Ὁ Ἅγιος Νήφων Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Νήφων, καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο. Τοὺς γονεῖς του τοὺς ἔλεγαν Μανουὴλ καὶ Μαρία. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Νικόλαος.
Ἀκολούθησε ἕναν μοναχό, ὁ ὁποῖος ὀνομαζόταν Ἀντώνιος καὶ χρίστηκε καὶ αὐτὸς μοναχός.
Τὴν μοναχική του ζωὴ τὴν ξεκίνησε στὴν Ἐπίδαυρο ἀλλάζοντας τὸ κοσμικό του ὄνομα σὲ Νήφων. Ὅταν ὁ μοναχὸς Ἀντώνιος ἀπεβίωσε, ὁ Νήφων πῆγε στὸ κάστρο τῆς Βᾶρδας. Ἐκεῖ γνώρισε τὸν ἐνάερο Ἁγιορείτη Ζαχαρία, τὸν ὁποῖο ἀκολούθησε καὶ ἔτσι ἐγκαταστάθηκε στὴν Μονὴ τῆς Θεοτόκου, στὴν Ἀχρίδα.
Ὅταν ὁ Ζαχαρίας ἐκλέχτηκε ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδας, ὁ Νήφων ἀποσύρθηκε στὴν Μονὴ Διονυσίου στὸ Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ στὴ συνέχεια ἱερέας. Στὴ συνέχεια κλήθηκε νὰ γίνει Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης καὶ μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ζαχαρία ἀνέλαβε τὸν Οἰκουμενικὸ θρόνο.
Ὁ Νήφων ἀνέβηκε συνολικὰ δυὸ φορὲς στὴ θέση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀχρίδας. Τὴν τρίτη φορὰ ποὺ τοῦ προτάθηκε νὰ ἐπανενθρονηστεῖ, ἀρνήθηκε καὶ ἀποσύρθηκε στὴ Μονὴ ὅπου καὶ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ἔργοις ἔλαμψας, τῆς εὐσέβειας, πᾶσαν ηὔγασας, τὴν Ἐκκλησίαν, τῆς ταπεινώσεως τρόποις ὑψούμενος· ἀσκητικῶς δοξασθεῖς γὰρ ἐν Ἄθωνι, Πατριαρχῶν καλλονὴ ἐχρημάτισας. Νήφων ἔνδοξε, θείων χαρίτων ἔμπλησον, τοὺς πίστει καὶ πόθῳ σε μεγαλύνοντας.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς Ἐκκλησίας λύχνος ὤφθης παμφαέστατος
Τῇ καθαρότητι σοφὲ τῆς πολιτείας σου
Τὰς τοῦ Πνεύματος ἐλλάμψεις καταπλουτήσας·
Ἀλλ’ ὡς σκεῦος ἀρετῶν καὶ ὑπωτύπωσις
Καθοδήγησον ἡμᾶς πρὸς βίον κρείττονα
Τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Νύφων Πατὴρ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Τῶν Ἀρχιερέων τὴν καλλονήν, καὶ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν φωστῆρα τὸν φαεινόν, τὸ τοῦ Ἄθω κλέος, καὶ ἀρετῶν τὸν πλοῦτον, τιμῶμέν σε ἐκ πόθου, Νήφων Πατὴρ ἡμῶν.
Ὁ Ἅγιος Εὖπλος ὁ Μεγαλομάρτυρας ὁ Διάκονος
Ἔζησε στὰ τέλη τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ., ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Διοκλητιανός.
Γεννήθηκε στὴν Κατάνη τῆς Σικελίας, ὅπου ἦταν καὶ διάκονος τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας. Θερμὸς κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου ὁ Εὖπλος, προσπαθοῦσε νὰ στερεώσει τὴν πίστη τῶν διωκόμενων χριστιανῶν καὶ τοὺς προέτρεπε νὰ προτιμοῦν τὰ πιὸ φρικτὰ μαρτύρια παρὰ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Διότι «εἰ ὑπομένομεν, καὶ συμβασιλεύσομεν εἰ ἀρνούμεθα. Κακεῖνος ἀρνήσεται ἡμᾶς». Ἐάν, δηλαδή, δείχνουμε ὑπομονή, τότε καὶ θὰ βασιλεύσουμε μαζὶ μ’ Αὐτὸν (τὸν Χριστό). Ἐάν, ὅμως, Τὸν ἀρνούμαστε, καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς ἀρνηθεῖ.
Οἱ εἰδωλολάτρες, βλέποντας αὐτὴ τὴν δραστηριότητα τοῦ Εὔπλου, τὸν κατήγγειλαν στὸν Ἔπαρχο Καλβισιανό. Αὐτὸς προσπάθησε μὲ συζήτηση νὰ πείσει τὸν Εὖπλο ὅτι ἦταν μωρία νὰ πιστεύει στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ ἔπρεπε τὸ συντομότερο νὰ Τὸν ἀρνηθεῖ. Ὁ Εὖπλος ἀκαταμάχητος συζητητής, διέλυσε ἕνα πρὸς ἕνα ὅλα τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἐπάρχου.
Ὁ Καλβισιανός, ἀφοῦ εἶδε ὅτι δὲν τὰ ἔβγαζε πέρα μὲ τὸν Εὖπλο, διέταξε καὶ τοῦ ἔσχισαν τὶς σάρκες μὲ σιδερένια νύχια. Κατόπιν τοῦ ἔσπασαν τὶς κνῆμες μὲ σφυριὰ καὶ στὸ τέλος τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἐνῷ ὁ Εὖπλος ἐξακολουθοῦσε νὰ μὴν ἀρνεῖται τὸ Χριστό, μέχρι καὶ τὴν τελευταία του πνοή.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάβαλε.
Ὡς θεῖος διάκονος, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, ὁσίως διήγαγες, τὰ πρὸς Θεὸν καὶ πιστῶς, καὶ ἤθλησας ἄριστα· σὺ γὰρ ἐν τῷ πελάγει, τῶν ποικίλων ἀγώνων, εὔπλοος ἀνεδείχθης, παμμακάριστε Εὖπλε.
Καὶ νῦν ἡμᾶς πρὸς λιμένα, θεῖον κυβέρνησον.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Τοὺς νόμους τοῦ Χριστοῦ, ταῖς χερσὶ περιφέρων, ἐπέστης ἐκβοῶν, τοῖς ἐχθροῖς ἐν σταδίῳ· Αὐτόκλητος πάρειμι, ἐναθλήσων στερρότατα· ὅθεν κλίνας σου, περιχαρῶς τὸν αὐχένα, ὑποδέδεξαι, τὴν ἐκτομὴν τὴν τοῦ ξίφους, τελέσας τὸν δρόμον σου.
Μεγαλυνάριον.
Ἄθλους διανύσας μαρτυρικούς, καὶ λύθροις αἱμάτων, πορφυρώσας τὴν σὴν στολήν, τῷ Χριστῷ παρέστης, ὡς Μάρτυς τροπαιοῦχος, ὦ Εὖπλε Διακόνων, τὸ ἐγκαλλώπισμα.
Ἐγκαίνια Ἱεροῦ Ναοῦ Θεοτόκου τῆς Ἐλεούσης
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Οἱ Ἅγιοι Νεόφυτος, Ζήνων, Γάϊος, Μᾶρκος, Μακάριος καὶ Γαϊανὸς οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
«Τελεῖται δὲ ἡ αὐτῶν Σύναξις ἐν τῷ ἐξαέρῳ οἴκῳ τῶν Ἁγίων καὶ ἐνδόξων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ ἐν τῆς Δαρείου».
Ὁ Ὅσιος Πασσαρίων
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ἀνάμνηση Θαύματος Ἁγίου Σπυρίδωνα
Πρόκειται γιὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Ἀγαρηνῶν μὲ θαυματουργικὸ τρόπο ἀπὸ τὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ὅταν αὐτοὶ ἀπειλοῦσαν μὲ ὁλοκληρωτικὴ καταστροφὴ τὴν Κέρκυρα τὸ 1716.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἐπέστης καὶ ἔσωσας, ἐπιδρομῆς χαλεπῆς, τὴν νῆσόν σου Κέρκυραν, τὴν προσπεσοῦσαν θερμῶς, τῇ θείᾳ πρεσβεῖᾳ σου. Ὅθεν θαυματοφόρε, Ἱεράρχα Σπυρίδων, αἶνον εὐχαριστίας, σοὶ προσᾴδοντες πίστει, δεόμεθα τοῦ ῥύεσθαι ἀεί, ἡμᾶς ἐκ πάσης θλίψεως.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῷ τῆς Κερκύρας νῦν προμάχῳ ὑπανοίγωμεν
Ὡς τροπαιούχῳ νικητῇ τὰ αἰσθητήρια
Ἀνακράζοντες οἱ δοῦλοί σου, θεοφόρε,
Σοὶ τῷ ἔχοντι ἀεὶ τὸ εὐσυμπάθητον·
Ἐκ βαρβάρων, ὦ Σπυρίδων, περιφρούρησον
Τοὺς κραυγάζοντας, χαίροις Πάτερ ἀήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Τῶν θαυμάτων πέλαγος γεγονώς, πάσης τρικυμίας, ἐν θαλάσσῃ τε καὶ
ἐν γῇ, μέγιστε Σπυρίδων, διάσωζαι εὐχαῖς σου, τοὺς ἐπικαλουμένους, μέγα σὸν ὄνομα.
Οἱ Ἅγιοι Ἀναστάσιος Πανερὰς καὶ Δημήτριος ὁ Μπεγιάζης οἱ Μάρτυρες
Οἱ καλλίνικοι αὐτοὶ Ἅγιοι Νεομάρτυρες τοῦ Χριστοῦ, ὁ μὲν Ἀναστάσιος, ἡλικίας 20 χρονῶν, καταγόταν ἀπὸ τοὺς Ἀσωμάτους, ὁ δὲ Δημήτριος, 18 χρονῶν, ἀπὸ τὴν Ἁγιάσο τοῦ νησιοῦ Λέσβου.
Μαρτύρησαν καὶ οἱ δύο γιὰ τὴν Ἁγία Πίστη τοῦ Χριστοῦ στὸν Κασαμπᾶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ ἔτος 1816 ἢ 1819. Οἱ νεομάρτυρες αὐτοί, ἔκαναν στὸν Κασαμπᾶ τὸ ἐπάγγελμα τοῦ καλαθοποιοῦ, πιθανῶς μάλιστα νὰ ἦταν καὶ συγγενεῖς. Ἀλλὰ συγχρόνως μὲ τὴν ἐξάσκηση τοῦ ἐπαγγέλματός τους, κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο στοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὸν Τούρκικο ζυγό. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο οἱ Τοῦρκοι τοὺς συνέλαβαν, τοὺς φυλάκισαν καὶ τοὺς βασάνισαν φρικτά. Ἐπειδὴ ὅμως συνέχιζαν νὰ ὁμολογοῦν καὶ νὰ κηρύττουν τὴν πίστη τους, τοὺς ἀπαγχόνισαν κάτω ἀπὸ ἕναν πλάτανο.
Στὸ ὄνομα καὶ τῶν δυὸ Ἁγίων, ἀνεγέρθηκε στὴν Ἁγιάσο μεγαλοπρεπὴς ναός, ὅπου καὶ γιορτάζεται ἡ μνήμη τοὺς, στὶς 11 Αὐγούστου.
Οἱ Ἅγιοι Βασίλειος καὶ Θεόδωρος οἱ Ὁσιομάρτυρες ἐν τῷ Σπηλαίῳ
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ὁσιομαρτύρων.
Η Ἁγία Ἰᾶς ἡ Μάρτυς
Ἡ Ἅγια αὐτή, ἐνῷ ἦταν γριά, αἰχμαλωτίσθηκε ἀπὸ τοὺς Πέρσες μαζὶ μὲ 9.000 χριστιανούς, ποὺ βασανίστηκαν ποικιλοτρόπως. Μαζὶ λοιπὸν μὲ αὐτούς, στάθηκε καὶ ἡ Ἁγία μπροστὰ στοὺς ἀρχιμάγους τοῦ βασιλιὰ τῆς Περσίας καὶ τιμωρήθηκε μὲ διάφορα βασανιστήρια.
Τελικὰ τὴν ἀποκεφάλισαν. Ἡ παράδοση λέει ὅτι, ὅταν τὴν ἀποκεφάλισαν ἡ γῆ ἐκείνη, ποὺ δέχτηκε τὸ αἷμα της, φούσκωσε καὶ ὑψώθηκε ὑπερφυσικά.
Οἱ δὲ δήμιοι, ποὺ τὴ βασάνισαν, παράλυσαν καὶ τυφλώθηκαν, καὶ ὁ ἀέρας γέμισε ἀπὸ θαυμάσια εὐωδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου