Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ ότι συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ. αλλ' ως ο Ληστής ομολογώ σοι. Μνήσθητι μου Κύριε, εν τη βασιλεία σου.

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΑΣΤΙΑΝΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ( ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ )

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)


• Μετά την αθεϊστικήν Επανάστασιν του 1917 εις Ρωσίαν, ένα τμήμα της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εξήλθε της χώρας και διεσπάρη εις όλας σχεδόν τας ηπείρους της υφηλίου, οργανωθέν Πατριαρχικαίς ευλογίαις ως Ανεξάρτητος Εκκλησιατική Δικαιοδοσία μετά Συνόδου Ιεραρχίας, Κλήρου, Μοναχισμού και πολυπληθούς Ποιμνίου. • Η ούτως αποκληθείσα «Ρωσική Ορδόδοξος Εκκλησία της Διασποράς» απετέλει ανέκαθεν μίαν μαρτυρίαν Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας, ιδίως δια πολλών αγίων Αρχιερέων Αυτής και ετέρων επιφανών μελών Της. Υπεστήριζε δε ενθέρμως το Πάτριον Εκκλησιαστικόν Ημερολόγιον και αντετάχθη εις τας καινοτομίας εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία κατά τον Κ΄αιώνα, ως και εις την αίρεσιν του Οικουμενισμού, την οποίαν και κατεδίκασε Συνοδικώς εν έτει 1983, επί Πρωθιεραρχίας του αγιωτάτου Ομολογητού Ιεράρχου μακαριστού Μητροπολίτου Φιλαρέτου († 1985)

 Εκ της Εκκλησίας ταύτης των Ρώσων της Διασποράς κατά τα έτη 1960 και 1962 έλαβε τας επισκοπικάς χειροτονίας η Οθόδοξος Εκκλησία των εν Ελλάδι Αντι-οικουμενιστών, των ακολουθούντων το Πάτριον Εκκλησιατικόν Ημερολόγιον.

• Η Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς από της 25.11.1992 εκ. ημ. εισήλθεν εις πλήρη λειτουργικήν κοινωνίαν μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Πατρίου Ημερολογίου εν Ρουμανία και από της 28.6.1994 εκ. ημ. μετά της Ιεράς Συνόδου των Ενισταμένων και της Εκκλησίας του Πατρίου Ημερολογίου εν Βουλγαρία 

 • Μετά την ένωσιν του μεγαλυτέρου τμήματος της Εκκλησίας της Ρωσικής Διασποράς υπό τον Μητροπολίτην κ. Λαύρον μετά του Πατριαχείου Μόσχας (4/17.5.2007), άνευ ορθοδόξου επιλύσεως των θεμάτων Πίστεως, ο μή αποδεχθείς ταύτην Σεβ. Επίσκοπος Οδησσού και Ταυρίδος κ. Αγαθάγγελος ετέθη επι κεφαλής της «Προσωρινούς Υπερτάτης Εκκλησιαστικής Διοικήσεως» του εναπομείναντος εδραίου εις την ομολογίαν της Ορθοδόξου Πίστεως λείμματος του Κλήρου και του Ποιμνίου της Ρωσικής Διασποράς, συνεχίζων ούτω την ένδοξον ιστορικήν πορείαν Αυτής.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ Γ.Ο.Χ ΕΛΛΑΔΟΣ

 Παραθέτουμε τα επίσημα έγγραφα περί των χειροτονιών της ιεράς συνόδου των ακολουθούντων το πάτριον (ιουλιανόν) εορτολόγιο εν Ελλάδι. Για τους αμφιβάλλοντας περί της κανονικότητας αυτών η αμφιβάλλοντος για την τέλεση και αναγνώριση τούτων. Η εορτολογική καινοτομία του 1924 επεδίωξε όπως επιβληθεί δια πολιτικών και εκκλησιαστικών μέσων.

Διό διέβαλε τους ενιστάμενους κατ’ αυτής ιεράρχες και υπέρ της ορθοδοξίας και δη τους αποτοιχισμένους εκ των καινοτόμων , ως δήθεν εκτός εκκλησίας και στερημένους της θείας χάριτος και ισχυρών μυστηρίων.

Η πλάνη περί άκυρων μυστηρίων είναι παλαιή .Διό αυτή αντιμετωπίσθη προ πολλού παρά της ορθοδοξίας. Το θέμα τούτο συνεζητήθη εν τη Ζ οικουμενική σύνοδο και ελύθη. Ανεφάνει δε εν αυτή ως ζήτημα ‘’πως δει τους από αιρέσεων προσερχόμενους δέχεσθε’’ ήτοι παρά των ακρίτων αιρετικών ως ήταν οι τότε εικονομάχοι.

Ο τότε αγιότατος πατριάρχης Ταράσιος είπε ‘’ουκ έφησεν’’ δεν είπε ο πατήρ αδέκτους είναι και τα λοιπά, Καθ’ ότι εκ θεού εστίν η χειροτονία. Ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης λέγει ‘’Ιερεύς είναι ο κατά την ορθόδοξων πίστη και τον βίον αδιάβλητος , και τι την χειροτονία καταγόμενη έχει ‘’είτε εξ αιρετικού (άκριτου) ,είτε εκ χρηματοχειροτονήτου’’. Εάν είπομεν π.χ. ότι δια ης αντικανονικής συλλειτουργίας εκλείπει αυτομάτως προ κρίσεως η χάρις της ιεροσύνης τότε ‘’εκλιμπάνει’’  "τοσούτον το της ιεροσύνης δώρο" εάν η καθαίρεσης επέρχεται αυτομάτως μετά της ακρίτου εισέτι παραβάσεως ,τότε άπαντες θα είναι καθηρημένοι δια της αλλαχού συλλειτουργήσεως και θα είχε προ πολλού εκλείψει επί της γης η σώζουσα θεια χάρις , αλλά και αυτή η ορθόδοξος εκκλησία.

Τα μυστήρια θεωρούνται άκυρα και ανύπαρκτα και ανυπόστατα όταν ο τελών αυτά έχει υποστεί το μέγα ανάθεμα .Τούτοι αναθεματισμένοι είναι οι παπικοί και το αποβλάστημα αυτών προτεστάντες. Διό τα μυστήρια αυτών είναι άκυρα ανύπαρκτα και ανυπόστατα.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΑΣΤΙΑΝΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ
( ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ )
Επειδή η γνωστή μέθοδος πολεμικής της αληθείας κατά του εγκύρου της Ιερωσύνης της Εκκλησίας των Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, επανέρχεται κατά καιρούς εις το προσκήνιον αναλόγως των περιστάσεων, μέχρι σημείου κατάκριτοι νεοημερολογίται «Αρχιερείς» και «ιερείς» (!) να επαναλαμβάνουν αθεοφόβως μυστήρια τελεσθέντα υπό ημετέρων κληρικών, μέχρι και αναχειροτονίας ασυνειδήτων παλαιοημερολογιτών κληρικών επί βλασφημία του Αγίου Πνεύματος, εθεωρήθη καθήκον να δοθή μία εισέτι και τελική απάντησις εν συνεχεία προηγουμένων, εκ πηγών εχουσών το κύρος που επιζητούν μερικοί «επιφανείς» θεολόγοι και κληρικοί, οι οποίοι μας ερωτούν, «ποια Εκκλησία σας αναγνωρίζει;»

1) Στα τέλη του έτους 1960, μετέβη εις την Αμερικήν ο Αρχ/της Ακάκιος Παππάς, όστις και εχειροτονήθη υπό δύο κανονικών επισκόπων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τη Διασπορά, Αρχιεπισκόπου Ντιτρόιτ και Σικάγου Σεραφείμ (Ivanov) και Επισκόπου Θεοφίλου (Ionesko), ως Επίσκοπος Ταλαντίου, στις 9 Δεκεμβρίου 1960 στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Νικολάου Σικάγου .
 
2) Τον Μάιο του 1962, εταξίδεψε από την μακρινή Λατινική Αμερική, ο Αρχιεπίσκοπος Χιλής κ. Λεόντιος (Ρ.Ο.Ε.Δ.) με μεγάλο κίνδυνο να συλληφθεί από τις Αρχές του Ελληνικού Κράτους, όστις τη συνεργεία του Επισκόπου Ταλαντίου Ακακίου προέβησαν σε νέες χειροτονίες προς συγκρότησιν Κανονικής Συνόδου. Στο άκουσμα ότι τελικώς ένας ξένος (και κανονικός) Επίσκοπος ήρθε στην Ελλάδα να συνδράμει στον αγώνα της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, οι Αστυνομικές Αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό σε όλες τις Μονές της Αττικής, προς σύλληψιν του επ. Λεοντίου και την απέλασιν του από την Ελλάδα. Ο μακαριστός Λεόντιος στο άκουσμα αυτών των μέτρων, εκρύβη για αρκετές μέρες μέσα στην καρβουναποθήκη της Μονής του Αγ. Νικολάου Παιανίας. Και ερωτώμεν: Ποιος θα επιχειρούσε τέτοιο πολυέξοδο και επικίνδυνο ταξίδι αν στα πρόσωπο του επισκόπου Ακακίου δεν αναγνώριζε ένα γνήσιο αδελφό και κανονικό συλλειτουργό ;

3) Το έτος 1969, η Ρ.Ο.Ε.Δ. επί Πρωθιεραρχίας του αλήστου μνήμης Μητροπολίτου Φιλαρέτου, αναγνώρισε τις χειροτονίες της Εκκλησίας Γ.Ο.Χ. Ελλάδος, διότι ετύγχανε να είναι και η παρασχούσα ημίν το μέγα της Αρχιερωσύνης αξίωμα. Παραθέτουμε τα γνήσια αντίτυπα της αναγνωρίσεως. 


ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ (ΤΟΥ ΠΑΤΡΩΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ)
μετέπειτα οι τρεις χειροτόνησαν και τους: Αρχιμανδρίτη Ακάκιο Παπά και Αρχιμανδρίτη Χρυσόστομο Νασλίμη .
Μετάφραση του κειμένου της δεύτερης σελίδος 
Σελίδα τρίτη
 Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους κατέφθασε η κάτωθι επιστολή με ανάγλυφη σφραγίδα και υπογεγραμμένη από όλη την Ιερά Σύνοδο των Ρώσων Επισκόπων της Διασποράς. Η επιστολή έχει ως εξής:

ΣΥΝΟΔΟΣ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ
ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΕΝ ΤΗ ΔΙΑΣΠΟΡΑ
. 
18/31 Δεκεμβρίου 1969
.72 East 93D STREET, NEW YORK 28, Ν.Υ.
Tel: LEhigh 4-1601

Προς την Αυτού Μακαριότητα Αυξέντιον
Αρχιεπίσκοπον των Γνησίων Ορθοδόξων
Χριστιανών Ελλάδος.
Κανιγγος 32 - Αθήνας, Ελλάδα.
.
Μακαριώτατε,
.
Η αδελφική επιστολή της Υμετέρας Μακαριότητος της 25ης Νοεμβρίου 1969, ανεγνώσθη εις Συνεδρίασιν της Συνόδου Ημών σημερον. Αι πολλαί δοκιμασίαι τας οποίας υπέστη η Ορθόδοξος Εκκλησία από των αρχών της ιστορίας της, είναι ιδιαιτέρως μεγάλαι κατά τους χαλαιπούς τους οποίους διερχόμεθα και συνεπώς απαιτούν μεγαλυτέραν και ισχυροτέραν ενότητα μεταξύ εκείνων οι οποίοι είναι αληθώς αφοσιωμένοι εις την πίστιν των Πατέρων μας. Με τα αισθήματα αυτά επιθυμούμεν άπαξ έτι να σας πληροφορήσωμεν ότι η Σύνοδος των Επισκόπων της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας εν Διασπορά, αναγνωρίζει την ισχύν των επισκοπικών χειροτονιών του ευλογημένης μνήμης, προκατόχου Υμών, μακαρίτουΑρχιεπισκόπουΑκακίου και τας εν συνεχεία χειροτονίας, εν τη Ιερά Υμών Εκκλησία. Συνεπώς και λαμβανομένων υπ' όψιν διαφόρων άλλων περιστατικών, η Αρχιερατική ημών Σύνοδος, θεωρεί την Ιεραρχία Υμών ως Αδελφούς, εν Χριστώ, εν πλήρει κοινωνία μεθ΄ημών.
.
Είθε η ευλογία του Θεού να είναι μετά του Κλήρου και των Πιστών της Εκκλησίας Υμών, ιδίως κατά τας προσεχείς ημέρας της εν σαρκί Γεννήσεως ημετέρου Κυρίου και Σωτήρος Ιησού Χριστού.
.
Ο Πρόεδρος της Συνόδου των Επισκόπων
+ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ
.
Τα Μέλη
+ ΝΙΚΩΝ Αρχ/πος Ουασιγκτώνος και Φλώριδος
+ ΣΕΡΑΦΕΙΜ Αρχ/πος Σικάγου και Ντητρόιτ
+ ΒΙΤΑΛΙΟΣ Αρχ/πος Μόντρεαλ και Καναδά
+ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Αρχ/πος Λος Άντζελες και Τέξας
+ ΑΒΕΡΚΙΟΣ Αρχ/πος Συρακουσσών και Τρόισκυ
+ ΑΝΤΩΝΙΟΣ Αρχ/πος Δυτ. Αμερικής και Σαν Φραντζίσκο
+ ΣΑΒΒΑΣ Επίσκοπος Έντμοντου
+ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ Επίσκοπος Σηάτλ
+ Ανδρέας Επίσκοπος Ρόκλαντ
.
Ο Γραμματέας της Συνόδου
+ ΛΑΥΡΟΣ Επίσκοπος Μανχάταν


4) Περαν τούτων, και άλλοι τινές επικριτές και κατήγοροι, θέλοντες να εκφύγουν τον σκόπελον της πλαστογράφου κατηγορίας περί ανυπάρκτου ιερωσύνης, μεταχειρίζονται το «υπερόριον» δήθεν της χειροτονίας ημων, άμοιροι ως φαίνεται της εκκλησιαστικής ιστορίας και δια τούτο αγνοούντες τας εξ ανάγκης εν διωγμώ λαβούσας χώραν χειροτονίας από της εποχής των πρώτων μαρτυρικών διωγμών προς στηριγμόν της διωκωμένης χριστιανικής πίστεως, καθώς και ο θείος Παύλος γνωματεύει• «εν καιρώ ανάγκης και νόμου μετάθεσις γίνεται» ( Εβρ. Ζ´ 12). Χαρακτηριστικόν πάραδειγμα η περίπτωσις του εν Αγίοις πατρός ημών Ευσεβείου Σαμοσάτων ο οποίος κατά τον καιρόν του Ιουλιανού του Παραβάτου εξόριστος ων, ενεδύθη στρατιωτικά ενδύματα και περιήρχετο τας κώμας και τας χώρας χειροτονών «υπερορίως» κληρικούς παντός βαθμού, ακόμη και Επισκόπους όπου εύρισκε ομόφρονα Αρχιερέα για να συμπράξει.

Θα πρέπει εις το σημείον τούτο της κανονικότητός μας να φέρομεν εις γνώσιν των αντιφρονούντων ότι, εις τας 27-8-1921 ο Μητροπολίτης των Ρωσων της Διασποράς Αναστάσιος συνέπραξε ομού μετά του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Δαμιανού εις την εις Επίσκοπον χειροτονίαν του Τιμοθέου, μετέπειτα Πατριάρχου Ιεροσολύμων και διαδόχου του Δαμιανού. Οσοι, λοιπόν, αμφισβητούν την Αποστολικήν Διαδοχήν των Γ.Ο.Χ., θα πρέπει να αμφισβητούν και την των Ιεροσολυμιτών.
Αλλά και προσφάτως όταν ηνώθη η Ρωσική Εκκλησία της Διασποράς μετά του Πατριαρχείου Μόσχας, οι Αρχιερείς της καθώς και οι λοιποί κληρικοί ανεγνωρίσθησαν ως κανονικοί δίχως αναχειροτονίαν, χειροθεσίαν ή άλλην τινα διαδικασίαν. Βεβαίως είναι γεγονός ότι το Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως δεν είναι ικανοποιημένον από αυτό το γεγονός, διότι εις την ενημερωτικήν επιστολή του τότε Πατριάρχου Μόσχας Αλεξίου περί του γεγονότος της ενώσεως μετά της Ρωσικής Εκκλησίας της Διασποράς, ο κ. Βαρθολομαίος δεν απήντησε και δεν εξέφρασε γνώμη γεγονός το οποίον φανερώνει την αμηχανίαν του δι’ αυτό που συνέβη, καθώς δεν θα δύναται να βάλλει ανέτως πλέον κατά της αποστολικής διαδοχής των Γ.Ο.Χ., ώστε να δικαιολογεί αναβαπτισμούς και αναχειροτονίας παλαιοημερολογιτών.
Θέλομεν να πιστεύσωμεν ότι, οι μη εξ εμπαθείας παρακινούμενοι νεοημερολογίται κληρικοί παντός βαθμού, πληροφορούμενοι δια του παρόντος την αλήθειαν, θα ανακαλέσουν την αστήρικτον συκοφαντίαν των και θα μετανοήσουν δια την θεοστυγή τόλμην των της επαναλήψεως κανονικών μυστηρίων.
Το, αν τινές παρείσακτοι και εγκάθετοι ψευδεπίσκοποι και ψευδοϊερείς υποκρίνονται τον παλαιοημερολογίτην κληρικόν προς παραπλάνησιν των αφελών δια χριστεμπορίαν, αυτό είναι άλλον θέμα και μάλλον προς εκείνους ενδεικτικώς έδει να αναφέρονται οι πολέμιοι της μαρτυρικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αρκεί εις ημας η από Θεού αναγνώρισις, καθόσον τυγχάνομεν κανονικώς κεχειροτονημένοι και δεν διεσαλεύθημεν εις το παράπαν από της Αποστολικής και Πατερικής παραδόσεως, ούτε ηκολουθήσαμεν την παράνομον και αντικανονικήν (άνευ αποφάσεως πανορθοδόξου Συνόδου) εισαγωγήν του Συνοδικώς καταδικασμένου παπικού νέου ημερολογίου αλλά και υπακούοντας στην αιρετική εγκύκλιο του 1920. Αλλά πιστοί εις την εντολήν της Εκκλησίας «Μη μέταιρε όρια αιώνια α οι Πατέρες σου έθεντο», αγωνιζόμεθα τον καλόν αγώνα της Πιστεως εν μέσω σκοπέλων, στερήσεων και κατά καιρούς σκληρών διωγμών υπό αυταρχικών «Αρχιεπισκόπων και Επισκόπων» της Κρατικής Εκκλησίας του νέου ημερολογίου, μισούντων την αλήθειαν και εκπεσόντων της Χάριτος.

Μάλλον οι νεοημερολογίται θα πρέπει να έχουν αμφιβολίας δια το κύρος της κανονικότητός των. Διότι δεν αρκεί να υπάρχη μόνον ιστορική αλληλουχία της διαδοχής των χειροτονιών από της εποχής των Αγίων Αποστόλων μέχρι των Επισκόπων της σημερινής εποχής. Πρέπει οι δεχόμενοι την χάριν των Αγίων Αποστόλων να διακρατούν και την πίστιν Αυτών απαραχαράκτως κατά το, «Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος των Αποστόλων γενόμενος», ως ψάλλει η Εκκλησία. Οι Αγιοι Πατέρες ελέγχουν τούς αιρετικούς ότι δια της ετεροδιδασκαλίας διέκοψαν την αποστολικήν διαδοχήν των (βλ. Αγ. Ειρηναίου, Κατά αιρετικών ΙΙΙ3, Αγ. Ιερωνύμου Επιστ. 84).

Οι σημερινοί νεοημερολογίται Αρχιερείς, οι οποίοι φρονούν τα της παναιρέσεως του Οικουμενισμού και συμπροσεύχονται ασυνειδήτως μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων, δεν «μετέχουν των τρόπων» των Αγίων Αποστόλων και άρα δεν δικαιούνται να θεωρούν εαυτούς διαδόχους των θρόνων των. Διότι κατά τον Αγ. Γρηγόριον τον Θεολόγον: «Το μεν γαρ ομόγνωμον και ομόθρονον, το δε αντίδοξον και αντίθρονον˙ και η μεν προσηγορίαν, η δε αλήθειαν έχει διαδοχής» (Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Εις τον μέγαν Αθανάσιον, η΄, ΡG 35, 1089) Δηλαδή: «Η ταυτότητα πίστεως είναι και ταυτότητα θρόνου, ενώ η διαφορά πίστεως, είναι και διαφορά θρόνου».

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2012

17 Σεπτεμβρίου Συναξαριστής Των Αγίων Σοφίας, Πίστης, Ελπίδας και Αγάπης, Αγαθοκλείας, των Αγίων Μαξίμου, Θεοδότου και Ασκληπιοδότη, Λουκίας και Γεμινιανού, Θεοδότης της εν Νίκαια, Χαραλάμπου και Παντολέον, Πηλέα και Νείλου, Πατερμούθιου και Ηλία, των Αγίων 100 Μαρτύρων, των Αγίων 50 Μαρτύρων, Ηρακλείδου και Μύρωνος, Αναστασίου Οσίου, Ευξιφίου.


Οἱ Ἁγίες Σοφία, Πίστη, Ἐλπίδα καὶ Ἀγάπη

Ἔζησαν ὅταν αὐτοκράτορας τῶν ρωμαίων ἦταν ὁ Ἀνδριανός.
Ὅταν ἡ τίμια καὶ ἐνάρετη Σοφία χήρεψε, πῆγε μαζὶ μὲ τὶς κόρες της στὴν Ρώμη. Ἐκεῖ ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε ὅτι οἱ τέσσερις γυναῖκες ἦταν χριστιανὲς καὶ διέταξε νὰ τὶς συλλάβουν.
Ἀφοῦ χώρισε τὴν μητέρα ἀπὸ τὰ παιδιά της, ζήτησε νὰ παρουσιασθεῖ μπροστὰ του ἡ δωδεκάχρονη Πίστη. Μὲ δελεαστικοὺς λόγους ὁ Ἀνδριανὸς προσπάθησε νὰ πείσει τὴν Πίστη νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό, ἀλλὰ ἀντιμετώπισε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τῆς νεαρῆς. Τότε ὁ σκληρὸς ἡγεμόνας διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό της.
Τὸ ἴδιο σθένος μὲ τὴν Πίστη ἐπέδειξαν καὶ οἱ ἀδελφές της, ἡ δεκάχρονη Ἐλπίδα καὶ ἡ ἐννιάχρονη Ἀγάπη. Ὁ σκληρὸς Ἀνδριανὸς δὲ δίστασε νὰ διατάξει τοὺς δήμιούς του νὰ ἀποκεφαλίσουν καὶ τὰ ἄλλα δυὸ κορίτσια.
Περήφανη γιὰ τὰ παιδιά της ἡ Σοφία, ἐνταφίασε μὲ τιμὲς τὶς κόρες της καὶ παρέμεινε γιὰ τρεῖς μέρες στοὺς τάφους τους, παρακαλώντας τὸ Θεὸ νὰ τὴν πάρει κοντά του. Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν προσευχή της καὶ ἡ Σοφία παρέδωσε τὸ πνεῦμά της δίπλα στοὺς τάφους τῶν παιδιῶν της.




Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Σοφίᾳ ἐκθρέψασα, κατὰ τὴν κλῆσιν σεμνή, τὰς τρεῖς θυγατέρας σου, ταύτας προσάγεις Χριστῷ, ἀθλήσεως σκάμμασιν· ὅθεν τῆς ἄνω δόξης, σὺν αὐταῖς κοινωνοῦσα, πρέσβευε τῷ Σωτῆρι, καλλιμάρτυς Σοφία, δοῦναι τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ ἔλεος.

 Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἀνεβλάστησας, ἐν ταῖς αὐλαῖς τοῦ Κυρίου Σοφία Μάρτυς σεμνή, καὶ προσήγαγες Χριστῷ καρπὸν ἡδύτατον, τοὺς τῆς νηδύος σου βλαστούς, δι’ ἀγώνων ἱερῶν, Ἀγάπην τε καὶ Ἐλπίδα, καὶ τὴν θεόφρονα Πίστιν· μεθ’ ὧν δυσώπει ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Σοφίας τῆς σεμνῆς, ἱερώτατοι κλάδοι, ἡ Πίστις καὶ Ἐλπίς, καὶ Ἀγάπη δειχθεῖσαι, σοφίαν ἀπεμώραναν, τῶν Ἑλλήνων ἐν χάριτι, καὶ ἀθλήσασαι, καὶ νικηφόροι φανεῖσαι, στέφος ἄφθαρτον, παρὰ τοῦ πάντων Δεσπότου, Χριστοῦ ἀνεδήσαντο.

Μεγαλυνάριον.
Μήτηρ ἐπὶ τέκνοις Δαβιτικῶς, ὤφθης τερπομένη, ὦ Σοφία πανευκλεής· σὺ γὰρ τῇ Τριάδι, τὰς τρεῖς σου θυγατέρας, ὥσπερ γυνὴ ἀνδρεία, ἄθλοις προσήγαγες.




Ἡ Ἁγία Ἀγαθόκλεια 

Μὲ τὴν μεγάλη της ὑπομονὴ στὸ μαρτύριο, στόλισε καὶ αὐτὴ τοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ.
Ἂν καὶ ἀπὸ τὴ γέννησή της δούλα, ἔλαμψε διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐλεύθερη στὴν ψυχή. Ὁ κύριος της, ποὺ ὀνομαζόταν Νικόλαος, εἶχε γίνει χριστιανὸς καὶ φερόταν πρὸς τὴν Ἀγαθόκλεια μὲ πολλὴ φιλανθρωπία καὶ ἀγαθότητα. Ἀλλὰ ἡ κυρία της, Παυλίνα, γυναίκα σκληρόκαρδη, ἐπέμενε στὴν εἰδωλολατρία. Καὶ ὅπως ἦταν θυμώδης καὶ μέθυσος βασάνιζε πολλὲς φορὲς τὴν Ἀγαθόκλεια καὶ προσπαθοῦσε μὲ πεῖσμα νὰ τὴν ἐπαναφέρει στὴ θρησκεία τῶν εἰδώλων.
Ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια ἔτσι, ἡ ταλαίπωρη καὶ συγχρόνως μακάρια δούλα, ὑπέφερε καθημερινὴ ζωὴ μαρτυρίου. Τὴν ἔβριζε, τὴν χτυποῦσε, κένταγε μὲ πιρούνια τὸ σῶμα της καὶ τὴν πλήγωνε μὲ ἀλύπητο μαστίγωμα. Καὶ ἐπειδὴ ὅλα αὐτὰ δὲν νικοῦσαν τὴν γνώμη τῆς εὐσεβέστατης χριστιανῆς, κάποια μέρα, ἄναψε φωτιὰ καὶ τὴν ἔσπρωξε μέσα σ’ αὐτή.
Ἔτσι ἡ Ἀγαθόκλεια λυτρώθηκε ἀπὸ τὴν ἀσεβὴ καὶ κακούργα εἰδωλολάτρισσα κυρία της, καὶ ἀπεδήμησε στὰ μακάρια καὶ ἐλεύθερα σκηνώματα τῶν δικαίων.




Οἱ Ἅγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος καὶ Ἀσκληπιοδότη οἱ Μάρτυρες 

Οἱ Ἄγιοι Μάξιμος, Θεόδοτος καὶ Ἀσκληπιοδότη κατάγονταν από τὴν Μαρκιανούπολη τῆς Θράκης.
Μαρτύρησαν μὲ σκληρὸ τρόπο, ἐπειδὴ ὁμολόγησαν τὸν Χριστό. Στὴν ἀρχὴ τοὺς μαστίγωσαν, κατόπιν τοὺς ἔκοψαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, τοὺς φυλάκισαν καὶ στὸ τέλος τοὺς ἀποκεφάλισαν.



Οἱ Ἅγιοι Λουκία καὶ Γεμινιανὸς 

Ἡ Ἁγία Λούκια ἦταν πλούσια Ρωμαία κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν βασιλέων Διοκλητιανοῦ (284 – 304) καὶ Μαξιμιανοὺ (286 – 305).
Μετὰ 36 χρόνια χηρείας καὶ σὲ ἡλικία 75 χρονῶν, προδόθηκε ἀπὸ τὸν εἰδωλολάτρη γιὸ της Εὐτρόπιο, στὸν Διοκλητιανό, ὅτι πιστεύει στὸν Χριστό. Τότε ἡ Ἁγία συνελήφθη καὶ κλείστηκε στὴ φυλακή. Ἐκεῖ ὑπέστη σκληρὰ βασανιστήρια, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ παρέμεινε ἀβλαβὴς καὶ περιφερόταν στὴν πόλη γιὰ νὰ ἀποδοκιμάσει μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴν μικρότητα τῶν βασανιστῶν της.
Τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ Γερμινιανὸς (ἢ Γεμινιανός), ὁ υἱός της, πίστεψε στὸν Χριστὸ καὶ μαζὶ μὲ τὴν Λούκια παρουσιάστηκε στὸν βασιλιά, ὁμολογώντας τὸν Χριστό. Ἡ Λούκια υἱοθέτησε τὸν Γερμινιανό, τὸν βάπτισε καὶ ἀφοὶ ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τοὺς βασανιστές τους, ἔφυγαν στὸ Ταυρομένιο τῆς Σικελίας.
Ἀλλὰ ἐκεῖ, λόγω διωγμοῦ, ἡ Λούκια τράβηξε γιὰ τὰ βουνά, ὅπου ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Γερμινιανὸς συνελήφθη καὶ ἀποκεφαλίστηκε.




Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Θεοδότη ἔζησε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Ἀλέξανδρου Σεβήρου τὸ 22 μ.χ.
Ἡ Θεοδότη καταγόταν ἀπὸ τὸν Εὔξεινο Ποντο, ἦταν πλούσια ἀλλὰ καὶ χριστιανή. Περισσότερο πλούσια ὅμως ἦταν στὴν ψυχή της. Ἔκανε πολλὰ ἔργα φιλανθρωπίας καὶ ἦταν πάντα κοντὰ σὲ ὅποιον τὴν εἶχε ἀνάγκη.
Καταγγέλθηκε ὅμως στὸν διοικητὴ τῆς Καππαδοκίας Σιμπλίκιο, ὅτι μὲ τὰ χρήματά της προσπαθοῦσε νὰ προσελκύσει εἰδωλολάτρες στὸν χριστιανισμό. Ἀμέσως διατάχθηκε νὰ τὴν ὑποβάλλουν σὲ σκληρὰ βασανιστήρια. Μὲ θαυμαστὸ τρόπο ὅμως ἔκλεισαν οἱ πληγές της καὶ ἡ πόρτα τῆς φυλακῆς ἄνοιξε μόνη της.
Τελικὰ ἀποκεφαλίστηκε λαμβάνοντας ἔτσι τὸ στεφάνι τῆς αἰωνίου ζωῆς.




Οἱ Ἅγιοι Χαράλαμπος καὶ Παντολέων καὶ ἡ συνοδεία τους 

Ἡ σύναξις αὐτῶν τελεῖται ἐν τῷ Δευτέρῳ.
Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τῶν Ἁγίων.




Οἱ Ἅγιοι Πηλέας καὶ Νεῖλος οἱ Ἱερομάρτυρες καὶ Ἐπίσκοποι 

Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Παρουσιάστηκαν μὲ θάρρος σὰν Χριστιανοί, μαζὶ μὲ τὸν Πατερμούθιο, τὸν Ἠλία καὶ 100 ἄλλους χριστιανούς, στὸν εἰδωλολάτρη βασιλιά.
Ὑπέστησαν φρικτὰ μαρτύρια, τοὺς ἔβγαλαν τὸ δεξὶ μάτι καὶ στὸ τέλος τοὺς ἔκαψαν ζωντανούς.




 Οἱ Ἅγιοι Πατερμούθιος καὶ Ἠλίας οἱ ἔνδοξοι

Μαρτύρησαν διὰ πυρός.




 Οἱ Ἅγιοι 100 Μάρτυρες οἱ Αἰγύπτιοι

Πρόκειται γιὰ τοὺς Μάρτυρες ποὺ μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τοὺς Πηλέα καὶ Νείλου.




Οἱ Ἅγιοι 50 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη 

Αὐτοὶ ἦταν ἀπὸ μία χώρα ποὺ ὀνομαζόταν Ζωώρα. Καταγγέλθηκαν στὸν δούκα τοῦ τόπου, ὅτι ἦταν χριστιανοί.
Στὴν ἀρχὴ τοὺς ἔστειλαν στὰ μεταλλεῖα σὰν ἐργάτες, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐπέμεναν στὴν πίστη τους, τελικά τοὺς ἔκαψαν στὴ φωτιὰ ζωντανούς.




Οἱ Ἅγιοι Ἡρακλείδης καὶ Μύρων Ἐπίσκοποι Ταμάσου τῆς Κύπρου 

Ὁ Ἡρακλείδης ἦταν γιὸς ἱερέα εἰδωλολάτρη, τοῦ Ἱεροκλέα, ποὺ ἱεράτευε κατὰ τὴν Σολέα τῆς Κύπρου, στὸ χωριὸ Λαμπαδιστό. Ὁ ἱερέας διακρινόταν γιὰ τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του καὶ γι’ αὐτὸ δὲν δίστασε νὰ φιλοξενήσει τὸν Παῦλο καὶ τὸν Βαρνάβα καὶ τὸν Μαρκο, ὅταν αὐτοὶ βρέθηκαν στὸ ἔδαφος τῆς Κύπρου. Τότε εἵλκυσαν στὸν Χριστὸ τὸν γιὸ τοῦ Ἡρακλείδη καὶ αὐτὸς στὴ συνέχεια ἔφερε στὸν Χριστὸ τοὺς γονεῖς του.
Τὸν Ἡρακλείδη ὁ Παῦλος διόρισε ἐπίσκοπο Ταμασίων τῆς Κύπρου. Ἐργάστηκε μὲ πολὺ ζῆλο, ἔχοντας συνεργάτη του τὸν Μύρωνα. Μπόρεσαν καὶ οἱ δυὸ νὰ φέρουν κοντὰ στὸν Χριστὸ πολλοὺς εἰδωλολάτρες. Οἱ ἐπιτυχίες τους ὅμως αὐτές, προκάλεσαν τὴ μανία τῶν ἀπίστων. Καὶ ἔτσι κάποια μέρα, ὅρμησαν ὁπλισμένοι ἐπάνω τους καὶ ἀφοῦ τοὺς θανάτωσαν, στὴ συνέχεια τοὺς ἔριξαν στὴ φωτιά. Καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸ ἁμαράντινο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἡρακλείδη διαβάζουμε τὰ ἑξῆς :
«Τίς σοῦ τὸν βίον ἰσχύσει ἐκδιηγήσασθαι;... Χαῖρε ὅτι ἐχρίσθης Ἱεράρχης θεόθεν. Χαῖρε ὅτι ἐφάνης ὁδηγὸς παιδιόθεν»...
Δικαιολογημένη ἡ ἀπορία. Δίκαιος καὶ ὁ ἔπαινος. Γιατί ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος, ποὺ γιορτάζουμε στὶς 17 τοῦ Σεπτέμβρη, δὲν εἶναι μόνο ὁ πρῶτος Ἱεράρχης τῆς ξακουστῆς Ταμασοῦ, ἀλλὰ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους καὶ πιὸ σπουδαίους Ἱεράρχες τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων, τῆς εὐλογημένης Κύπρου μας.
Γεννήθηκε στὴ Λαμπαδοὺ ἢ Λαμπαδιστό, ἕνα χωριὸ κοντὰ στὸ σημερινὸ Μιτσερό, κι ἦταν γιὸς εἰδωλολάτρη ἱερέα.
Κάποια μέρα ποὺ πατέρας καὶ γιὸς καταγινόντουσαν μὲ τὴν προσφορὰ θυσίας στοὺς θεούς, δυὸ ξένοι πλησίασαν, κι ἀφοῦ χαιρέτησαν μὲ καλοσύνη, ζήτησαν νὰ μάθουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν δρόμο ποὺ θὰ τοὺς ὁδηγοῦσε πρὸς τὴν Πάφο.
Οἱ δυὸ ξένοι, ποὺ φαινόντουσαν νὰ ἔρχονται ἀπὸ μακριά, ἦταν οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μάρκος ποὺ εἶχαν ἔρθει στὸ νησὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο γιὰ τὴν πρώτη τους ἀποστολικὴ περιοδεία, γύρω στὸ 45 – 46 μ.Χ.
Ὁ εἰδωλολάτρης ἱερέας Ἱεροκλῆς ἡ Ἱερόκλεως, ὁ πατέρας τοῦ Ἠρακλειδίου, μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὴ φιλοξενία ποὺ διακρίνει τοὺς Ἕλληνες, ἔσπευσε νὰ καλέσει τοὺς ξένους νὰ παραμείνουν στὸ σπίτι του, ἐκεῖ στὸ χωριὸ, τὴν Λαμπαδού, γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν.
Οἱ Ἀπόστολοι ὅμως ἐπέμεναν νὰ προχωρήσουν καὶ αὐτός, γιὰ νὰ τοὺς διευκολύνει, ἔστειλε τὸν γιὸ του τὸν Ἠρακλέωνα, νὰ τοὺς συνοδεύσει ὡς ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό, καὶ νὰ τοὺς δείξει τὸν δρόμο. Εὐλογημένη συνάντηση.! Καὶ τρισευλογημένη ἀπόφαση!
Μόλις οἱ Ἀπόστολοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἄρχισαν τὴ συζήτηση μὲ τὸν νεαρό.
- Τί ἐκάμνατε, παιδί μου, ἐκεῖ ποὺ σᾶς συναντήσαμε, ρώτησε ὁ ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Βαρνάβας.
- Προσφέραμε θυσία στοὺς θεούς μας, ἀπήντησε ὁ Ἠρακλείδιος.
- Θεοὶ οἱ πέτρες καὶ τὰ ξύλα; Ὄχι, παιδί μου. Αὐτὰ δὲν εἶναι θεοί. Εἶναι δημιουργήματα. Εἶναι ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας. Αὐτός, ποὺ ἐδημιούργησε «τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, τὴν Θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὔτοις».
Ὁ Θεός, ὁ ἀληθινὸς Θεός, δὲν κατοικεῖ μέσα σὲ χειροποίητους ναούς, οὔτε καὶ ὑπηρετεῖται ἀπὸ χέρια ἀνθρώπων, γιατί δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Ἀντίθετα! Αὐτὸς εἶναι ποὺ δίδει σὲ ὅλα ζωὴ καὶ ἀναπνοὴ καὶ ὅλα ὅσα τοὺς χρειάζονται γιὰ τὴ συντήρησή τους. Αὐτός, ἀπὸ ἕνα ζευγάρι, ἔκανε ὅλα τὰ ἔθνη τῶν ἀνθρώπων ποὺ κατοικοῦν πάνω στὴ γῆ. Καὶ Αὐτός, ὅταν οἱ ἄνθρωποι πλανηθήκαμε, ἀπὸ ἀγάπη ἄπειρη ἔστειλε σ’ ἐμᾶς τὸν γιό του, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ μᾶς σώσει...
Ὁ Ἡρακλέων μὲ κατάνυξη ἄκουε τὰ λόγια τῶν Ἀποστόλων. Ἡ ψυχή του, σὰν τὴ διψασμένη γῆ, ρουφοῦσε κυριολεκτικὰ τὴν διδασκαλία γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα; Εὐλογημένο! Ὁ νεαρὸς προσήλυτος, ὅταν ἔφθασαν στὸν ποταμὸ Σέτραχο, (μερικοὶ φρονοῦν πὼς ὁ ποταμὸς στὸν ὅποιο βαπτίσθηκε ὁ Ἠρακλείδιος εἶναι ὁ Καρκώτης, ὁ ποταμὸς τῆς Σολέας, ποὺ τρέχει κάτω ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Μαραθάσας, τὸν Καλοπαναγιώτη, σὰν τὸν Εὐνοῦχο τῆς Κανδάκης τῆς βασίλισσας τῶν Αἰθιόπων), ρώτησε μὲ λαχτάρα:
— Ποιὸς μὲ ἐμποδίζει νὰ βαπτιστῶ;
— Κανένας, ἦταν ἡ ἀπάντηση. Ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσεις.
— Τὸ θέλω! φώναξε ὁ Ἡρακλέων. Τὸ θέλω μὲ τὴν καρδιά μου!
Τότε οἱ Ἀπόστολοι, γεμάτοι χαρά, κατέβηκαν στὸν ποταμό, τὸν βάφτισαν «εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», καὶ τοῦ ἔδωκαν τὸ ὄνομα Ἠρακλείδιος. Μετὰ προχώρησαν σὲ μία σπηλιὰ κοντὰ στὸν ποταμό, στὴν ὁποία παρέμειναν μερικὲς μέρες συνεχίζοντες τὴ διδασκαλία.
Ἐκεῖ ἕνα πρωὶ ἦρθε ἀπροσδόκητα καὶ τοὺς συνήντησε κι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὴν ἑπόμενη ἔφτασε κι ὁ Μνάσων, τὸν ὁποῖο ὁ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ὀνομάζει «ἀρχαῖον μαθητήν» (Πράξεις κα’ 16). Ἀφοῦ συμπληρώθηκε ἡ κατήχηση τοῦ νεοφώτιστου οἱ τρεῖς Ἀπόστολοι τὸν χειροτόνησαν ἐπίσκοπό της Ταμασοῦ καὶ τοῦ ἀνέθεσαν ὑστέρα ἀπὸ θερμὴ προσευχὴ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργο τῆς ἁλιείας ψυχῶν στὴν πολυάνθρωπο πόλη. Μαζί του ἔμεινε καὶ ὁ Μνάσων.
Οἱ δυὸ μαθητὲς ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια κατευόδωσαν γιὰ τὴν Πάφο, ρίφθηκαν μὲ φλογερὸ ζῆλο στὸ ἔργο τους. Τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς σωτηρίας ψυχῶν. Τόπος συνάξεων ἕνα ὑπόγειο. Ἕνα ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ σώζεται καὶ σήμερα καὶ ποὺ βρίσκεται μέσα στὸ ὁμώνυμο μοναστήρι. Τὸ σπήλαιο αὐτὸ χρησίμευσε ὄχι μονάχα ὡς ἐκκλησία στὴν ὁποία ὁ Ἠρακλείδιος συγκέντρωνε τοὺς πιστούς του, ἀλλὰ καὶ σὰν κατοικία καὶ ἀσκητήριό του. Κάτι περισσότερο.
Τὸ σπήλαιο αὐτὸ ἔγινε ἀκόμη καὶ τάφος του, μὰ καὶ τάφος τῆς εἰδωλολατρίας.
Ἐδῶ θεμελιώθηκε ἡ πρώτη Ἐκκλησία ποὺ σιγά – σιγὰ ἁπλώθηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους ποὺ κλήθηκαν νὰ χαροῦν τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς, ὑπῆρξαν οἱ γονεῖς τοῦ φλογεροῦ καὶ ζηλωτὴ ἐργάτη τοῦ χριστιανικοῦ ἀμπελώνα.
Τὰ λόγια τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ «εἴτις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἐστὶν ἀπίστου χειρῶν» (Ἀ Τιμ. ε’ 8), βρῆκαν στὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου ἕνα πιστὸ καὶ ἐνθουσιώδη ἐκτελεστή.
Μὲ τὶς στοργικές του νουθεσίες καὶ τὶς θερμές του παρακλήσεις τόσο ὁ πατέρας, ὅσο κι ἡ μητέρα του ἀσπάσθηκαν μὲ χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη τὴν καινούργια θρησκεία καὶ βαφτίστηκαν. Πόση χριστιανικὴ ἀγαλλίαση καὶ ἱκανοποίηση δοκίμασε ὁ νεαρὸς ἱεραπόστολος τὴν ἥμερα ἐκείνη! Τὴν ἥμερα ποὺ οἱ γονεῖς του φόρεσαν τὸν λευκό τοῦ βαπτίσματος χιτώνα.
Καλότυχοι γονεῖς. Εὐτυχισμένος γιός!
Μὲ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες τοῦ Ἁγίου τὸ μικρὸ ποίμνιο ποὺ σχηματίστηκε στὴν ἀρχὴ γύρω του, μεγάλωνε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, ὥστε σὲ λίγο καιρὸ ἡ πόλη τῆς Ταμασοῦ νὰ γίνει ἕνα περίλαμπρο χριστιανικὸ κέντρο. Στὴν αὔξηση αὐτὴ μαζὶ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν φλογερὸ ζῆλο του, πολὺ συνέβαλε καὶ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα μὲ τὸ ὁποῖο πλούσια τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος.
Πολλά, πάρα πολλὰ θαύματα ἀναφέρονται στὸν Ἅγιο καὶ παλαιά, μὰ καὶ στὴν ἐποχή μας. Θὰ σημειώσουμε ἐδῶ μερικά.
Μιὰ μέρα, ἕνα φίδι φαρμακερὸ (κουφή) δάγκασε τὸ μονάκριβο παιδὶ κάποιας γυναίκας ποὺ ἦταν συγγενὴς τῆς συζύγου τοῦ κοινοτάρχη τῆς Ταμασοῦ, τῆς Μακεδονίας, τὴν ὁποία οἱ ἅγιοι ἔσωσαν νωρίτερα ἀπὸ βέβαιο θάνατο. Ἡ Τροφίμη – ἔτσι λεγόταν ἡ μητέρα – μαζὶ μὲ μερικοὺς ἄλλους φανεροὺς πιστοὺς ἔτρεξαν καὶ κάλεσαν τοὺς δυὸ Ἁγίους στὸ σπίτι ποὺ ἦταν τὸ παιδί. Οἱ Ἅγιοι μὲ προθυμία ἔσπευσαν νὰ ἀνταποκριθοῦν στὴν παράκληση. Σὰν ἔφθασαν, ὁ Ὅσιος Ἠρακλείδιος γονάτισε μπροστὰ στὸ ἄτυχο παιδὶ καὶ σήκωσε τὰ χέρια.
Τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ κατάνυξη προσευχόταν καὶ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἀναστήσει τὸ νεκρὸ παιδί, ἡ μητέρα ἔξαλλη ἀπ’ τὴν λύπη κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε καὶ αὐτὴ κάτω νεκρή.
Ὁ Ὅσιος χωρὶς νὰ ταραχθεῖ, συνέχισε τὴν προσευχή του. Σὰν τέλειωσε, ἔκαμε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στὸ παιδί, τὸ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τράβηξε. Ὁ Ἀέτιος — αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά του – ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ σηκώθηκε σὰν νὰ ξυπνοῦσε ἀπὸ βαρὺ ὕπνο. Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ Ὅσιος Μνάσων ἀνέστησε καὶ τὴν Τροφίμη, τὴ νεκρὴ μητέρα καὶ τῆς παρέδωσε τὸ παιδί της.
Οἱ παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σὲ οὐρανομήκεις δοξολογίες. Ἀμέσως ἡ Τροφίμη, ἀφοῦ ντύθηκε τὴν πιὸ καλή της φορεσιὰ καὶ ἕντυσε λαμπρὰ καὶ τὸ παιδί της, ξεχύθηκε μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους, τὴν συγγενή της Μακεδονία καὶ τὸ πλῆθος στὸν δρόμο καὶ φώναξε μὲ πίστη καὶ παλμό:
- Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ κηρύττουν ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων.
Μὲ συγκίνηση ἡ πομπὴ προχώρησε στὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ κι ἐκεῖ τετρακόσια νέα πρόσωπα, ἄνδρες καὶ γυναῖκες βαπτίσθηκαν καὶ ἔγιναν χριστιανοί.
Ἄλλη φορά, ἐνῶ ὁ Ἠρακλείδιος καὶ ὁ Μνάσων ἱερουργοῦσαν στὸ ναὸ καὶ τὰ πλήθη τῶν πιστῶν ἔψαλλαν μὲ κατάνυξη τοὺς ἱεροὺς ὕμνους, ἕνας δαιμονισμένος ἀπὸ τὰ Πέρα, ποὺ ὑπέφερε ἀπὸ πνεῦμα πονηρό, ποὺ τὸν βασάνιζε γιὰ καιρό, μπῆκε στὴν ἐκκλησία, ὄρμισε πάνω στὸν Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ ξέσχισε τὸ ἔνδυμα. Ἀμέσως ὅμως γιατρεύτηκε καὶ ἄρχισε νὰ δοξάζει τὸν Θεό. Στὸ ἄκουσμα τοῦ Θαύματος, πλήθη λαοῦ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ἔφεραν στοὺς Ἁγίους διάφορους ἀρρώστους, καὶ αὐτοὶ τοὺς γιάτρεψαν καὶ ὑστέρα τοὺς βάπτισαν.
Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Ἅγιος θεράπευσε ἕναν τυφλὸ καὶ ἕναν κουτσὸ καὶ ἔκανε καλὰ ἕναν παράλυτο. Ἐπίσης ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψει ἕνας ἄγαλματοποιὸς καὶ νὰ βαπτισθεῖ μὲ τὰ τρία παιδιά του καὶ μὲ πολλοὺς ἄλλους.
Τὸ εὐεργετικὸ ἔργο τῶν Ἁγίων στὴν πόλη τῆς Ταμασοῦ ἦρθε νὰ διακόψει αὐτὸ τὸν καιρὸ μία ἐπιστολὴ ἀπὸ μέρους τῶν δυὸ Ἀποστόλων, τοῦ Παύλου καὶ τοῦ Βαρνάβα. Τὴν ἔφερε ἀπὸ τὴν Πάφο κάποιος Νικόλαος.
Στὸ «γράμμα» αὐτὸ οἱ Ἀπόστολοι ἔγραψαν στὸν Ἠρακλείδιο ὅσα τοὺς συνέβησαν ἐκεῖ, καὶ τοῦ ζητοῦσαν νὰ σπεύσει νὰ τοὺς συναντήσει καὶ νὰ βοηθήσει καὶ αὐτὸς στὸ κήρυγμα. Ὁ Ὅσιος ἀφοῦ ἀνήγγειλε στὰ πνευματικά του παιδιὰ τὸ περιεχόμενο τῆς ἐπιστολῆς καὶ ζήτησε ἀπὸ αὐτὰ τὶς προσευχές τους, τέλεσε τὸ Μυστήριό τῆς Θείας Εὐχαριστίας, χειροτόνησε τὸν γιὸ τῆς Μακεδονίας, Γρηγόριο, σὲ πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κατηχεῖ τὸν λαό, καὶ ξεκίνησε νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀποστολικὴ ἐντολή.
Μαζί του πῆρε τὸν Μνάσωνα καὶ κάποιον ἄλλο, τὸν Ροδώνα.
Στὸν δρόμο πρὸς τὴν Πάφο, ἐκεῖ στὸ χωριὸ Ἀνώγυρα, ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος ἔκαμε καλὰ ἕναν τυφλό, ἀφοῦ τοῦ ἄγγιξε τὰ μάτια καὶ ἐπικαλέσθηκε τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτός, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ θεραπευτῆ του κι ἄρχισε νὰ φωνάζει:
— Σ’ εὐχαριστῶ, καλέ μου ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, καὶ πιστεύω μὲ τὴν καρδιὰ τὸν Θεό, ποὺ κηρύττεις.
Στὸ ἄκουσμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ μαζεύτηκαν πολλοὶ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, γιὰ νὰ δοῦν καὶ τὸν θεραπευθέντα καὶ νὰ γνωρίσουν καὶ τοὺς ξένους. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ τυφλοῦ ποὺ ξανάβλεπε καὶ δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ τῶν ὁσίων μὲ ἔκσταση, ἄρχισαν κι αὐτοὶ νὰ φωνάζουν: Ἐλέησέ μας, Κύριε. Ἐλέησέ μας, σὲ παρακαλοῦμε, τοὺς δούλους σου.
Οἱ Ἅγιοι μίλησαν καὶ σ’ αὐτοὺς γιὰ τὸν Ἰησοῦ καὶ τὴν σωτηρία ποὺ ἔφερε στὸν κόσμο καὶ στὸ τέλος βάπτισαν περὶ τοὺς δεκαπέντε ἄνδρες. Ἕνας μάλιστα ἀπὸ τοὺς νεοφώτιστους, ποὺ εἶχε καὶ τὸ χέρι του ἀκίνητο, σὰν ξεραμένο θεραπεύθηκε μὲ τὸ βάπτισμα.
Οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδωλολατρῶν ποὺ ἄκουσαν καὶ εἶδαν ὅσα ἔγιναν, ξεσήκωσαν τὰ πλήθη ἐνάντια στοὺς Ἁγίους καὶ ἔτσι αὐτοὶ ἔφυγαν τὸ ταχύτερο γιὰ τὴν Πάφο. Ἀφοῦ γιὰ ἕνα διάστημα συνέδραμαν τὸ ἔργο τῶν ἀποστόλων, ξαναγύρισαν στὴν Ταμασὸ περνώντας ἀπὸ τὸ Κούριο, ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἐπισκοπή. Στὴν ἐπιστροφή τους, μετὰ τὸ Κούριο, γιάτρεψαν μία δαιμονισμένη ποὺ ἔτρεχε ξωπίσω τους καὶ τοὺς φώναζε.
Ὁ Ἠρακλείδιος τὴν σφράγισε τρεῖς φορὲς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἀμέσως τὸ δαιμόνιο ἔφυγε ἀπὸ τὸ δυστυχισμένο πλάσμα, ποὺ Θεραπεύθηκε καὶ δόξαζε τὸν Θεό.
Οἱ ζηλωτὲς Ἱεραπόστολοι μὲ τὴν καρδιὰ πλημμυρισμένη ἀπὸ χαρὰ συνέχισαν τὸν δρόμο τους. Ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ στὸ χωριὸ Μελίνη, ἔμαθαν ὅτι ἡ ἀδελφή τοῦ Ἠρακλειδίου ἡ Ἠρακλειδιανή, εἶχε ἀφήσει τὸν κόσμο αὐτὸ ἀπὸ μέρες καὶ εἶχε πετάξει στὸν οὐρανό. Οἱ Ἅγιοι τάχυναν τὸ βῆμα πρὸς τὴν Ταμασὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ πρὸς τὸ βουνὸ Κορώνη, ὅπου εἶχε ταφεῖ ἡ Ὁσία. Μπροστὰ στὸν τάφο της σταμάτησαν, ἔψαλαν μερικοὺς νεκρώσιμους ὕμνους καὶ ὕστερα πῆγαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου ὁ Ἅγιος μίλησε στὰ πλήθη, λόγους παρηγοριᾶς καὶ πνευματικῆς οἰκοδομῆς.
Δέκα μέρες μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ὁσίων στὴν Ταμασό, κάποιος εἰδωλολάτρης ἀπὸ τὴ Λαμπαδιστὸ ἢ Λαμπαδού, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα Τιμόθεος, παρουσιάσθηκε στὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο καὶ τοῦ εἶπε, πὼς πρὸ καιροῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ στὴν ἀδελφή του Ἠρακλειδιανὴ ἕνα ποσὸ χρημάτων, γιὰ νὰ τὸ φυλάξει. Ὁ Ἅγιος, στὴν παράκληση τοῦ Τιμοθέου νὰ τοῦ ἐπιστραφοῦν τὰ χρήματα, διέταξε νὰ δώσουν σ’ αὐτὸν νὰ φάγει καὶ ὑστέρα σηκώθηκε καὶ τράβηξε στὸν τάφο. Ξωπίσω του ἀκολούθησαν ὁ Μνάσων καὶ μερικοὶ ἄλλοι. Ὅταν ὁ Ἠρακλείδιος ἔφθασε ἐκεῖ, γονάτισε καὶ μὲ στοργὴ κάλεσε τὴν ἀδελφή του καὶ τῆς εἶπε γλυκά:
— Ἀδελφή μου ἀγαπημένη! Ξύπνα, σὲ παρακαλῶ, καὶ πές μου, ποῦ ἔβαλες τὰ χρήματα τοῦ Τιμοθέου;
- Τὰ χρήματα, πατέρα καὶ ἀδελφέ μου, ἀπήντησε ἡ νεκρή, θὰ τὰ βρεῖτε κάτω ἀπὸ μία πέτρα στὸ πάτωμα τοῦ κρεβατιοῦ.
— Κοιμήσου ἐν εἰρήνῃ, ἀδελφή μου, πρόσθεσε ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος.
Τὰ χρήματα βρέθηκαν καὶ δόθηκαν στὸν Τιμόθεο, ποὺ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ἐκείνη πίστεψε στὸν Χριστό, κατηχήθηκε καὶ δέχθηκε τὸ Ἅγιο Βάπτισμα.
Θὰ χρειαζόταν νὰ προστεθοῦν πολλὲς σελίδες ἀκόμη γιὰ νὰ καταγράψουν τοῦ Ἁγίου τὰ θαύματα. Τοῦτο ὅμως θὰ μάκραινε πολὺ τὸν λόγο, πράγμα ποὺ δὲν θέλουμε. Τὰ λίγα ποὺ ἀναφέρθηκαν εἶναι ἀρκετά, γιὰ νὰ δεῖ ὁ καθένας πόσο πλούσια ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ χαρίτωσε τὸν ἅγιο καὶ μάρτυρα ἐπίσκοπο.
Εἴπαμε τὸν ἅγιο μάρτυρα, γιατί ἡ θεμελίωση καὶ αὔξηση τῆς νέας θρησκείας στὴν πολυάνθρωπο πόλη ἐξήγειρε τὸ μίσος τῶν εἰδωλολατρῶν ἐνάντια στοὺς πρωτεργάτες. Κάποια μέρα ἐνῶ ὁ γηραιὸς ἐπίσκοπος βρισκόταν στὸ σπήλαιό του, ἄρρωστος μὲ πυρετό, μανιασμένοι εἰδωλολάτρες ὄρμισαν στὸ σπήλαιο, ἅρπαξαν τὸν Ὅσιο καὶ τὸν ἔσυραν στὴν πλατεία τῆς Ταμασοῦ. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν βασάνισαν, τὸν σκότωσαν μὲ τὸ ξίφος. Ὁ Ἅγιος πέθανε προσευχόμενος γιὰ τοὺς δημίους του. Ὁ θάνατός του ὅμως δὲν κόρεσε τὴν μανία τοῦ ὄχλου, ποὺ ἔσπευσε νὰ φέρει ξύλα, νὰ ἀνάψει φωτιά, καὶ νὰ ρίξει μέσα τὸ ἅγιο σκήνωμα, γιὰ νὰ τὸ κάψει. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη τὸ πλῆθος τῶν χριστιανῶν δὲν κρατήθηκε.
Μὲ τὸν Μνάσωνα μπροστὰ ὤρμησε, διάλυσε τοὺς εἰδωλολάτρες, ἔσβησε τὴν φωτιά, καὶ ἀφοῦ μάζεψε μὲ εὐλάβεια τὸ ἅγιο λείψανο, τὸ πῆρε καὶ τὸ ἔθαψε μέσα στὴν ὑπόγεια σπηλιὰ μὲ δάκρυα στοργῆς κι εὐγνωμοσύνης. Τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε, ὅταν ἦταν στὴ ζωή, συνεχίστηκαν καὶ μετὰ τὸν θάνατό του, καὶ συνεχίζονται καὶ σήμερα. «Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοὶς ἁγίοις αὐτοῦ».
Ἡ θρησκεία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἠρακλειδίου καὶ τὸν ζῆλο του, μὰ καὶ τὶς ὑπεράνθρωπες προσπάθειες μιᾶς μικρῆς ὁμάδας ἀνθρώπων σκόρπισε τὸ φῶς τῆς νέας ζωῆς σ’ ὅλη τὴν πολυάνθρωπη πόλη, καὶ ἀναγέννησε μυριάδες ψυχές. Ἀξίζει νὰ σημειωθοῦν ἐδῶ μερικὰ ὀνόματα τῆς Ἱεραποστολικῆς αὐτῆς ὁμάδας: Ἠρακλείδιος, Μνάσων, Ρόδων, Θεόδωρος, Προκλιανῆ διακόνισσα, Γρηγόριος, Μακεδόνιος, Μακεδονία, Ἠρακλειδιανή.
Τὰ ὀνόματα αὐτὰ ἀντιπροσωπεύουν μερικὲς ἀπὸ τὶς ἅγιες μορφὲς ποὺ ἐργάστηκαν μὲ πίστη φλογερὴ καὶ αὐταπάρνηση γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ τόπου μας. Πόσα δὲν χρωστᾶμε σ' αὐτούς! Ἀλήθεια! Πόσα;
Ἀλλὰ καὶ ποιὰ καλύτερα παραδείγματα καὶ πρόσωπα μποροῦμε, ὅσοι πονοῦμε εἰλικρινὰ τὸν τόπο αὐτό, νὰ προβάλουμε καὶ σήμερα στὴ νεολαία μας ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς αὐτοὺς ἀγωνιστὲς τῆς πίστεως, τοὺς ἀγωνιστές ποὺ μέσα σ’ ἕναν κόσμο σάπιο ἀπ’ τὴν εἰδωλολατρία ὕψωσαν τὸ ἀνάστημά τους «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαὶς τῆς γῆς» (Ἑβρ. ια’ 37 – 38) καὶ ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν τὰ πάντα γιὰ τὸ εὐγενέστερο ἰδανικό, γιὰ τὴν θρησκεία τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ. Ἀξίζει στοὺς νέους νὰ ἀγωνίζονται καὶ νὰ πεθαίνουν γιὰ τὰ ἰδανικά τους. Καὶ ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος νέος ἔδωκε στὸν Χριστὸ τὴν καρδιά του, τὴν ὑγεία του, τὴν ζωή του. Οἱ αἰῶνες θὰ ξεθωριάζουν μέσα στὸν χρόνο. Ἕνα ὅμως θὰ μένει ἄφθαρτο κι ἀνέγγιχτο ἀπὸ τὴν καταλύτρια δύναμη τῶν καιρῶν. Τὸ ὄνομα ἐκείνων ποὺ ὑπέταξαν τὴν ζωή τους στὸν Χριστὸ καὶ ταύτισαν τὸ θέλημά τους μὲ τὸ δικό Του.
Ὁ Ἅγιος Ἠρακλείδιος εἶναι ἕνας ἀπ' αὐτούς.
Ἂς μιμηθοῦμε τὸ παράδειγμά του.
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ καλύτερος τρόπος νὰ δείξουμε σ’ αὐτὸν τὸν σεβασμό μας καὶ τὴ γνήσια ἀγάπη μας.
Γύρω στὰ 400 μ.Χ. πάνω ἀπὸ τὸ ὑπόγειο σπήλαιο, ποὺ περικλείει τὸν τάφο τοῦ Ἁγίου κτίστηκε ἡ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ἡ μονὴ αὐτὴ ἀνακαινίστηκε τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ ἔγινε γυναικεία. Στὸν ναὸ, κάθε Κυριακη καὶ γιορτὴ, πλήθη εὐλαβῶν χριστιανῶν συνέρχονται ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τῆς νήσου, γιὰ νὰ παρακολουθήσουν τὴ Θεία Λειτουργία καὶ τὶς ἄλλες ἱερὲς ἀκολουθίες. Συγχρόνως ὅμως καὶ νὰ προσκυνήσουν μ’ εὐλάβεια τὴν κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ νὰ τονωθοῦν ψυχικά.
Εἴθε ἡ χάρη του νὰ σκέπει καὶ νὰ φυλάει πάντα τὸ μαρτυρικὸ νησί μας κι ὅλους μας.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Τὴν ποίμνην ἐποίμανας, τὴν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, καὶ θείων, μακάριε, ναμάτων πάντων ψυχᾶς πλουσίως κατήρδευσος· ὅθεν τῶν σὲ τιμώντων ὁ χορὸς ἀναμέλπει, ὕμνους σοὶ καὶ γεραίρει, τὴν ἁγίαν σου μνήμην ἱκέτευε οὒν ἀεὶ ὑπὲρ ἡμῶν, ἱεράρχα Ἠρακλείδιε.

 Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Ποίημα τοῦ Μακ. Ἀρχ. Κύπρου κ.κ. Χρυσοστόμου.
Μέγαν εὔρατο τῶν Ταμασέων, πόλις κήρυκα καὶ ποιμενάρχην, τῆς ἐκκλησίας Χριστοῦ καὶ διδάσκαλον. Τῶν γὰρ εἰδώλων τὴν πλάνην κατήργησας, φῶς ἀληθείας κηρύξας τοὶς ἔθνεσιν. Ὅθεν, ἅγιε ἱεράρχα Ἠρακλείδιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.




Ὁ Ὅσιος Ἀναστάσιος ὁ Θαυματουργός ὁ ἐν Κύπρῳ 

Τὸ ὄνομά του κατέχει ξεχωριστὴ θέση στὶς καρδιὲς τῶν χριστιανῶν τῆς νήσου μας.
Τὰ πολλὰ καὶ διάφορα θαύματά του ἀναφέρονται ἀπ’ ὅλους μὲ βαθὺ σεβασμό.
Γιὰ τὴν ζωή του ὅμως λίγα, πολὺ λίγα, γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὴν φυλλάδα του μανθάνουμε, πὼς ἔζησε στὰ χρόνια τῶν Κομνηνῶν τὸν 12ο αἰώνα.
Ἐπίσης ὅτι ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους Ἕλληνες ποὺ ὑπηρετοῦσαν ὡς μισθοφόροι στὴ Γερμανία  καὶ ἔλαβαν μέρος στὴν δεύτερη σταυροφορία, ποὺ κίνησε ἀπὸ τὴν Δύση, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει δῆθεν τοὺς Ἁγίους Τόπους ἀπὸ τὰ χέρια τῶν μουσουλμάνων.
Σὰν τέλειωσε ἡ ἐκστρατεία, τριακόσιοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀποσύρθηκαν στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη.
Πόθος καὶ παλμὸς καὶ ἀγώνας τους ἕνας: Νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.
Γι’ αὐτὸ ζητοῦσαν κάποιο μέρος μακριὰ ἀπὸ τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου μὲ τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς καὶ τὶς τόσες παγίδες τοῦ Σατανᾶ, γιὰ νὰ περάσουν τὴ ζωή τους ἥσυχα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὴ σκέψη δοσμένα στὸν Θεό.
Στὸν τόπο ὅμως ἐκεῖνο ὁ πόθος τους ὁ ἱερὸς συνήντησε ἐμπόδιο ἀπροσπέλαστο τὸν παράλογο θρησκευτικὸ φανατισμὸ τῶν Λατίνων, οἱ ὁποῖοι καθημερινὰ δημιουργοῦσαν πολλὰ ἐπεισόδια καὶ ταλαιπωρίες στοὺς ὀρθοδόξους ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ. Ἡ συνεχὴς αὐτὴ δοκιμασία καὶ δίκαιη ἀγανάκτηση, ποὺ πλημμύριζε τὶς καρδιές τους γιὰ τὴν βάναυση καὶ ἀδικαιολόγητη τούτη συμπεριφορά τους εἰς βάρος ἀδελφῶν χριστιανῶν, συμπεριφορὰ ποὺ ἐκδηλωνόταν στὸ ὄνομα τοῦ Διδασκάλου τῆς ἀγάπης, τοὺς ἀνάγκασε νὰ σηκωθοῦν νὰ φύγουν. Μιὰ μέρα συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζὶ στὴν παραλία.
Ἐκεῖ βρῆκαν ἕνα πλοῖο, καὶ ἐπιβιβάστηκαν σ’ αὐτὸ μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα τους. Δυνατὴ ὅμως τρικυμία, καὶ ἴσως καὶ ναυάγιο, τοὺς ἔφερε στὰ δυτικὰ παράλια τῆς Κύπρου, στὴν περιοχὴ τῆς Πάφου.
Ἀπὸ ἐκεῖ, ἀφοῦ χωρίστηκαν σὲ ὁμάδες, διασκορπίσθηκαν σ’ ὅλο τὸ νησὶ καὶ ἐγκαταστάθηκαν μόνιμα σ’ αὐτό.
Ἐδῶ παρέμειναν καὶ ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη.
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ ποὺ τὴν εἶχαν χάρη στὴ μεγάλη τους πίστη, προώδευσαν πολὺ στὴν ἀρετὴ καὶ ἀξιώθηκαν νὰ κάμνουν καὶ θαύματα. Νὰ θεραπεύουν δηλαδὴ ὅλων τῶν εἰδῶν τὶς ἀρρώστιες ὄχι μονάχα ὅσο καιρὸ ἦσαν στὴν ζωή, ἄλλα καὶ ὕστερα ἀπὸ τὸν θάνατό τους. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς τριακόσιους ἀγωνιστὲς τοῦ καλοῦ καὶ ἐργάτης τῆς ἀρετῆς ὑπῆρξε καὶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος.
Μετὰ τὸν ἀποχωρισμό του ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὁ μακάριος αὐτὸς ἀθλητὴς προχώρησε καὶ πῆγε καὶ κατοίκησε κοντὰ στὴν Περιστερωνοπηγὴ τῆς Ἀμμοχώστου, ὅπου γρήγορα διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν ἁγιότητά του. Κάτω ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη Ἐκκλησία του ὑπάρχει καὶ σήμερα ἕνας ὑπόγειος χῶρος, ἕνα σπήλαιο, στὸ ὁποῖο συνήθως καταβαίνουν οἱ ἄρρωστοι, γιὰ νὰ βροῦν τὴν θεραπεία τους.
Στὸν χῶρο αὐτὸ διέμενε ὁ Ἅγιος. Ὑπὸ τὴν γῆν. «Ἐν ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς». Μήπως τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ὅλη ἀρετὴ τῶν χριστιανῶν τῶν χρόνων αὐτῶν θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσουμε καὶ σὲ τοῦτο τὸν παράγοντα; Ὅσο καιρὸ ἡ Ἐκκλησία διωκόμενη ζοῦσε κάτω ἀπ’ τὴν γῆ, μέσα στὶς τρύπες καὶ τὶς κατακόμβες, τὰ μέλη της εἶχαν καὶ ζῆλο καὶ εὐσέβεια καὶ βάθος πνευματικό.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ τὶς τρύπες ἀντικατέστησαν οἱ περικαλλεὶς ναοὶ μὲ τὶς ἀνέσεις τους, τὸ πνευματικὸ βάθος καὶ ἡ ἀληθινὴ θρησκευτικότητα λιγόστεψαν, ἔγιναν σπάνια εἴδη, ἐξανεμίσθηκαν. Ἂς μὴ φοβίζουν, λοιπὸν τοὺς χριστιανοὺς οἱ διωγμοὶ καὶ οἱ παρεμβαλλόμενες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κόσμου δυσκολίες στὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν τους καθηκόντων.
Ἀντίθετα. Αὐτὰ πρέπει νὰ τοὺς δυναμώνουν καὶ νὰ τοὺς ἐνθουσιάζουν. Βαθιὲς ρίζες στὴν γῆ ρίχνουν μόνο τὰ δέντρα ἐκεῖνα, ποὺ τὰ κτυποῦν δυνατὰ οἱ ἄνεμοι. Καὶ οἱ χριστιανοὶ ποὺ δοκιμάζονται, ἂς εἶναι ἕτοιμοι νὰ φωνάξουν μαζὶ μὲ τὸν πνευματοκίνητο τῆς Ἐκκλησίας Πατέρα, τὸν Ἰωάννη τὸν Χρυσοστομο. «Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον ἀλλ’ οὗ δεδοίκαμεν μὴ καταποντισθῶμεν ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἐστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλύσαι οὗ δύναται· ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει». Δηλαδὴ εἶναι πολλὰ τὰ κύματα καὶ τρομερὴ ἡ τρικυμία· ὅμως δὲν φοβόμαστε μήπως καταποντισθοῦμε.
Δὲν φοβόμαστε, γιατί στεκόμαστε ἐπάνω στὴν πέτρα. Ἂς μαίνεται ἡ θάλασσα. Τὴν πέτρα δὲν μπορεῖ νὰ τὴν διαλύσει. Ἂς σηκώνονται τὰ κύματα.
Τὸ πλοῖο τοῦ Ἰησοῦ δὲν θὰ δυνηθοῦν ποτὲ νὰ τὸ καταποντίσουν. Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ μεγάλου Ἱεράρχη ἐπανέλαβαν κατὰ καιροὺς ὅλοι οἱ ἅγιοι καὶ συνεπεῖς ἀγωνιστὲς τῆς ἀρετῆς. Μὲ τὸ πνεῦμα τῶν λόγων αὐτῶν ἔζησε καὶ ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος.
Σ’ ἕνα σπήλαιο εἶχε τὴν κατοικία του. Σ’ ἕναν χῶρο ὑγρό, χωρὶς ἥλιο, χωρὶς φῶς. Ἡ ἁγία ψυχή του ὅμως καθαρμένη καὶ φωτεινὴ ἀπὸ τὴ σχέση της μὲ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸν Χριστό, ἀνέβαινε καθημερινὰ σὲ ὕψη ἀρετῆς. Ἐδῶ εἶχε στημένο τὸν ἀργαλειό του στὸν ὁποῖο ὕφαινε σακιά, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ ζεῖ καὶ νὰ βοηθᾶ ἀκόμη καὶ ἐκείνους ποὺ ζητοῦσαν τὴν συνδρομή του.
Τὸ σπήλαιο αὐτὸ μέσα στὸ ὁποῖο ἀσκήτεψε ὁ ὅσιος διατηρεῖται ὡς σήμερα. Ὁ ἐπισκέπτης ποὺ εἰσέρχεται καὶ στέκεται στὴν εἴσοδό του προχωρεῖ καὶ καταβαίνει σ’ αὐτὸ ἀπὸ ἐννιὰ σκαλοπάτια.
Τὸ σπήλαιο εἶναι σκαλισμένο σ’ ἕνα βράχο. Τὸ ἐσωτερικό του εἶναι στενόμακρο μὲ στέγη καμαρωτὴ καὶ στὸ μέσο στηρίζεται σὲ μία κολώνα, ποὺ ἔχει ὕψος δυὸ περίπου μέτρα.
Ἡ κολώνα πάλι στέκεται σ’ ἕνα κιονόκρανο Κορινθιακοῦ ρυθμοῦ. Στὸ κιονόκρανο πατοῦν συνήθως οἱ ἄρρωστοι, καὶ ἀφοῦ ἀγκαλιάσουν τὴν κολώνα, περιστρέφονται γύρω ἀπ’ αὐτὴν τρεῖς φορές, γιὰ νὰ γιατρευτοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους καὶ τὶς νευραλγίες τους. Στὴ νότια πλευρὰ τοῦ σπηλαίου εἶναι μία μικρὴ πεζούλα καὶ κάτω ἀπὸ αὐτὴν ὁ τάφος τοῦ ἁγίου. Πάνω στὴν πεζούλα εἶναι τοποθετημένη μία εἰκόνα του καὶ δίπλα σ’ αὐτὴ εἶναι μερικὰ ξύλινα ἐργαλεῖα, σακκοράφια καὶ σαΐτες ὑφαντικῆς (μακούτζια), ποὺ χρησιμοποιοῦσε ὁ μακάριος ἀσκητὴς γιὰ τὴ δουλειά του. Τὰ ἀντικείμενα αὐτὰ πολὺ τὰ σέβονται οἱ πιστοὶ καὶ σ’ αὐτὰ ἀποδίδουν θεραπευτικὲς Ἰδιότητες. Οἱ προσκυνητὲς ποὺ ἐπισκέπτονται τὸν Ἅγιο, παίρνουν μὲ σεβασμὸ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐργαλεῖα καὶ τὰ τρίβουν μ’ εὐλάβεια στὸ μέρος τοῦ σώματος ποὺ πονοῦν, καὶ ἐπικαλοῦνται τὴ βοήθειά του γιὰ νὰ θεραπευτοῦν ἀπὸ τοὺς πόνους τους, τὶς «τζεγκιές τους».
Τὰ σύνεργα αὐτὰ πολλὰ λένε καὶ σ’ ἐμᾶς. Δούλευαν οἱ ἅγιοι γιὰ νὰ ζήσουν. Δούλευαν διάφορες ἐργασίες. Καὶ ὅμως οἱ ἐργασίες τους αὐτὲς ποτὲ δὲν στάθηκαν ἐμπόδιο στὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων καὶ τὴν σωτηρία τους. Τονίζουμε ἰδιαίτερα τὸ σημεῖο αὐτό, γιατί πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε πὼς τὸ ζήτημα τοῦτο δημιουργεῖ καὶ στὴν ἐποχή μας μεγάλη παρεξήγηση.
Πολλοὶ καὶ πολλές, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν θρησκευτική τους ἀδιαφορία, προβάλλουν σὰν αἰτία τὴν ἐργασία. Θέλουμε καὶ ἐμεῖς, λένε, νὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ἐκτελέσουμε τὰ θρησκευτικά μας καθήκοντα. Μὰ δὲν βρίσκουμε καιρό. Μᾶς τρῶνε οἱ δουλειές. Ἔχουν δίκαιο; Ὄχι! Καμιὰ νόμιμη ἐργασία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἐμπόδιο σὲ κάποιον ποὺ θέλει νὰ ζεῖ τὴν χριστιανικὴ ζωή.
Τὴν ἀλήθεια αὐτὴ βεβαιώνει τὸ παράδειγμα τῶν μυριάδων ἐργατῶν τῆς ἀρετῆς.
Τὸ διακηρύττει ἀκόμη μὲ τὴν ζωή του καὶ ὁ Ἅγιος μας.
Ἔζησε μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ἐργαζόμενος σκληρὰ καὶ καλλιεργώντας καθημερινὰ μὲ προσοχὴ καὶ φόβο Θεοῦ τὴν εὐσέβεια καὶ τὴν χριστιανικὴ μόρφωση τῆς ψυχῆς του ὡς τὶς τελευταῖες του στιγμές.
Πρὶν κλείσει τὰ μάτια κοινώνησε γιὰ τελευταία φορὰ τὰ ἄχραντα μυστήρια καὶ ἀφοῦ κάλεσε κοντὰ του τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ συνέστησε σ’ ὅλους νὰ ἔχουν μεταξὺ τους ὁμόνοια καὶ ἀγάπη, ἀφῆκε τὴν ἁγία ψυχή του νὰ φτερουγίσει ἤρεμα γιὰ τὰ αἰθέρια παλάτια τ’ οὐρανοῦ. Ἔφυγε ἀνάλαφρα 17 τοῦ Σεπτέμβρη, γιὰ νὰ ξαποστάσει κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἀγάπησε μὲ τὴν καρδιὰ του ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια.
Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν μὲ βαθιὰ συγκίνηση πληροφορήθηκαν τὴν κοίμησή του. Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔτρεξαν κοντὰ στὸ τίμιο σκήνωμά του γιὰ νὰ τὸ προσκυνήσουν καὶ νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ μὲ ὕμνους ἐξοδίους τὸ κήδευσαν. Καὶ ὁ Κύριος ποὺ ὑποσχέθηκε, πὼς «θὰ δοξάζει πάντα αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐδόξασαν», δοξάζει καὶ τιμᾶ καὶ σήμερα τὴν μνήμη του ὄχι μόνο στὸν οὐρανό, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ στὴν γῆ.
Πολλὰ καὶ ποικίλα θαύματα γίνονται κάθε χρόνο σὲ ὅσους μ’ εὐλάβεια καὶ πίστη καταφεύγουν στὴν μεσιτεία του, ποὺ δίνουν τὴν εὐκαιρία στὸν καθένα νὰ ὑμνήσει μὲ εὐφρόσυνη ψυχῆς τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ μὰ καὶ νὰ θαυμάσει τὴν ἀρετὴ τοῦ ἁγίου.
Μὲ αὐτοὺς ἂς ἑνωθοῦμε καὶ ἐμεῖς.
Ἂς ἑνωθοῦμε νοερὰ καὶ μὲ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιὰ ἂς τοῦ ποῦμε:
Πανεύφημε Ἀναστάσιε, τῶν ἀσκητῶν ἐγκαλλώπισμα, Ἀγγέλων συνόμιλε, δικαίων ὁμόσκηνε καὶ ὁσίων, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, εἰρήνην τῇ οἰκουμένῃ δωρήσασθαι καὶ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν τὸ μέγα ἔλεος.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῆς ἐρήμου πολίτης καὶ ἐν σώματι ἄγγελος καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Θεοφόρε πατὴρ ἡμῶν Ἀναστάσιε. Νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή, οὐράνια χαρίσματα λαβῶν, θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας, καὶ τὰς ψυχὰς τῶν πίστει προστρεχόντων σοι. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.




Ὁ Ἅγιος Εὐξίφιος 

Ἡ μνήμη του ἀναφέρεται ἐπιγραμματικὰ στὸ «Μικρὸν Εὐχολόγιον ἢ Ἁγιασματάριον», ἔκδοση Ἀποστολικῆς Διακονίας 1956, χωρὶς ἄλλες πληροφορίες. Πουθενὰ ἄλλου δὲν ἀναφέρεται ἡ μνήμη του.
Ἴσως συγχέεται μὲ τὸν Ἅγιο Αὐξίβιο (17 Φεβρουαρίου). (Ἐδῶ ὁρισμένοι Συναξαριστές, ἀναφέρουν μαζί του καὶ τὴν μνήμη τῶν 300 Ἀλαμανῶν Κυπρίων).

16 Σεπτεμβρίου Συναξαριστής Ευφημίας Μεγαλομάρτυρος, Μελιτίνης, Λουντμίλας, Δωροθέου ο εν Αιγύπτω, Κυπριανού Οσίου, Νινιάν, Editha.


Ἡ Ἁγία Εὐφημία ἡ Μεγαλομάρτυς 

Ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ.
Γεννήθηκε στὴν Χαλκηδόνα ἀπὸ οἰκογένεια θεοσεβῆ καὶ εὐγενική. Οἱ γονεῖς της Ψιλόφρων καὶ Θεοδωριανὴ φρόντισαν ὥστε ἡ θυγατέρα τους νὰ ἀναπτύξει κάθε χριστιανικὴ ἀρετή.
Ἡ Εὐφημία ἐξελίχθηκε σὲ ἄνθρωπο μὲ σπάνια χαρίσματα καὶ δυνατὸ χριστιανικὸ φρόνημα, τὸ ὁποῖο ἐπέδειξε ὅταν ὁ εἰδωλολάτρης ἀνθύπατος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Πρίσκος διέταξε νὰ παρευρεθοῦν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Χαλκηδόνας σὲ γιορτή, τὴν ὁποία ὀργάνωνε πρὸς τιμὴ τοῦ θεοῦ τῶν εἰδωλολατρῶν Ἄρη.
Τότε ἡ Εὐφημία ἀποφάσισε μαζὶ μὲ ἄλλους χριστιανοὺς νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὴ γιορτὴ τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς αἰχμαλωσίας της οἱ ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πείσουν τὴν Ἁγία νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη της καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὰ εἴδωλα.

Ὅταν συνειδητοποίησαν πὼς ἡ Εὐφημία δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἀλλάξει τὴν πίστη της μὲ τοὺς λόγους, τὴν βασάνισαν φριχτά. Ὅμως μὲ τὴ θεία χάρη, ἡ Ἁγία δὲν ἔπαθε τίποτα ἀπὸ τὰ βασανιστήρια.
Τελικὰ οἱ δήμιοι, τὴν ἔριξαν σὲ ἄγρια θηρία καὶ ἡ Εὐφημία βρῆκε τὸ θάνατο ἀπὸ μία ἀρκούδα.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τῷ θείῳ ἔρωτι, λαμπρῶς ἀθλήσασα, εἰς oσμὴν ἔδραμες, Χριστοῦ πανεύφημε, οἶα νεᾶνις παγκαλής, καὶ Μάρτυς πεποικιλμένη· ὅθεν εἰσελήλυθας, εἰς παστάδα οὐράνιον, κόσμῳ διανέμουσα, ἰαμάτων χαρίσματα, καὶ σώζουσα τοὺς σοὶ ἐκβοῶντας· χαίροις θεόφρον Εὐφημία.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν αἱμάτων βλύσεσι Πανεύφημε· ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.

Μεγαλυνάριον.
Εὔφημόν σοι αἶνον καὶ ἱερόν, πανεύφημε Μάρτυς, ἀναμέλπομεν εὐπρεπῶς· σὺ γὰρ Εὐφημία, ἐμπρέψασα εὐφήμως, τῷ Λόγῳ ἐδοξάσθης, ὡς καλλιπάρθενος.





Ἡ Ἁγία Μελιτίνη ἡ Μάρτυς 

Ἡ Ἁγία Μελιτίνη ἔζησε τὸ ἔτος 160 μ.Χ., ἐπὶ βασιλείας Ἀντωνίνου, ὁ ὁποῖος ἦταν πολὺ εὐσεβής.
Ὁ τότε ἡγεμόνας τῆς Θράκης, ὀνόματι Ἀντίοχος, ἀπὸ τοὺς πιὸ σκληροὺς πολέμιους τῶν χριστιανῶν, διέταξε νὰ συλλάβουν τὴν Μελιτίνη, μὲ τὸ αἰτιολογικὸ ὅτι διέδιδε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὸν Χριστό. Προσπάθησε νὰ τὴν κάνει νὰ ἀλλάξει πίστη ἀλλὰ μάταια. Ἀνέλαβε τότε ἡ γυναίκα του, ἡ ὁποία μὲ διάφορα ὕπουλα γυναικεία μέσα προσπάθησε νὰ κάνει τὸ ἴδιο. Ἀλλὰ δυστυχῶς ἔπεσε στὴν παγίδα ποὺ ἑτοίμαζε ἡ ἴδια. Ἔγινε κι αὐτὴ χριστιανὴ καὶ μαζὶ μὲ τὴν Μελιτίνη, κρυφὰ ἀπὸ τὸν Ἀντίοχο ἔκαναν πολλοὺς εἰδωλολάτρες χριστιανούς.
Ὅταν τὸ ἔμαθε ὁ Ἀντίοχος τὶς ἀποκεφάλισε καὶ τὶς δύο.




Ἡ Ἁγία Λουντμίλα 

Ἡ Ἁγία Λουντμίλα γεννήθηκε πιθανῶς τὸ 856 μ.Χ., ἀπὸ γονεῖς εὐγενεῖς, ἀλλὰ εἰδωλολάτρες.
Ὅταν ἦταν 16 χρονῶν, παντρεύτηκε μὲ τὸν ἡγεμόνα τῶν Τσέχων Μποριβόια. Μὲ τὴν παρουσία τῶν ἱεραποστόλων Μεθοδίου καὶ Κυρίλλου στὴν χώρα τους ἔγιναν χριστιανοί. Ἔκτισαν πολλὲς ἐκκλησίες, κάλεσαν ἱερεῖς καὶ ἔκαναν πάρα πολλὰ γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς χώρας.
Ὁ ἄντρας της ὅμως σὲ ἡλικία 36 χρονῶν πέθανε καὶ ἡ Λουντμίλα ἀφιέρωσε ὅλη τὴν ὑπόλοιπη ζωή της στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ἀργότερα τὴν ἡγεμονία ἀνέλαβε ὁ ἐγγονός της Βιατσεσλάβος καὶ ἡ νύφη της Δραγομίρα προσπάθησε νὰ φέρει πάλι τὴν εἰδωλολατρία. Ἐμποδίστηκε ὅμως μὲ πολλοὺς τρόπους ἀπὸ τὴ Λουντμίλα, ἡ ὁποία ἀπειλήθηκε ἀκόμα καὶ μὲ θάνατο ἀπὸ τὴν Δραγομίρα. Γιὰ νὰ γλιτώσει, πῆγε καὶ κρύφτηκε σὲ ἕναν πύργο.
Ἐκεῖ τὴν βρῆκαν οἱ ἀπεσταλμένοι τῆς Δραγομίρας καὶ τὴν θανάτωσαν. Ἀργότερα ὁ ἐγγονὸς της μετέφερε τὸ λείψανό της στὴν Πράγα, ὅπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.





Ὁ Ὅσιος Δωρόθεος ὁ ἐν Αἰγύπτῳ ὁ Ἐρημίτης († 4ος αἰ.) 

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.





 Ὁ Ὅσιος Κυπριανὸς Μητροπολίτης Κιέβου, Ρῶσος († 1406)

Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.





Ὁ Ἅγιος Νινιάν (Βρετανός) 

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.





Ἡ Ἁγία Edithac (Ἀγγλίδα) 

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς Ἁγίας τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Δημοφιλείς αναρτήσεις