Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ ότι συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ. αλλ' ως ο Ληστής ομολογώ σοι. Μνήσθητι μου Κύριε, εν τη βασιλεία σου.

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΑΣΤΙΑΝΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ( ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ )

Δευτέρα 2 Ιουλίου 2012

20 Ιουνίου Συναξαριστής Μεθοδίου Ιερομ., Νικολάου Καβάσιλα, Καλλίστου Πατριάρχου, Των Δύο Ασκητών, Αθανασίου Οσίου, Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου της Οδηγήτριας,Κατάθεσις ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου, Θωμᾶ καὶ Λουκᾶ, τοῦ Μάρτυρος Λαζάρου καὶ τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου,Ἅγιοι Ἰννᾶς, Πιννᾶς καὶ Ριμμᾶς,Ἅγιος Σιλβέριος,Ὅσιος Ναούμ,Ἅγιος Μηνᾶς,Ἅγιος Γκλὲμπ,Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γουρία Ἀρχιεπισκόπου Καζάν.


Ὁ Ἅγιος Μεθόδιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ὀλύμπου

Εἶναι ἄγνωστο ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Μεθόδιος, ὁ ὁποῖος ἄθλησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ (284 – 305 μ.Χ.). Ὑπῆρξε κατ’ ἀρχὰς μὲν Ἐπίσκοπος τοῦ ἐν Λυκίᾳ Ὀλύμπου, ἔπειτα δὲ Ἐπίσκοπος Τύρου (τῆς Φοινίκης), κατ’ ἄλους δὲ Ἐπίσκοπος Φιλίππων τῆς Μακεδονίας.
Τὸ ἀναφερόμενο ὅτι διετέλεσε Ἐπίσκοπος Πατάρων εἶναι ἀναληθές, προελθὸν ἐκ τοῦ περὶ Ἀναστάσεως διαλόγου του, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χώρα στὰ Πάταρα. Διαπρεπὴς ἀρχιερεὺς καὶ πλατωνικὸς φιλόσοφος, διακρινόταν γιὰ τὴν ἐμμονή του στὴν πίστη καὶ τὴν παράδοση καὶ κατατάσσεται στοὺς κορυφαίους θεολόγους τῆς ἐποχῆς του, ἀγωνισθεὶς σφοδρῶς κατὰ τοῦ Ὠριγένους καὶ τῶν ὀπαδῶν αὐτοῦ.
Κατὰ τὸν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν κηρυχθέντα διωγμό, συνελήφθη καὶ ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο, τὸ 311 μ.Χ., στὴ «Χαλκίδα τῆς Ἑλλάδος καὶ οὐχὶ τῆς Συρίας», κατὰ νεώτερες ἐπιστημονικὲς ἔρευνες. Κατ’ ἄλλους, ἀσθενῶν, ἐφονεύθη διὰ μαχαίρας ὑπὸ ὑπηρέτου, τὸν ὁποῖο οἱ Ὠριγενιστὲς εἶχαν δώσει σὲ αὐτόν.


Ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης στὸν ἑορταστικὸ Κανόνα τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου (Ὠδὴ Γ’, τροπ. 1) ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς ἐπὶ τοῦ προκειμένου γιὰ τὸν Μεθόδιο: «Ἐπιπολάζουσαν ἰδών, τὴν Ὠριγένους ἀπάτην, ὡς ὑπάρχων ἄριστος ποιμήν, τῷ θείῳ πυρὶ συντόμῳ ἔφλεξας, πᾶσαν ἐκείνου τὴν ἀχλύν, τὴν ἀπαστράπτουσαν αἴγλην, ἅψας τῆς σοφίας σου, θεόληπτε».
Γιὰ τὸ μαρτυρικό του θάνατο ἐκφράζεται (Ὠδὴ Α’, τροπ. 3) κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο: «Στέφει τοῦ μαρτυρίου, ἱερωσύνης τε μύρῳ, παμμάκαρ κοσμούμενος, δι’ ἀμφοτέρων ἤστραψας, ὅθεν τῆς ἀληθεστάτης, καὶ θεοειδοῦς κληρουχίας τετύχηκας».
Ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Πατάρων ποὺ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἑορτάζεται τὴν 20η Ἰουνίου, ὅταν τελεῖται «ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Μεθοδίου ἐπισκόπου Πατάρων», πρόκειται δὲ γιὰ τὸν Ἅγιο Μεθόδιο Ὀλύμπου.
Τὸ συγγραφικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου Μεθοδίου ὑπῆρξε πλουσιώτατο, τὸ σπουδαιότερο δὲ ἔργο του, τὸ ὁποῖο ἀναδεικνύει καὶ ἀξιόλογο ποιητή, εἶναι τὸ ἀσκητικοῦ καὶ ἠθικοῦ περιεχομένου «Συμπόσιον τῶν δέκα παρθένων ἢ περὶ ἁγνείας».Ἄλλα ἔργα εἶναι «Περὶ τοῦ αὐτεξουσίου», «Περὶ ἀναστάσεως» ἢ «Ἀγλαοφῶν». Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ ἔργα του εἶναι: «Περὶ τῶν γενητῶν», «Ἑρμηνευτικαὶ πραγματεῖαι», «Περὶ βίου», «Ἐκ τῶν κατὰ Πορφυρίου» καὶ ἄλλα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.Θείαν μέθοδον, τῆς εὐσεβείας, ἐθησαύρισας, τῇ Ἐκκλησίᾳ, ὡς Ἱεράρχης καὶ Μάρτυς Μεθόδιε· σὺ γὰρ σοφίας τὸν πλοῦτον δρεψάμενος, ἀθλητικῶς τὸ σὸν τάλαντον ηὔξησας· Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.Ὡς πυρσὸν κτησάμενος τὴν θείαν γνῶσιν, ἐν ἀθλήσει ἔφανας, μυσταγωγὲ τῶν ὑπὲρ νοῦν, καταφαιδρύνων τοὺς ψάλλοντας· χαίροις ἐκφάντωρ τοῦ Λόγου Μεθόδιε.

Μεγαλυνάριον.Εὔσημος κιθάρα καὶ μελουργός, θείων διδαγμάτων, ἀνεδείχθης Ἱερουργέ· ὅθεν καὶ τῷ ξίφει, τμηθείς σου τὸν αὐχένα, ἀπέτεμες τὴν πλάνην, Πάτερ Μεθόδιε.




Κατάθεσις ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Ἀνδρέου, Θωμᾶ καὶ Λουκᾶ, τοῦ Μάρτυρος Λαζάρου καὶ τοῦ Προφήτου Ἐλισαίου

Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Πορφυρογέννητου (913 – 959 μ.Χ.) ἐδηλώθη σὲ αὐτὸν ὅτι σὲ κάποια σημεῖα τῆς Πόλεως κρύπτονται ἐσθῆτες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Ἔτσι, ἀφοῦ τὶς ἀνέλαβε, τὶς ἀποθησαύρισε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.



Οἱ Ὅσιοι δύο ἐρημίτες ἀσκητές

Οἱ Ὅσιοι αὐτοὶ ἐκοιμήθησαν μὲ εἰρήνη στὴν ἔρημο.




Οἱ Ἅγιοι Ἰννᾶς, Πιννᾶς καὶ Ριμμᾶς οἱ Μάρτυρες

Ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰννᾶ, Πιννᾶ καὶ Ριμμᾶ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 20η Ἰανουαρίου ὅπου καὶ ἡ μνήμη τους. Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1567 ἡ μνήμη αὐτῶν τιμᾶται καὶ σήμερα.




Ὁ Ἅγιος Σιλβέριος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Σιλβέριος εἶναι ἄγνωστος στοὺς Συναξαριστές. Διαδέχθηκε τὸ ἔτος 536 μ.Χ. τὸν Πάπα Ἀγαπητὸ ποὺ ἀπέθανε στὴν Κωνσταντινούπολη. Περιέπεσε στὴν ὀργὴ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας, διότι ἀρνιόταν νὰ ἀκυρώσει τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀγαπητοῦ γενόμενη καθαίρεση ὡς αἱρετικοῦ τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνθίμου, προστατευόμενου τῆς Θεοδώρας. Ἔτσι, ἀφοῦ ἐπείσθη ὁ Βελισσάριος, ποὺ τότε εὑρισκόταν στὴ Ρώμη, στὶς ραδιουργίες τῆς Θεοδώρας καὶ τὴ συκοφαντία τοῦ διακόνου Βιγιλίου ὅτι ὁ Ἅγιος Σιλβέριος ἦταν φίλος τῶν Γότθων, ἐξόρισε τὸν Ἅγιο στὰ Πάταρα τῆς Λυκίας καὶ ἀντ’ αὐτοῦ ἐγκατέστησε στὸ θρόνο τῆς Ρώμης τὸν Βιγίλιο.
Ὁ Ἅγιος ἀνακλήθηκε τῆς ἐξορίας ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανό, ὁ ὁποῖος ἐπληροφορήθηκε περὶ τῆς πλεκτάνης, ἀλλὰ ὁ Βιγίλιος κατόρθωσε νὰ ἐξορισθεῖ καὶ πάλι ὁ Ἅγιος στὸ νησὶ Παλμαρία ποὺ βρίσκεται ἀνατολικὰ τῆς Κορσικῆς. Ἐκεῖ ὁ Ἅγιος ἀπέθανε ἀπὸ τὴν πείνα, τὸ 538 μ.Χ.





Ὁ Ὅσιος Ναούμ

Ὁ Ὅσιος Ναοὺμ ἦταν μαθητὴς τῶν Ἁγίων Ἰσαποστόλων Κυρίλλου καὶ Μεθοδίου, ποὺ διέδωσαν κατὰ τὸ 886 μ.Χ. τὸ Χριστιανισμὸ στοὺς Σλάβους, συνήργησε δὲ καὶ αὐτὸς στὴ διάδοση τῆς πίστεως. Ἵδρυσε τὴ μονὴ στὴ λίμνη τῆς Λυχνιδοῦ (Ἀχρίδος) καὶ ἐκοιμήθηκε ὁσιακὰ μετὰ ἀπὸ μύριες διώξεις καὶ κακουχίες τῶν Φράγκων κληρικῶν καὶ τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν.




Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς Ἐπίσκοπος Πολὸκ τῆς Ρωσίας

Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς ἔζησε στὴ Ρωσία καὶ ἐξελέγη, τὸ 1105, Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Πολὸκ τῆς Ρωσίας. Ἀσ κήτεψε στὴ τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ 1116.




Ὁ Ἅγιος Γκλὲμπ πρίγκιπας τοῦ Βλαδιμήρ

Ὁ Ἅγιος Γκλέμπ, ποὺ ὀνομάσθηκε κατὰ τὴ βάπτισή του Γεώργιος, ἔζησε κατὰ τὸν 12ο αἰώνα μ.Χ. Ἦταν ὁ νεώτερος υἱὸς τοῦ ἡγεμόνος Ἀνδρέου Μπογκολιούμπσκϊυ († 4 Ἰουλίου) καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία, νουθεσία Κυρίου.
Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ἐπιδόθηκε στὴ μελέτη τοῦ θείου λόγου, τὴ φιλανθρωπία, τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή. Ἐκοιμήθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία (19 ἐτῶν), τὸ 1174, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαδιμίρ. Θεωρεῖται θαυματουργὸς καὶ προστάτης τῆς πόλεως τοῦ Βλαδιμίρ.




Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως


Ο Άγιος Κάλλιστος ἐγεννήθηκε περὶ τὰ τέλη τοῦ 13ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ προγυμνάσθηκε στὸ μοναχικὸ βίο καὶ τὴ θεωρία τοῦ ἡσυχασμοῦ στὴ Σκήτη τοῦ Μαγουλᾶ. Ἐδῶ συναντήθηκε μὲ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο τὸ Μετεωρίτη, τὸν ὁποῖο ἐβοήθησε νὰ κτίσει τὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὰ Μετέωρα. Ἐμφορούμενος ἀπὸ πνεῦμα
συνέσεως, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης ὁ μοναχὸς Κάλλιστος, ἔγινε μαθητὴς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, τὸ βίο τοῦ ὁποίου καὶ συνέγραψε.
Ἡ ἐμφύλια διαμάχη ποὺ εἶχε ξεσπάσει στὸ Βυζάντιο μεταξὺ αὐτοκρατόρων προξένησε μεγάλες συμφορὲς σὲ ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἡ ἐρήμωση τόσο τῶν νησιῶν ὅσο καὶ τῶν μικρῶν πόλεων ἐξαιτίας τῶν ληστρικῶν ἐπιδρομῶν καὶ τῶν πολεμικῶν ἐπιχειρήσεων διόγκωσε τὴν κοινωνικὴ ἐξαθλίωση.
Τὸ 1342, ἡ Ἱερὰ Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους συγκροτεῖ ἐπιτροπὴ εἰρηνεύσεως καὶ συνδιαλλαγῆς, τὴν ὁποία στέλνει στὴν Κωνσταντινούπολη, προκειμένου νὰ συμφιλιώσει τοῦ αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου Ἰωάννη Καντακουζηνὸ (1347 – 1354) καὶ Ἰωάννη Παλαιολόγο (1341 – 1391). Ἡγετικὴ φυσιογνωμία αὐτῆς τῆς ἐπιτροπῆς ἦταν ὁ ἐνάρετος ἱερομόναχος Κάλλιστος, ποὺ ἐντυπωσίασε, παρὰ τὸ ἀτελέσφορο τῆς εἰρηνευτικῆς προσπάθειας, τοὺς ἀντιμαχόμενους βασιλεῖς.
Ἀργότερα ὁ ἱερομόναχος Κάλλιστος διόρίζεται ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Κοινότητα μέλος τῆς ἐπιτροπῆς τοῦ ἀντιαιρετικοῦ κατὰ τῶν Βογομίλων ἀγώνα, τὴν κακόδοξη διδασκαλία τῶν ὁποίων ἀνέκοψε στὰ πρῶτά της βήματα.
Μετὰ τὴν παραίτηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Ἰσιδώρου, τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο κόσμησε ὁ ἁγιορείτης ἱερομόναχος Κάλλιστος, ὕστερα ἀπὸ πρόταση τοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ. Στὶς 10 Ἰουνίου τοῦ 1350 γίνεται ἡ ἐκλογὴ καὶ ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου Α’, ποὺ ἐπατριάρχευσε ὥς τὸ 1353, ὁπότε, ἀπεκδύθηκε ἑκουσίως τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα καὶ ἔζησε ἀρχικὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, στὴν Κωνσταντινούπολη.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς ἐζήτησε ἐπίσημα τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πατριαρχικὸ θρόνο. Ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος ὅμως, θεματοφύλακας τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ νομιμότητος, ἀποποιήθηκε τὴν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ μετέβη στὴν Τένεδο.
Ἀξιομνημόνευτη πατριαρχικὴ πράξη κατὰ τὸ διάστημα τῆς πρώτης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου Καλλίστου εἶναι ἡ ἔκδοση σιγιλίου, τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1350, κατὰ τῶν προστρεχόντων στοὺς μάγους, γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τὴν ἐκφυλιστικὴ πνευματικὴ κατάσταση τοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε τὴν ἀρχή της στὴν πνευματικὴ ἔνδεια τοῦ κλήρου.
Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1351 ὁ Ἅγιος, προκειμένου νὰ προστατέψει τὴν πνευματικὴ ἑνότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, συγκάλεσε τοπικὴ Σύνοδο στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ καταδίκασε τὶς κακοδοξίες τῶν ἀντιησυχαστῶν Βαρλαὰμ καὶ Ἀκινδύνου καθὼς καὶ τοὺς πρεσβεύοντες τὶς ἴδιες δοξασίες μητροπολίτες Ἐφέσου καὶ Γάνου. Τὸ 1352 δὲν ἐδίστασε νὰ ἀφορίσει τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο, ποὺ εἶχε παράνομα συσταθεῖ ἀπὸ τὸ Σέρβο ἡγεμόνα Στέφανο Δουσάν, προκειμένου νὰ κρατήσει ἑνωμένη τὴν Ἁγία τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία.
Μετὰ τὴν ἑκούσια ἀπομάκρυνση τοῦ Ἁγίου Καλλίστου ἀπὸ τὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Καντακουζηνὸς συγκάλεσε Σύνοδο, ποὺ ἐκήρυξε ἔκπτωτο τὸν Κάλλιστο καὶ ἐξέλεξε στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο τὸ Μητροπολίτη Ἡρακλείας Φιλόθεο Κόκκινο (1353 – 1354).
Ἡ εἴσοδος στὴν πρωτεύουσα, τὸ Νοέμβριο τοῦ 1354, δυνάμεων φιλικὰ προσκείμενων στὸν αὐτοκράτορα Ἰωάννη Ε’ Παλαιολόγο, ἐσήμανε οὐσιαστικὰ τὸ τέλος τοῦ ἐμφυλίου πολέμου καὶ τὴν ἄνοδο, τὸ χειμώνα τοῦ 1355, στὸν οἰκουμενικὸ θρόνο, γιὰ δεύτερη φορά, τοῦ Ἁγίου Καλλίστου. Κατὰ τὸ χρονικὸ διάστημα τῆς δεύτερης πατριαρχείας του ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦν: α) ἡ ἔκδοση συνοδικοῦ τόμου, ποὺ ἀπαγόρευε τὰ συνοικέσια ἀνάμεσα σὲ μικρὰ παιδιά, καὶ β) ἡ μείζονος σημασίας πατριαρχικὴ διδασκαλία πρὸς τοὺς Βουλγάρους ἱερεῖς καὶ μοναχούς, ποὺ ἐβάπτιζαν κακῶς, μὲ μία μόνο κατάδυση καὶ ραντισμό, ἐνῶ τὸ Ἅγιο Μύρο ἀντικαθιστοῦσαν μὲ Μύρο ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ τοῦ Ἁγίου Βαρβάρου.
Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς δεύτερης πατριαρχείας τοῦ Ἁγίου, ἱδρύθηκαν τὰ μοναστήρια Παντοκράτορος καὶ Σίμωνος Πέτρας στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Τὸ τέλος τοῦ ἐμφύλιου σπαραγμοῦ στὴ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία δὲν ἔφερε καὶ τὴν εἰρήνη στὴν ἐπικράτειά της. Ἡ ἡμισέληνος ὡς δρέπανο θανάτου ἐθέριζε τὰ στάχυα τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ καλλίκαρπα μέρη τοῦ Ἕβρου.Οἱ Τοῦρκοι, ποὺ ἦλθαν ὡς σύμμαχοι τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ στὰ Βαλκάνια, ἔφτιαξαν ἰσχυρὰ προγεφυρώματα στὴ Θράκη καὶ μὲ ἕδρα τὸ Διδυμότειχο, τὴν Ἀδριανούπολη καὶ τὴ Φιλιππούπολη κατέστρεφαν τὴν ὕπαιθρο χώρα, ἐφαρμόζοντας συστηματικὰ μέτρα ἐποικισμοῦ. Ἡ ἀντιμετώπιση αὐτῆς τῆς καταστάσεως ἀπαιτοῦσε τὴ συνένωση τῶν χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς Βαλκανικῆς. Ὁ Ἅγιος Κάλλιστος ἡγήθηκε μιᾶς αὐτοκρατορικῆς πρεσβείας πρὸς τὴν ἡγεμόνα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ, μὲ ἀντικειμενικὸ σκοπὸ τὴ συμμαχία τῶν Σερβικῶν καὶ τῶν Βυζαντινῶν δυνάμεων, γιὰ νὰ ἀναχαιτισθεῖ ὁ τουρκικὸς ἐπεκτατισμὸς στὴ Θράκη.
Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης καὶ ἡ συνοδεία του, ἀφοῦ προσκύνησαν στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἔφτασαν στὴν πόλη τῶν Σερρῶν στὶς ἀρχὲς Ἰουνίου τοῦ 1364, ὅπου τοὺς ὑποδέχθηκε φιλόφρονα ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων Ἐλισάβετ. Ὅμως, ὁ Πατριάρχης Κάλλιστος Α’ ἀσθένησε ἀπὸ λοιμώδη νόσο καὶ ἐτελείωσε τὸ βίο του ἀπρόοπτα στὴν πόλη τῶν Σερρῶν.
Ἡ θλιβερὴ εἴδηση τοῦ ἀπρόοπτου τέλους τῆς ζωῆς τοῦ Πατριάρχου διέτρεξε τὰ ὅρια τῆς αὐτοκρατορίας. Ἐπιτροπὲς ἀπὸ τὰ σπουδαιότερα μοναστήρια τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ μάλιστα τῆς Λαύρας, ἦρθαν στὶς Σέρρες καὶ ἐζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἐλισάβετ τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου προκειμένου νὰ τὸ μεταφέρουν στὴ μητρόπολη τοῦ Ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἡγεμονίδα τῶν Σέρβων δὲν ἐκάμφθηκε ἀπὸ τὶς παρακλήσεις τῶν μοναχῶν, λέγοντάς τους πὼς θὰ κρατήσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια καὶ ἡ πόλη τῶν Σερρῶν τὴν ἁγία του προστασία.Ἡ ἡγεμόνας Ἐλισάβετ ἐνταφίασε μὲ μεγαλοπρέπεια τὸν Πατριάρχη στὴ Μητρόπολη τῶν Σερρῶν.
Ἀσφαλεῖς ἐνδείξεις βεβαιώνουν πὼς τὸ μεγαλοπρεπὲς παρεκκλήσι, ἀριστερὰ τῆς εἰσόδου τοῦ Ἱεροῦ Μητροπολιτικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Θεοδώρων, στεγάζει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου Καλλίστου.



Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας

Ὁ Ὅσιος Νικόλαος Καβάσιλας ἐγεννήθηκε στὴ Θεσσαλονίκη κατὰ τὸ 1322 ἢ 1323 καὶ τὸ πατρικὸ ἐπώνυμό του ἦταν Χαμαετός. Ἡ ἐπιφανὴς οἰκογένειά του, προερχόμενη πιθανῶς ἀπὸ τὴν Ἤπειρο, ἀνέδειξε πολλὲς ἀξιόλογες προσωπικότητες ἀπὸ τὸν 14ο αἰώνα καὶ ἔπειτα.
Ἡ Θεσσαλονίκη ἦταν αὐτὴ τὴν ἐποχὴ «μητρόπολις τῆς φιλοσοφίας», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ὅσιος Νικόλαος στὸ Ἐγκώμιό του στὸν Ἅγιο Δημήτριο, καὶ διακρινόταν γιὰ τὶς ἀξιόλογες σχολές της. Τοῦτο ὅμως δὲν ἀπέτρεψε τὸν Νικόλαο ἀπὸ τὸ ν’ ἀναχωρήσει, ἔφηβος ἀκόμη, στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ συνέχιση τῶν σπουδῶν του. Στὶς σπουδές του συμπεριέλαβε τὴ ρητορική, τὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες καὶ τὴ θεολογία.
Κατὰ τὴν ἔναρξη τοῦ ἐμφυλίου πολέμου φαίνεται ὅτι ὁ Ὅσιος, λόγῳ νεαρῆς ἡλικίας, δὲν ἔλαβε ἐνεργὸ μέρος. Τὸ ἑπόμενο ὅμως ἔτος (1342) ἀπεφάσισε νὰ ἐπιστρέψει στὴ γενέτειρά του, ὅπου εὑρέθηκε σὲ μία διάσπαση χειρότερη ἀπὸ αὐτὴ τῆς πρωτεύουσας. Οἱ ταραχὲς τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχαν δώσει τὴν ἀφορμὴ τῆς κινητοποιήσεως τῶν δυνάμεων στὰ μεγάλα ἀστικὰ κέντρα.
Στὴ Θεσσαλονίκη οἱ εὐγενεῖς ἐτάχθηκαν στὸ πλευρὸ τοῦ Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, ἐνῶ ὁ λαός, συγκινούμενος πάντοτε ἀπὸ τὸ δράμα μιᾶς χήρας βασίλισσας καὶ ἑνὸς ἀνήλικου διαδόχου, τῶν ὁποίων κινδυνεύουν τὰ δίκαια, ἐτάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ Ἰωάννου Παλαιολόγου.
Τὰ αἰσθήματα αὐτὰ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ τοῦ νομίμου βασιλέως ἐκμεταλεύθηκαν μερικοὶ φιλόδοξοι δημοκόποι, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν τοὺς Ζηλωτές, γιὰ νὰ τὸν ξεσηκώσουν σὲ ἐπανάσταση.
Ἔτσι, ὅταν ὁ Καντακουζηνὸς ἐζήτησε τὴ βοήθεια τοῦ ἀναποφάσιστου διοικητοῦ τῆς πόλεως Θεοδώρου Συναδηνοῦ, οἱ Ζηλωτές, μὲ ὑψωμένο τὸ σύμβολο τοῦ σταυροῦ, ἐπαναστάτησαν καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρες σφαγῶν καὶ λεηλασιῶν κατέλαβαν τὴν ἐξουσία τὸν Ἰούλιο τοῦ 1342, ἐνῶ ὁ Συναδηνὸς μὲ 1.000 εὐγενεῖς κατέφυγε στὸ Γυναικόκαστρο.
Ἡ ἀπομόνωση τῆς πόλεως ὁδήγησε τὴ μεγάλη πλειονότητα τῶν κατοίκων της νὰ ζητήσει συμβιβασμὸ μὲ τὸν Καντακουζηνὸ καὶ τὸ 1345 στάλθηκε στὸν ἀντιπρόσωπό του στὴ Βέροια ἐπιτροπὴ ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸν Νικόλαο Καβάσιλα καὶ τὸν Γεώργιο Φαρμάκη.
Μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ Καντακουζηνοῦ, τὸ 1347, ὁ Νικόλαος προσκλήθηκε στὴν Κωνσταντινούπολη ἀπὸ τὸν Δημήτριο Κυδώνη, προφανῶς κατ’ ἐντολὴ τοῦ αὐτοκράτορος, καὶ ἔκτοτε ἀρχίζει τὸ πολιτικό του στάδιο ποὺ δὲν φαίνεται νὰ κράτησε περισσότερο ἀπὸ ἑπτὰ χρόνια. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξετίμησε τόσο πολὺ τὶς ἰκανότητες τοῦ νέου, ὥστε τὸν κατέστησε μαζὶ μὲ τὸν Κυδώνη κύριο σύμβουλό του.
Ἐξ ἄλλου, ὑπῆρχε ἡ ἀγαθὴ συγκυρία ὅτι ὁ νέος Πατριάρχης Ἰσίδωρος (1347 – 1349) ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους διδασκάλους του στὴ Θεσσαλονίκη. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1347, μαζὶ μὲ ἄλλους συνόδευσε τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ στὸ ταξίδι του πρὸς τὴ Θεσσαλονίκη γιὰ τὴν ἐνθρόνιση, ἀλλὰ δὲν ἔγινε δεκτὸς ἀπὸ τοὺς Ζηλωτές. Ἔτσι ἀπεχώρησαν μαζὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁ Καβάσιλας ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη.
Εἶναι πιθανὸν ὅτι ἀργότερα συνόδευσε τὸν Καντακουζηνὸ κατὰ τὴν ἐκστρατεία του ποὺ ἔθεσε τέρμα στὴν ἀνταρσία τῶν Ζηλωτῶν (1350).
Μετὰ τὸ 1354, ὁ Καβάσιλας ἀσχολήθηκε μὲ τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα στὸ πλευρὸ τοῦ Πατριάρχου Φιλοθέου (1353 – 1355, 1364 – 1376). Τὸ 1362, ἐπέστρεψε στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου προσπάθησε νὰ θέσει ὑπὸ ἔλεγχο μέρος τῆς περιουσίας του, ποὺ εἶχε ἀπομείνει μετὰ τὶς ἁρπαγὲς τῶν Ζηλωτῶν καὶ τῶν Σέρβων.
Μόλις ἔφθασε ἐκεῖ, ἐπληροφορήθηκε τὸν πρόσφατο θάνατο τοῦ πατέρα του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ πατέρα του, καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος ἔζησε τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου τοῦ θείου του Νείλου, Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης. Ἡ μητέρα του ἔπειτα εἰσῆλθε ως μοναχή στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Θεοδώρας.
Δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν ὁ Ὅσιος Νικόλαος εἶχε λάβει ἱερατικὴ χειροτονία, ἂν καὶ οἱ γνώσεις του καὶ ὁ τρόπος ἐκφράσεως στὰ δύο κύρια συγγράμματά του προϋποθέτουν κληρικὴ ἰδιότητα. Φυσικὰ στηρίζεται σὲ σύγχυση ἡ παλαιὰ καὶ νέα ἄποψη ὅτι διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὀφειλόμενη κυρίως στὸ γεγονὸς ὅτι καὶ ὁ θεῖος του Νεῖλος ἔφερε ὡς κοσμικὸς τὸ ὄνομα Νικόλαος. Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ θεωρηθεῖ βέβαιο εἶναι ὅτι ἦταν μοναχός, πιθανῶς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς εἰσόδου τῆς μητέρας του στὸ μοναχικὸ βίο, ποὺ συμπίπτει μὲ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴ δεύτερη ἄνοδο τοῦ Φιλοθέου στὸν Πατριαρχικὸ θρόνο. Κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ βίου του ἐζοῦσε στὴ μονὴ τῶν Μαγγάνων καὶ ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, περὶ τὸ 1392.
Ὁ Γεώργιος Σχολάριος παρατήρησε ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Ὁσίου Νικολάου Καβάσιλα εἶναι ἕνα στολίδι: «κόσμος εἰσὶ τῇ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίᾳ». Διακρινόταν δὲ γιὰ τὴ γνησιότητα τοῦ θρησκευτικοῦ φρονήματος τὸ ὁποῖο προβάλλουν, τὴ θέρμη καὶ τὸ βάθος τῆς πίστεως.
Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτὰ φέρει τὸν τίτλο Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἡ Θεία Λειτουργία γιὰ τὸν Ὅσιο, ὅπως γιὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία, ἡ θυσία τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ Χριστὸς εἶναι συγχρόνως θύτης, θύμα, προσδεχόμενος. Ἀπὸ αὐτὸ ξεκινᾶ γιὰ νὰ τονίσει ὄτι ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βασικὴ ὁδὸς γιὰ τὴν πνευματικὴ μεταποίηση τοῦ κόσμου.
Στὸ ἔργο Περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς προσφέρει μία ἀνατομία τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὴν ὁποία τοποθετεῖ στὰ πλαίσια τῆς Ἐνανθρωπήσεως, συνεχιζόμενης καὶ ἐπαναλαμβανόμενης στὰ τρία βασικὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρῶτο βιβλίο, ἡ πνευματικὴ ζωὴ ὁρίζεται ὡς ζωὴ ἐν Χριστῷ καὶ δηλώνεται ὅτι ἐξαρτᾶται ἀπὸ δύο παράγοντες, τὸν θεῖο καὶ τὸν ἀνθρώπινο.
Ἡ προσφορὰ τοῦ θείου παράγοντος, πραγματοποιούμενη διὰ τῶν τριῶν μυστηρίων ποὺ ἀποτελοῦν ἐπέκταση καὶ πολλαπλασιασμὸ τοῦ ἑνιαίου μυστηρίου τῆς Ἐνανθρωπήσεως, ἐξετάζεται στὰ τρία ἑπόμενα βιβλία, δεύτερο (βάπτισις, λουτρό), τρίτο (χρίσμα, μύρο) καὶ τέταρτο (θεία εὐχαριστία, τράπεζα).
Στὸ πέμπτο βιβλίο, ως παράρτημα, ἀναπτύσσεται ὁ συμβολισμὸς τῶν ἐγκαινίων τοῦ ναοῦ καὶ στὸ πρόσθετο τμῆμα του ἐξηγεῖται ἡ ἀρχὴ τῆς συνεργίας τῶν δύο παραγόντων. Ἡ προσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς νοήσεως καὶ τῆς βουλήσεως ἐξετάζεται στὰ δύο τελευταῖα βιβλία, ἕκτο καὶ ἕβδομο.Ὁ Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας συνέγραψε καὶ ἄλλα φιλοσοφικά, ἑρμηνευτικὰ καὶ κοινωνικὰ κείμενα, πανηγυρικοὺς λόγους, ἐπιστολὲς καὶ ἐπιγράμματα.



Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γουρία Ἀρχιεπισκόπου Καζάν

Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Γουρία, Ἀρχιεπισκόπου Καζάν, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τὴν 5η Δεκεμβρίου.
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς ἀνακομιδῆς τῶν τιμίων λειψάνων του.



Σύναξις Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς «Μοντένᾳ» ἐν Ρωσία

Ἡ ἱερὴ εἰκόνα τῆς Θεομήτορος, στὴν ὁποία ἡ Παναγία διακρίνεται ὁλόσωμη, ἔχει δύο προσωνύμια: πρῶτον, τῆς Μοντένα, τῆς Ἰταλικῆς πόλεως ἀπὸ τὴν ὁποία τὸ 1717 ὁ Ρῶσος στρατηγὸς Βόρις Πέτροβιτς Σερεμέτιεφ τὴν πῆρε γιὰ νὰ τὴ μεταφέρει στὴν πατρίδα του, καὶ δεύτερον, τοῦ Κοζίνο, δηλαδὴ τῆς ὁμωνύμου κωμοπόλεως στὰ περίχωρα τῆς Μόσχας, ὅπου φυλάσσεται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις