Ἡ Γέννησις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου
«Ἀποκάλυψαν πρὸς Κύριον τὴν ὁδόν σου καὶ ἔλπισον ἐπ’ αὐτόν, καὶ τῆς ποιήσει».
Φανέρωσε στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη τὸν δρόμο καὶ τὶς ἐπιδιώξεις καὶ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς σου καὶ ἔλπισε σ’ Αὐτὸν καὶ θὰ κάνει ἐκεῖνα ποὺ ζητᾶς καὶ χρειάζεσαι.
Μ’ αὐτὴ τὴν ἐμπιστοσύνη καὶ ἐλπίδα, ὁ Ἰωακεὶμ καὶ ἡ Ἄννα ἱκέτευαν προσευχόμενοι τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει παιδί, νὰ τὸ ἔχουν γλυκειὰ παρηγοριὰ στὰ γεράματά τους. Καὶ τὴν ἐλπίδα τους, ὁ Θεὸς, τὴν ἔκανε πραγματικότητα. Τοὺς χάρισε τὴν Παρθένο Μαριάμ, ποὺ ἦταν ὁρισμένη νὰ γεννήσει τὸν Σωτῆρα τοῦ κόσμου καὶ νὰ λάμψει σὰν ἡ πιὸ εὐλογημένη μεταξὺ τῶν γυναικών. Ἦταν ἐκείνη, ἀπὸ τὴν ὁποία ἔμελλε νὰ προέλθει Αὐτὸς ποὺ θὰ συνέτριβε τὴν κεφαλὴ τοῦ νοητοῦ ὄφεως.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δόθηκαν οἱ προτυπώσεις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Μία εἶναι καὶ ἡ βάτος στὸ Σινᾶ, τὴν ὁποία ἐνῷ εἶχαν περιζώσει φλόγες φωτιᾶς, αὐτὴ δὲν καιγόταν. Ἦταν ἀπεικόνιση τῆς Παρθένου, ποὺ θὰ γεννοῦσε τὸν Σωτῆρα Χριστὸ καὶ συγχρόνως θὰ διατηροῦσε τὴν παρθενία της.
Ἔτσι, ἡ Ἄννα καὶ ὁ Ἰωακείμ, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβίδ, μὲ τὴν κραταιὰ ἐλπίδα ποὺ εἶχαν στὸν Θεὸ ἀπέκτησαν ἀπ’ Αὐτὸν τὸ ἐπιθυμητὸ δῶρο, ποὺ θὰ συντροφεύει τὸν κόσμο μέχρι συντέλειας αἰώνων.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οἰκουμένῃ· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν· καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν· καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν, ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’.
Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὀνειδισμοῦ ἀτεκνίας, καὶ Ἀδὰμ καὶ Εὔα ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ἠλευθερώθησαν Ἄχραντε, ἐν τῇ ἁγίᾳ Γεννήσει σου. Αὐτὴν ἑορτάζει καὶ ὁ λαός σου, ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων, λυτρωθεὶς ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Σήμερον γεννᾶται περιφανῶς, ἐξ ἐπαγγελίας, ἡ Θεόνυμφος Μαριάμ, ἡ προορισθεῖσα, τῷ Λόγῳ πρὸς αἰώνων· ὑμνήσωμεν οὖν πάντες ταύτης τὴν γέννησιν.
Οἱ Ἅγιοι Ροῦφος καὶ Ρουφιανός οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Σέβηρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος Ἀρτεμίδωρος ὁ Μάρτυρας
Μαρτύρησε διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Νεομάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ μία κωμόπολη τῆς Θεσσαλονίκης τὴν Κουλιακιᾶ. Ὁ πατέρας του ἦταν προεστὸς τῆς χώρας ἐκείνης καὶ ὀνομαζόταν Πολύχρους, ἡ δὲ μητέρα του Λούλουδα. Ἦταν δὲ καὶ οἱ δύο εὐσεβεῖς χριστιανοί.
Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀθανάσιος παρακολούθησε μαθήματα στὸ Ἑλληνικὸ Σχολεῖο τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ἀργότερα μαθήτευσε κοντὰ στὸν Ἀθανάσιο τὸν Πάριο. Ἀργότερα φοίτησε στὴ Σχολὴ τοῦ Βατοπεδίου στὸν Ἄθωνα, κοντὰ στὸν Παναγιώτη Παλαμά.
Ὕστερα ᾖλθε στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει καὶ πάλι στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ μετὰ ἐπανῆλθε στὴν πατρίδα του Κουλιακιᾶ. Ἐκεῖ κατηγορήθηκε ψευδῶς, ὅτι ὁμολόγησε τὴν μουσουλμανικὴ θρησκεία καὶ ἔτσι τὸν πίεζαν καθημερινὰ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστιανισμό. Ὁ Ἀθανάσιος ὅμως, ἔμεινε ἀκλόνητος στὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ φυλακίστηκε. Μετὰ ἀπὸ διάφορες προσπάθειες τῶν Τούρκων, κατὰ τὴν πολυήμερη φυλάκισή του, νὰ ἐξισλαμιστεῖ, ὁ μάρτυρας ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ σὰν ἀληθινὸ Θεό.
Ἔτσι τὸν ἀπαγχόνισαν ἔξω ἀπὸ τὴ Θεσσαλονίκη στὶς 8 Σεπτεμβρίου 1774.
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος
Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος ἐπίσκοπος Ἀχταλείας τῆς Ἰβηρίας, γεννήθηκε στὸν Πόντο ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς καὶ ἐνάρετους. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στὰ Θεῖα καὶ ἰδιαίτερα στὴν μοναχικὴ ζωή. Τὸ πρῶτο ὄνομα τοῦ Σωφρονίου ἦταν Συμεών.
Στὶς Μονὲς διδάχτηκε τὰ ἱερὰ γράμματα καὶ σὲ μεγάλο βαθμὸ τὴν μοναχικὴ ζωή. Τότε ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σωφρόνιος καὶ κατόπιν ἱερέας. Μετὰ ὁ ἡγούμενος τὸν στέλνει στὸ μεταλλεῖο στὴν Ἰβηρία σὲ ἕνα χωριὸ μὲ τὴν ὀνομασία Δάλ – βέρ. Ἐκεῖ προσέλκυσε τὸ σεβασμὸ τῶν κατοίκων ποὺ τὸν χειροτονοῦν ἐπίσκοπο. Τότε δέχτηκε μία βαρβαρικὴ ἐπιδρομὴ ποὺ κατέστρεψαν τὰ πάντα.
Ὁ Σωφρόνιος πιάστηκε αἰχμάλωτος καὶ πουλήθηκε σὲ μία γυναῖκα, ἡ ὁποία τὸν ἀπελευθέρωσε καὶ τὸν ἔστειλε στὴν Τραπεζούντα. Ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὸ χωριό του.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του ἔγινε τὸ 1824 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βαζελώνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου