασκάλου τῆς γραμματικῆς. Γρήγορα ὅμως, ἀπὸ τὸ 383 μ.Χ., τόσο οἱ σπουδές του περὶ τὴν ἀστρονομία ὅσο καὶ ἡ κατανόηση περὶ τῆς ἐλλείψεως οἱασδήποτε πραγματικῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στὸ Μανιχαϊσμό, συνετέλεσαν νὰ χάσει τὴν ἐκτίμηση τὴν ὁποία ἔτρεφε πρὸς τὴν αἵρεση, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ διαρρήξει κάθε σχέση πρὸς αὐτήν.
Κατὰ τὸ 383 μ.Χ. ὁ Αὐγουστίνος, ἀφοῦ ἄφησε τὴν Ἀφρική, ἦλθε στὴ Ρώμη καὶ μετὰ στὰ Μεδιόλανα, ὅπου μὲ τὴ σύσταση τοῦ Ρωμαίου ἔπαρχου Συμμάχου, διορίσθηκε διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς. Ἡ μελέτη νεοπλατωνικῶν συγγραμμάτων, ὡς καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἰδίως δὲ ἡ ἀκρόαση τῶν κηρυγμάτων τοῦ περίφημου τότε Ἐπισκόπου Μεδιολάνων Ἀμβροσίου, ἐπέφεραν βαθμηδὸν στὴν ψυχή του μία μεταστροφὴ καὶ συνετέλεσαν στὴν ὁριστικὴ διακοπὴ οἱασδήποτε σχέσεώς του μὲ τὸ Μανιχαϊσμό.
Κατὰ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ 386 μ.Χ., σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, εὑρισκόμενος στὸν κῆπο τῆς κατοικίας του καὶ διαλογιζόμενος τὰ μεγάλα προβλήματα, τὰ ὁποῖα τὸν ἀπασχολοῦσαν, ἐνόμισε ὅτι ἄκουσε σὰν παιδικὴ φωνή, ἐπανειλημμένα νὰ λέγει πρὸς αὐτόν: «Πάρε καὶ διάβασε».
Ταραγμένος ἔσπευσε πρὸς τὸν κῆπο, ὅπου πρὶν λίγο εἶχε ἀφήσει τὶς Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καὶ ἀφοῦ τὶς εὑρῆκε, τὶς ἄνοιξε. Τὰ μάτια του ἔπεσαν στὸ χωρίο τῆς πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς: «Ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχήμονος περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ. Ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε τὰς ἐπιθυμίας».
Ὠς λέγει ὁ ἴδιος ὁ Αὐγπυστίνος: «Δὲν ἤθελα νὰ δῶ κάτι ἐπὶ πλέον καὶ δὲν ἦταν ἀναγκαῖο. Διότι μόλις ἐτελείωσα τὴν ἀνάγνωση τῶν λίγων αὐτῶν λέξεων καὶ ἀμέσως ἐχύθηκε στὴν καρδιά μου φῶς, τὸ ὁποῖο τῆς ἐχάρισε τὴν εἰρήνη καὶ ἀμέσως διαλύθηκε τὸ σκοτάδι, μὲ τὸ ὁποῖο τὴν περιέβαλαν οἱ ἀμφιβολίες μου».
Ὀ Αὐγουστίνος ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀνένηψε, παραμέρισε τοὺς δισταγμούς, προσανατολίσθηκε ὁριστικὰ στὸν Ἰησοῦ. Παραιτήθηκε ἀπὸ τὸ διδασκαλικό του ἀξίωμα καὶ ἀποσύρθηκε μὲ τὴ μητέρα του, τὸ παιδί του καὶ κάποιους φίλους του σὲ κτῆμα κοντὰ στὸ Μεδιόλανο. Ἐβαπτίσθηκε τὴ νύχτα τοῦ Πάσχα (25 Ἀπριλίου) τοῦ 387 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀμβρόσιο μαζὶ μὲ τὸν δεκαπενταετὴ υἱό του καὶ τὸ φίλο του Ἀλύπιο.
Μετὰ μερικοὺς μῆνες ἑτοιμάσθηκε νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἰταλία γιὰ τὴν Ἀφρική, ἀλλὰ λόγῳ τοῦ θανάτου τῆς ἀγαπημένης του μητέρας, ποὺ τὸν κατελύπησε, ἀνέβαλε τὴν ἀναχώρησή του γιὰ τὸ ἑπόμενο ἔτος. Στὸ ἔνατο βιβλίο τῶν Ἐξομολογήσεών του ὁ εὐγνώμων υἱὸς ἐκφράζει τὴν ἄφατη θλίψη του γιὰ τὸ θάνατο τῆς μητέρας του, τῆς ὁποίας πλέκει τὸ ἐγκώμιον.
Γυρίζοντας στὴν Ἀφρική, ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος συνέπηξε μιὰ μικρὴ μοναστικὴ ἀδελφότητα καὶ λίγο ἀργότερα, ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Ἰταλία, ἐχειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν γέροντα Ἐπίσκοπο Βαλέριο πρεσβύτερος, καὶ τὸ 396 μ.Χ. ἀπὸ τὸ Μητροπολίτη Νουμιδίας βοηθὸς Ἐπίσκοπος.
Μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἐπισκόπου Βαλερίου ἐξελέγει Ἐπίσκοπος Ἱππῶνος καὶ ἀνέπτυξε μεγάλο πνευματικὸ ἔργο. Ζώντας ἀσκητικὰ μαζὶ μὲ τὸν κλῆρό του, διέθεσε τὴν περιουσία του ὑπὲρ τῶν πτωχῶν, χάρη τῶν ὁποίων προέβαινε καὶ σὲ πώληση τῶν ἐκκλησιαστικῶν σκευῶν.
Ἐκήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ τακτικώτατα καὶ ἐργαζόταν ἀδιάλειπτα μὲ ἔνθεο ζῆλο γιὰ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων.
Ὑπηρέτησε ὅσο λίγοι τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ γραφίδα. Τὰ κείμενά του εἶναι ὠκεανὸς σοφίας καὶ χάριτος. Μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ κτυποῦν τὶς αἱρέσεις τοῦ καιροῦ του, μὲ ἀστραπόβροντα ὑψηλῆς θεολογίας καὶ ἀνατανίκητη φραστικὴ πειθώ. Ἄλλα εἶναι φιλοσοφικά, τὸ περὶ ψυχῆς, τὸ περὶ μουσικῆς καὶ ἕνα τρίτο περὶ τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ μοναδικοῦ Διδασκάλου.
Ἀσχολήθηκε καὶ μὲ τὴν ἑρμηνεία τῆς Βίβλου, στρέφοντας τὸ ἐνδιαφέρον του στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἀλλὰ καὶ στὰ δογματικὰ θέματα προσέφερε ἀγλαοὺς καρποὺς στοχασμοῦ.Ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, στὶς 28 Αὐγούστου 430 μ.Χ., σὲ ἡλικία ἑβδομήντα ἕξι ἐτῶν, πλήρης πικρίας, καθ’ ὅσον οἱ Βάνδαλοι, ἀφοῦ ἐρήμωσαν τὴν Ἀφρική, ἐπολιορκοῦσαν ἤδη τὴν Ἱππώνα. Τὸ τίμιο λείψανό του ἀπὸ τὴ Σαρδηνία, ὅπου μεταφέρθηκε ἀπὸ Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς ἐκδιωχθέντες ἀπὸ τοὺς Ἀρειανούς, κατατέθηκε στὴ Μητρόπολη τῆς Παβίας κατὰ τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείου Πνεύματος, λαμπρὸν δοχεῖον, καὶ τῆς πόλεως, Θεοῦ ἐκφάντωρ,  ἀνεδείχθης Αὐγουστῖνε μακάριε· καὶ τῷ Σωτῆρι ὁσίως ἱέρευσας, ὡς Ἱεράρχης σοφὸς καὶ θεόληπτος. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς τῆς σοφίας κεκτημένος τὴν λαμπρότητα
Τῆς εὐσεβείας ἀνεδείχθης θεῖον ὄργανον,
Ἱεράρχα Αὐγουστῖνε, Χριστοῦ θεράπον.
Ἀλλ’ ὡς μύστης τῆς ἐνθέου ἀγαπήσεως
Ἀναπτέρωσον ἡμᾶς πρὸς θεῖον ἔρωταΤοὺς βοῶντάς σοι, Χαίροις Πάτερ θεόληπτε.

Μεγαλυνάριον.Χαίροις Αὐγουστῖνε Πάτερ σοφέ, Πνεύματος Ἁγίου, τὸ δοχεῖον τὸ ἐκλεκτόν· χαῖρε Ἱεράρχα, καὶ πρόεδρε Ἱππῶνος, ἠμῶν δὲ πρὸς τὸν Κτίστην, πρέσβυς εὐπρόδεκτος.




Η Αγία Γραύς 

Μαρτύρησε δια ξίφους.




Ο Άγιος Νέρσης

Το όνομα του Μάρτυρα αυτού δεν συναντάμε πουθενά στους Συναξαριστές. Ίσως να λέγεται Ναρσής.




Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου πέραν εν τοις Μαρανακίου

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για το συμβάν.





Ο Άγιος Ιωνάς της Μονής Πεσόνσα (Ρώσος).
(Δια Χριστόν Σαλός)

Δεν έχουμε λεπτομέρειες για τον Βίο του Αγίου.



Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἡσύχιος ἦταν στρατιώτης καὶ ἐμαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, τὸ 297 μ.Χ., στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς Κάτω Μοισίας. Αὐτὸς ἀσπάσθηκε ὁ Ἅγιος Μάρτυς Ἰούλιος († 27 Μαΐου), ὅταν ἐπορευόταν πρὸς τὸ μαρτύριο, λέγοντάς του νὰ ὑπομείνει μὲ θάρρος τὶς βασάνους καὶ νὰ μὴν ἐγκαταλείψει τὴν πατρώα εὐσέβεια.



Οἱ Ἅγιοι Βίτος, Μόδεστος καὶ Κρησκεντία οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Βίτος, Μόδεστος καὶ Κρησκεντία ἐμαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.) στὴ Λυκαονία, τὸ 303 μ.Χ.                 



Ὁ Ὅσιος Δουλᾶς ὁ ἐν Αἰγύπτῳ ἀσκήσας

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Δουλᾶ, ποὺ ἀσκήτεψε στὴν Αἴγυπτο.



Οἱ Ἁγίες Λεωνίς, Λιβύα καὶ Εὐτροπία οἱ Παρθενομάρτυρες

Οἱ Ἁγίες Παρθενομάρτυρες Λεωνίς, Λιβύα καὶ Εὐτροπία ἐμαρτύρησαν, τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.), στὴν Παλμύρα τῆς Συρίας. Ἡ Λιβύη ἀποκεφαλίσθηκε, ἡ ἀδελφή της Λεωνὶς ἐμαρτύρησε σὲ πάσσαλο, ἐνῶ ἡ δούλη τους Εὐτροπία, δώδεκα μόλις ἐτῶν, ἔγινε στόχος τῶν ὅπλων τῶν στρατιωτῶν.



Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἐν Βηθλεέμ

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ.     



Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Γαλλίᾳ

Ὁ Ὅσιος Ἀβραὰμ ἐγεννήθηκε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. στὶς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτη καὶ ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀσκητεύοντας στὴν Αἴγυπτο. Ἐκεῖ συνελήφθη αἰχμάλωτος σπείρας ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐκράτησαν αἰχμάλωτο πέντε χρόνια.
Ὁ Ὅσιος ἐδραπέτευσε καὶ ἦλθε στὴ Γαλλία, ὅπου ἀσκήτεψε ὡς ἐρημίτης στὴν πόλη τῆς Ὠβέρνης κοντὰ στὸ Κλερμόντ. Ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Κυριακοῦ καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 480 μ.Χ. Τὸν ἐπικαλοῦνται στὴν προσευχή τους ὅσοι ἀσθενοῦν ἀπὸ πυρετό.


Ὁ Ἅγιος Μελανὸς Ἐπίσκοπος Βιβιέρ

Ὁ Ἅγιος Μελανὸς ἔζησε τὸν 5ο καὶ 6ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη, τὸ 519 μ.Χ., Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Βιβιὲρ τῆς Γαλλίας. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 549 μ.Χ.


Ὁ Ἅγιος Τρίλλος Ἐπίσκοπος ἐν Οὐαλίᾳ

Ὁ Ἅγιος Τρίλλος ἔζησε τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ. στὴν Οὐαλία μαζὶ μὲ τὸν Ὅσιο Καδφανό († 1 Νοεμβρίου). Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ὁ Ὅσιος Λανδελίνος ὁ ἐν Γαλλίᾳ 

Ὁ Ὅσιος Λανδελίνος ἐγεννήθηκε στὴν πόλη Βὸξ τῆς Γαλλίας, τὸ 625 μ.Χ. Ἀπροετοίμαστος νὰ χειρισθεῖ τὶς παγίδες τοῦ κόσμου, ἔζησε στὴν ἁμαρτία καὶ ἔγινε ληστής. Ὅταν ἕνας ἀπὸ τοὺς συντρόφους του ἐφονεύθηκε, ὁ Ὅσιος μετανόησε καὶ γονυπετὴς ὁδήγησε τὰ βήματά του στὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς ζητώντας τὴν πνευματικὴ καθοδήγησή του γιὰ τὴ σωτηρία του.
Ἔτσι ἔγινε μοναχός. Ὁ ἔνθεος ζῆλός του ὁδήγησε τὸν Ἐπίσκοπο στὸ νὰ λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸ χειροτονήσει διάκονο καὶ πρεσβύτερο. Τὸ 654 μ.Χ., μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχούς, ἔζησαν τὴν κοινοβιακὴ μοναχικὴ ζωὴ στὴ νέα μονὴ τοῦ Λόμπς. Λίγο ἀργότερα ἵδρυσε ἄλλες μονές, ἀσχολήθηκε μὲ τὸ θεῖο κήρυγμα στὶς γύρω περιοχὲς καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ.


Οἱ Ὅσιοι Δομετιανὸς καὶ Ἀδελίνος

Οἱ Ὅσιοι Δομιτιανὸς καὶ Ἀδελίνος, ποὺ ἔζησαν τὸν 6ο αἰώνα μ.Χ., ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Λανδελίνου καὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη, τὸ 686 μ.Χ.


    
    
       
Ὁ Ὅσιος Κωνσταντίνος Ἐπίσκοπος Μπεβαί Γαλλίας

Ὁ Ὅσιος Κωνσταντίνος ἔζησε τὸν 7ο καὶ 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Γαλλία καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Μπεβαί. Ἀφοῦ ἐποίμανε θεοφιλῶς τὸ ποίμνιό του, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 706 μ.Χ.



Ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ ὁ πρῶτος Μητροπολίτης Κιέβου καὶ πάσης Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Μιχαήλ, μὲ βάση ὁρισμένες Ρωσικὲς πηγές, ἀναφέρεται ὡς πρῶτος Μητροπολίτης Ρωσίας (988 – 991 μ.Χ.). Αὐτὸς διοργάνωσε τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο στὸ Κίεβο, τὴ Σουζδαλία, τὸ Νόβγκοροντ καὶ τὸ Ροστώβ. Ἀνήγειρε τὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου στὸ Ροστὼβ καὶ ἐγκατέστεισε ἐκεῖ ὡς Ἐπίσκοπο τὸν Ἕλληνα Θεόδωρο.
Ὁ Ἅγιος διακρινόταν γιὰ τὴ σοφία, τὴν εὐγένεια καὶ τὴν ἀκρίβειά του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη πρὸ τοῦ θέρους τοῦ 991 μ.Χ. στὸ Κίεβο καὶ τὸν διαδέχθηκε ὁ Λέων.
Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου στὸ Κίεβο. Περὶ τὸ 1103, τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου μετακομίσθηκε ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Θεόκτιστο στὸ σπήλαιο τοῦ Ἀντωνίου καὶ τὴν 1η Ὀκτωβρίου 1730 στὸ Καθολικὸ τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ τιμᾶται, ἐπίσης, καὶ στὶς 30 Σεπτεμβρίου.



Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ διὰ Χριστὸν Σαλός ὁ Βατοπαιδινός

Ὁ Ὅσιος Σάββας, κατὰ κόσμον Στέφανος, ἐγεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη ἀπὸ ἐπιφανὴ οἰκογένεια, τὸ 1280. Πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ βίου τους οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του ἔλαβαν τὸ μοναχικὸ σχῆμα. Καὶ ὁ νεαρὸς Στέφανος, ἀφοῦ ἐμορφώθηκε κατὰ Θεόν, ἦλθε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐμόνασε στὸ Βατοπαιδινὸ Κελὶ στὶς Καρυὲς ἔχοντας ὡς διακόνημα τὴν καλλιγραφία.
Ἡ ἐπιδρομὴ τῶν Καταλανῶν τὸν ἀνάγκασε νὰ φύγει ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ νὰ εὑρεθεῖ στὴν ἁγιοτόκο Κύπρο. Ἐκεῖ ἐπέλεξε ὡς ἄσκηση τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἐπὶ 10 χρόνια ἀσκήτεψε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐπὶ μία διετία στὸ ὄρος Σινᾶ.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς περιπλανήσεις, χωρὶς ποτὲ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν ὁδὸ τῆς σκληρῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ἐπέστρεψε στὴ μονὴ Βατοπαιδίου πρὸς συνέχιση τοῦ πνευματικοῦ του ἀγῶνος καὶ συνδέθηκε μὲ τὸ βιογράφο του Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο.
Τὸ 1342 ἀποστέλλεται στὴν Κωνσταντινούπολη, ὡς μέλος ἁγιορειτικῆς ἀντιπροσωπείας, γιὰ τὴν εἰρήνη τοῦ κράτους ποὺ σπαρασσόταν ἀπὸ ἐμφύλιο πόλεμο. Ἀρνήθηκε νὰ δεχθεῖ τὴν ἀνάρρησή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο παρὰ τὶς ἐπίμονες πιέσεις καὶ παρακλήσεις τοῦ αὐτοκράτορος, τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ.
Ὁ Ὅσιος Σάββας, μετὰ ἀπὸ θεοφιλὴ καὶ ἐπίπονο ἀσκητικὸ βίο, ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὴ μονὴ τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη.Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ, ἐπίσης, τὴ μνήμη του, στὶς 5 Ὀκτωβρίου.




Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ὁ Μάρτυρας πρίγκιπας τῶν Σέρβων

Ὁ Ἅγιος Λάζαρος Α’ (Γαβριηλάνοβιτς) ἐγεννήθηκε τὸ 1329 στὴ Σερβία. Ἐξελέγη ἡγεμόνας αὐτῆς, τὸ 1371, ἀπὸ τοὺς Σέρβους ἄρχοντες, οἱ ὁποῖοι συγκεντρώθηκαν πρὸς τοῦτο μετὰ τὴν ἐπακολουθήσασα τὸ θάνατο τοῦ Στεφάνου Δουσὰν (1355) κατάπτωση καὶ διαίρεση τοῦ κράτους. Μετὰ τὴν ἀνάληψη τῆς ἐξουσίας κατόρθωσε νὰ ἀνακτήσει μέγα μέρος τοῦ κράτους τοῦ Δουσὰν καὶ νὰ καταλάβει καὶ ἄλλες πόλεις ἀπὸ τοὺς Οὕγγρους.
Τὸ 1382, ἐστέφθηκε πρίγκιπας τοῦ Σερβικοῦ θρόνου καὶ συνέχισε τὸ διοικητικό του ἔργο. Φοβούμενος τὴ διαρκὴ πρὸς βορρᾶν πρόοδο τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι ὑπέτασσαν διαδοχικὰ τοὺς μικροὺς Σέρβους ἡγεμόνες, ἔσπευσε νὰ συνομολογήσει συνθήκη μὲ τὸ σουλτάνο Μουράτ, ἀφοῦ ἀνέλαβε τὴν ὑποχρέωση νὰ ἀποστέλλει κατ’ ἔτος σὲ αὐτὸν 1.000 ἱππεῖς καὶ 1.000 λίτρες χρυσοῦ. Τὸ 1387, συμμάχησε μὲ τὸν Σίσμαν, ἡγεμόνα τῶν Βουλγάρων, καὶ ἐκήρυξε τὸν πόλεμο πρὸς τοὺς Τούρκους. Στὴν ἀρχὴ ὁ πρίγκιπας εἶχε πολλὲς ἐπιτυχίες, ἀλλὰ στὸ τέλος ἡττήθηκε στὸ Κοσσυφοπέδιο μετὰ ἀπὸ προδοσία τοῦ Σέρβου ἡγεμόνος τοῦ Μπράνκοβιτς, ὁ ὁποῖος ἀποχώρησε κατὰ τὴν κρίσιμη στιγμὴ τῆς μάχης μὲ τοὺς 12.000 ἄνδρες του.
Ἐκεῖ ἐτραυματίσθηκε καὶ ἐσφαγιάσθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Σύμφωνα μὲ μία παράδοση, τὴν παραμονὴ τῆς ἀποφασιστικῆς μάχης μὲ τοὺς Τούρκους, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Ἅγιος ἐπότισε μαζὶ μὲ τοὺς συντρόφους του τὴ γῆ τοῦ Κοσσυφοπεδίου μὲ τὸ αἷμά του, εἶδε τὸ ἑξῆς ὅραμα: «Ὅτι εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει μία ἐκλογὴ μεταξὺ τοῦ ἐπιγείου βασιλείου ἢ τπης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ: μποροῦσε νὰ κινήσει τὶς δυνάμεις του σὲ ἄμεση ἐπίθεση κατὰ τῶν Τούρκων καὶ νὰ ἔχει ἐγγυημένη τὴ νίκη, ἢ νὰ συγκεντρώσει πρῶτα τὸ στρατό του γιὰ τὴν ἱερουργία τῆς Θείας Λειτουργίας· στὴν περίπτωση ὅμως αὐτὴ θὰ ἡττᾶτο.
Ἐδιάλεξε τὸ δεύτερο: τὸ δρόμο γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὅλος ὁ Σέρβικος στρατὸς συγκεντρώθηκε στὴ λευκὴ Ἐκκλησία τῆς Σαμοντρέζα καὶ ἐκοινώνησε, πρὶς κινήσει γιὰ νὰ σφαγεῖ. Ὁ σουλτάνος ἐδέχθηκε πράγματι ἕνα θανάσιμο πλῆγμα, ἀλλὰ ὁ πρίγκιπας Λάζαρος αἰχμαλωτίσθηκε καὶ κατόπιν ἀποκεφαλίσθηκε».
Οἱ Τοῦρκοι ἐκέρδισαν μία «πύρρεια» νίκη, ἐφ’ ὅσον οἱ Σέρβοι διάσωσαν τὸ ἀδούλωτο τῆς ψυχῆς τους, ἔστω κι ἂν ἡ ἧττα τους ἐσήμανε τὴν ἔναρξη τῆς ζοφερῆς Ὀθωμανικῆς δουλείας, ἡ ὁποία διήρκεσε πέντε ὁλόκληρους αἰῶνες.Ὁ Ἅγιος Λάζαρος ἦταν σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ὑπόδειγμα πίστεως, δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς καὶ ἐθεωρεῖτο προστάτης τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ. Ἀπὸ εὐλάβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ ἀνήγειρε πολλοὺς ναοὺς καὶ μονές.
Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ ὁ Νάρθηκας τῆς ἱερᾶς μονῆς Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐνῶ ἕνα ἀπὸ τὰ τρία τεμάχια τῆς Ἁγίας Ζώνης ποὺ φυλάσσονται στὴν ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου προῆλθε ἀπὸ δωρεὰ τοῦ Ἁγίου κατὰ τὸν 14ο αἰώνα.



Οἱ Ἅγιοι Γρηγόριος καὶ Κασσιανὸς οἱ Ὁσιομάρτυρες καὶ Θαυματουργοί 

Οἱ Ἅγιοι Ὁσιομάρτυρες Γρηγόριος καὶ Κασσιανὸς ἔζησαν τὸν 14ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψαν κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Σουκόνα τῆς Βολογκντά. Ἐτελειώθησαν μαρτυρικά, τὸ 1392, ἀπὸ τοὺς Τατάρους, κατὰ τὴ διάρκεια εἰσβολῆς τους στὴν περιοχή. Τὰ ἱερὰ λείψανά τους εὑρέθησαν τὸ 1504.



Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων Πατριάρχης Σερβίας

Ὁ Ἅγιος Σπυρίδων, Πατριάρχης Σερβίας (1380 – 1389), ἐκοιμήθηκε εἰρηνικά, τὸ 1389.



Ὁ Ἅγιος Ἐφραὶμ Πατριάρχης Σερβίας

Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ, Πατριάρχης Σερβίας, ἐγεννήθηκε, τὸ 1322, στὴ Βουλγαρία ἀπὸ ἱερατικὴ οἰκογένεια. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἀγαποῦσε τὸ μοναχικὸ βίο, γι’ αὐτό, καὶ ὅταν οἱ γονεῖς του ἤθελαν νὰ τὸν νυμφεύσουν, ἐκεῖνος κατέφυγε στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια ποὺ ἐπέρασε στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔγινε ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἰβήρων, καὶ ἀργότερα ἐπέστρεψε στὴν πατρίδα του, ὅπου ἔζησε στὴ μονὴ Ντεκάνι στὸ Κόσοβο. Ὅμως ὁ Πατριάρχης Σάββας ἔκτισε γι’ αὐτὸν ἕνα κελὶ στὴν τοποθεσία Odrelo κοντὰ στὸ μοναστήρι τοῦ Πεκίου. Τὸ 1375, ἐξελέγη ἀπὸ τὴ Σύνοδο Πατριάρχης (1375 – 1380, α’ πατριαρχεία) μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Πατριάρχου Σάββα Δ’ (1354 – 1375), ἀλλ’ ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν ἡσυχασμό, ἐγκατέλειψε τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἔζησε ἐννέα χρόνια στὴ μονὴ τοῦ Ἀρχαγγέλου στὸ Ντουσάνοβσκι. Τὸ 1389, μετὰ ἀπὸ παρακλήσεις τοῦ ἁγίου πρίγκιπος τῶν Σέρβων Λαζάρου (1371 – 1389), ὑπέκυψε καὶ ἀποδέχθηκε τὴν ἐπανεκλογή του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο (1389 – 1390, β’ πατριαρχεία).
Ἐκυβέρνησε θεοφιλῶς τὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποία προφύλαξε ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ἰσχυρῶν φεουδαρχῶν, μέχρι τὸ 1390, κατὰ τὴν διάρκεια μιᾶς πολὺ δύσκολης περιόδου μετὰ τὴν ἧττα τῶν Σέρβων στὸ Κόσοβο.
Παραιτήθηκε καὶ πάλι ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο καὶ ἀποσύρθηκε, γιὰ νὰ ζήσει ὡς ἀσκητὴς καὶ πάλι στὸ Odrelo. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1400, σὲ ἡλικία ὀγδόντα ὀκτὼ ἐτῶν καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ μοναστήρι τοῦ Πεκίου ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Σάββα Ε’ (1396 – 1407). Ἡ κανονικὴ πράξη τῆς ἁγιοποιήσεώς του ἔγινε λίγα χρόνια ἀργότερα, ἐπὶ Πατριάρχου Δανιὴλ Δ’, τὸ 1407.



Ὁ Ἅγιος Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκώφ 

Ὁ Ἅγιος Συμεὼν (κατὰ κόσμον Σαμψών), Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκὼφ τῆς Ρωσίας, ἔζησε κατὰ τὸν 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρωσία. Ἐνῶ ἦταν ἀκόμη ἁπλὸς μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Χουτύνσκ, ἐξελέγη, τὸ 1415, λόγῳ τῆς πνευματικότητος τοῦ βίου του, Ἀρχιεπίσκοπος Νόβγκοροντ καὶ Πσκώφ. Ἀνήγειρε τοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πέτρου καὶ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴ θεάρεστη πολιτεία του. Ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1421 καὶ κατ’ ἄλλους τὸ 1429.Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τιμᾶται, ἐπίσης, στὶς 14 Φεβρουαρίου καὶ στὶς 4 Ὀκτωβρίου.



Ὁ Ἅγιος Ἰωνᾶς Μητροπολίτης Μόσχας 

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἰωνᾶ, Μητροπολίτου Μόσχας, τιμᾶται τὴν 31η Μαρτίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.




Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Θαυματουργός

Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Κυρίλλου τοῦ Θαυματουργοῦ, τιμᾶται τὴν 4η Φεβρουαρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.




Ὁ Ὅσιος Στέφανος τοῦ Ὀζέρο καὶ Κομὲλ Ρωσίας 

Ὁ Ὅσιος Στέφανος ἐγεννήθηκε στὴ γῆ τῆς Βολογκντὰ τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία εἰσῆλθε σὲ μονὴ καὶ ἐκάρη μοναχός. Μὲ τὶς εὐλογίες τῶν Πατέρων τῆς μονῆς ἀσκήθηκε περισσότερο καὶ ἀργότερα ἐγκατέστησε τὸ ἀσκητήριό του στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Κομὲλ ζώντας πολὺ σκληρὴ ἀσκητικὴ ζωή. Ἐκεῖ, τὸ 1534, ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1542.




Σύναξις τῶν Ἁγίων Σέρβων Νεομαρτύρων 

Οἱ Ἅγιοι Σέρβοι Νεομάρτυρες, οἱ ὁποῖοι ἑορτάζουν σήμερα, εἶναι: Οἱ Μητροπολίτες Ζάγκρεμπ Δοσίθεος, Μαυροβουνίου Ἰωαννίκιος, Σαράγιεβο Πέτρος, οἱ Ἐπίσκοποι Γκόνι – Κάρλοβιτς Σάββας, Μπαναλιούκας Πλάτων, οἱ ἱερομάρτυρες Ραφαὴλ ἐν Σισιβάτς (ἱερομόναχος), Μπράνκο Ντομπροσάλιεβιτς, Γεώργιος Μπόγκιτς, Δανιὴλ Μπάμπιτς, καὶ ὁ Μάρτυς Βουκαλὶν ἐξ Ἐρζεγοβίνης.



 Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου πέραν ἐν τοῖς Μαρανικίου ἢ Μαρινακίου 
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.


Δημοφιλείς αναρτήσεις