Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ ότι συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ. αλλ' ως ο Ληστής ομολογώ σοι. Μνήσθητι μου Κύριε, εν τη βασιλεία σου.

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΑΣΤΙΑΝΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ( ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ )

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

15 Μαΐου Συναξαριστής Παχωμίου τοῦ Μεγάλου, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Τορκουάτου, Κτησιφῶντος, Σεκούνδου, Ἰνδαλετίου, Καικιλίου, Ἠσυχίου καὶ Εὐφρασίου, Σιμπλικίου Μάρτυρα, Ἀχιλλίου Ἐπισκόπου, Σιλβανοῦ τοῦ Ταβεννησιώτου, Ἰλαρίου Ὁσίου, Βαρβάρου τοῦ Μυροβλύτου, Πανηγυρῖου Ὁσίου, μνήμη ἐν τῷ περιτειχίσματι καὶ ἡ ἀνάδειξη τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοίς, Ἠσαΐου Θαυματουργοῦ, Ἠσαΐου Ὁσίου, Ἀνδρέαου Ἐρημίτου, Παχωμίου Ἀναχωρητοῦ, Εὐφροσύνου Θαυματουργοῦ, Σεραπίωνος Ὁσίου, Δημητρίου Πρίγκιπος, Παχωμίου τοῦ Κένο, ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Ἁγίου Τύχωνος, Νικολάου Ἱερομάρτυρος, Ἀβερκίου Ἱερομάρτυρος, Παχωμίου Ἱερομάρτυρος, ἐπανακομιδῆ τιμίας κάρας Ἀποστόλου Τίτου.


Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Μέγας

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος γεννήθηκε τὸ 292 μ.Χ. στὴν Κάτω Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.). Στὸ στρατό, στὸν ὁποῖο κατετάγη, γνωρίσθηκε μὲ Χριστιανοὺς στρατιῶτες καὶ διδάχθηκε ἀπὸ αὐτοὺς τὰ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Ὅταν δὲ ἀπολύθηκε ἀπὸ τὶς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἀφοῦ μετέβη στὴν Ἄνω Θηβαΐδα, βαπτίσθηκε καὶ ἐκάρη μοναχός.

Ἐπιθυμώντας μεγαλύτερη ἡσυχία, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἐρημικὴ ζωὴ καὶ τὴν ἄσκηση, κατέφυγε στὴν ἔρημο καὶ ἐτέθη ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ περίφημου ἠσυχαστοῦ Παλάμονος (τιμᾶται 12 Αὐγούστου), τοῦ ὁποίου ἔγινε τέλειος μιμητής.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα, περὶ τὸ 320 μ.Χ., κατέφυγε σὲ ἔρημο νησῖδα τοῦ Νείλου, στὴ νῆσο Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδας, ὅπου βοηθούμενος καὶ ἀπὸ τὸν ἀσπασθέντα τὸ μοναχικὸ σχῆμα ἀδελφό του Ἰωάννη, ἵδρυσε μικρὴ μονή.

Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς συνέσεώς του, εἵλκυσε πολλοὺς μοναχούς, ἐξαιτίας δὲ τούτου ὁλοένα καὶ μεγάλωνε τὴ μονή του, ὥστε σὲ διάστημα ὀλίγων ἐτῶν αὐτὴ νὰ ἀριθμεῖ περισσότερους ἀπὸ 14.000 μοναχούς.
Ἔτσι ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἔγινε ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγάλους οἰκιστὲς καὶ ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος θεωρεῖται θεμελιωτὴς τῆς κοινοβιακῆς ὀργανώσεως τῶν ἀσκητῶν. Ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, βιβλίο ποὺ ἔγραψε ὁ Παλλάδιος περὶ τὸ 420 μ.Χ., οἱ μοναχοὶ τοῦ Παχωμίου, ποὺ ὀνομάζονταν Ταβεννησιῶτες, ζοῦσαν ἀνὰ τρεῖς σὲ μικρὰ οἰκήματα. 
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἐπέβαλε στοὺς μοναχοὺς κοινὴ προσευχὴ κάθε πρωὶ καὶ βράδυ (συνολικὰ βέβαια οἱ μοναχοὶ προσεύχονταν, σύμφωνα μὲ τὸν Κανόνα, δώδεκα φορὲς τὴν ἡμέρα καὶ δώδεκα τὴ νύχτα), κοινὴ ἐργασία, κοινὰ ἔσοδα, κοινὲς δαπάνες, κοινὰ γεύματα καὶ ὁμοιόμορφη ἐνδυμασία. Τὰ γεύματά τους ἀποτελοῦνταν ἀπὸ φυτικὲς τροφὲς καὶ τυρί. 
Κατ’ αὐτὰ οἱ μοναχοὶ δὲν μιλοῦσαν μεταξὺ τοὺς καί, γι’ αὐτό, συνεννοοῦνταν μὲ νεύματα. Κάλυπταν δὲ τὰ πρόσωπά τους κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ βλέπουν μόνο τὴν τράπεζα. Ἡ ὁμοιόμορφη στολὴ τοὺς ἀποτελεῖτο ἀπὸ τὰ ἑξῆς ἐνδύματα: λινὸ χιτῶνα («λεβιτωνάριο»), ποὺ ἔφθανε λίγο κάτω ἀπὸ τὰ γόνατα καὶ ζωνόταν μὲ ζώνη, λευκὸ μαλλοφόρο ἔνδυμα αἰγὸς ἢ προβάτου («μηλωτή»), ἐπίσης ζωσμένο, ποὺ ἔφθανε ὡς τὰ γόνατα καὶ εἶχε τὴ μαλλοφόρο ὄψη πρὸς τὰ ἔξω, κωνοειδὲς κουκούλιο, ποὺ στὸ πίσω μέρος ἔφθανε ὡς τοὺς ὤμους, καὶ μικρὸ λινὸ ὠμοφόριο («μαφόριον» ἢ «μαφόριον»), ποὺ κάλυπτε συνήθως τὸν αὐχένα καὶ τοὺς ὤμους. Ὑποδήματα σπανίως χρησιμοποιοῦσαν.
Οἱ Ταβεννησιῶτες μοναχοὶ κοιμοῦνταν καθήμενοι καὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων κάθε Σάββατο καὶ Κυριακή. Διαιροῦνταν σὲ εἴκοσι τέσσερα τάγματα, καθένα ἀπὸ τὰ ὁποία χαρακτηρίζονταν μὲ ἕνα γράμμα τῆς ἀλφαβήτου, ἀνάλογα μὲ τὴν κατάσταση καὶ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς ἐκείνων ποὺ τὸ ἀποτελοῦσαν.
Πνεῦμα ὀργανωτικὸ καὶ ἀπαράμιλλος στὴν καθοδήγηση καὶ διακυβέρνηση προσώπων καὶ πραγμάτων, κατόρθωσε νὰ διατηρήσει μεταξὺ τοῦ πλήθους τῆς περὶ αὐτὸν ἀδελφότητας πειθαρχία καὶ ἀγάπη, φροντίζοντας ὡς φιλόστοργος πατέρας γιὰ τὶς πνευματικὲς καὶ ὑλικές τους ἀνάγκες, διὰ δὲ τῶν σοφῶν συμβουλῶν του καὶ τοῦ παραδείγματός του νὰ τοὺς ἐνθερρύνει στὸν ἀγῶνα πρὸς τὴν ἁγιότητα. Λόγω τῆς θεοσεβείας καὶ τῆς θεοφιλοῦς δράσεώς του ὁ Ὅσιος Παχώμιος προικίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ διὰ τῆς χάριτος τῆς θαυματουργίας καὶ ἐπιτέλεσε πλεῖστα ὅσα θαύματα.
Τὸ 348 μ.Χ. περιποιούμενος ὁ ἴδιος τοὺς μοναχοὺς ποὺ ἀσθένησαν ἀπὸ πανώλη, ἀρρώστησε καὶ ὁ ἴδιος καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο πέθανε. Τὸν Ὅσιο Παχώμιο διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία τῆς μονῆς ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος ὁ Ἠγιασμένος (τιμᾶται 16 Μαΐου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Ἀγελάρχης ἐδείχθης τοῦ Ἀρχιποιμένος, Μοναστῶν τᾶς ἀγέλας Πάτερ Παχώμιε, πρὸς τὴν μάνδραν ὁδηγῶν τὴν ἐπουράνιον, καὶ τὸ πρέπον ἀσκηταίς, ἐκεῖθεν σχῆμα μυηθεῖς, καὶ τοῦτο πάλιν μυήσας, νῦν δὲ σὺν τούτοις ἀγάλλη, καὶ συγχορεύεις ἐν οὐρανίαις σκηναίς.


Κοντάκιον  Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Φωστὴρ φαεινός, ἐδείχθης ἐν τοὶς πέρασι τὴν ἔρημον δέ, ἐπόλισας τοὶς πλήθεσι, σεαυτὸν ἐσταύρωσας, τὸν σταυρόν σου ἐπ’ ὤμων ἀράμενος, καὶ ἀσκήσει τὸ σῶμα, κατέτηξας, πρεσβεύων ἀπαύστως ὑπὲρ πάντων ἠμῶν. 



Οἱ Ἅγιοι Τορκουάτος, Κτησιφῶν, Σεκοῦνδος, Ἰνδαλέτιος, Καικίλιος, Ἠσύχιος καὶ Εὐφράσιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Τορκουάτος, Κτησιφῶν, Σεκοῦνδος, Ἰνδαλέτιος, Καικίλιος, Ἠσύχιος καὶ Εὐφράσιος μαρτύρησαν στὴν Ἱσπανία κατὰ τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ., ὅπου κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν ἀπεστάλησαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. 
Ὁ Ἅγιος Τορκουάτος κήρυξε στὴν πόλη Γκουάντιξ κοντὰ στὴ Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Καικίλιος στὴ Γρανάδα, ὁ Ἅγιος Κτησιφῶν στὴν πόλη Μπέργκα, ὁ Ἅγιος Εὐφράσιος στὴν πόλη Ἀντουγιάρ, ὁ Ἅγιος Ἠσύχιος στὸ Γιβραλτάρ, ὁ Ἅγιος Ἰνδαλέτιος στὴν πόλη Οὔρσι κοντὰ στὴν Ἀλμέρια καὶ ὁ Ἅγιος Σεκοῦνδος στὴν πόλη Ἄβηλα.



Ὁ Ἅγιος Σιμπλίκιος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σιμπλίκιος μαρτύρησε στὴ Σαρδηνία τὸ 304 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοὺ (284-305 μ.Χ.).



Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος Ἐπίσκοπος Λαρίσης

Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο ἥμισυ τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. στὴν Καππαδοκία τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἀπὸ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἔζησε κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Μεγάλου (306-337 μ.Χ.).
Ἀφοῦ ἔτυχε εὐσεβοῦς παιδείας, ἀπὸ θεῖο ζῆλο κινούμενος, ἐπισκέφθηκε τοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ στὴ συνέχεια τὴ Ρώμη, ὅπου τὰ λείψανα καὶ οἱ τάφοι τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου προσείλκυαν τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς. Ἀσπάσθηκε τὸ μοναχικὸ σχῆμα καὶ ἐπιδόθηκε στὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, περιεχόμενος τὶς διάφορες χῶρες καὶ ἀψηφώντας τὶς ταλαιπωρίες καὶ τοὺς κινδύνους. 
Ἡ θεοφιλὴς δράση του καὶ τὰ πολλὰ πνευματικὰ χαρίσματα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦταν στολισμένος, τὸν ἀνέδειξαν Ἐπίσκοπος Λαρίσης.
Ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος ἔλαβε μέρος στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ποὺ ἔγινε τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου.
Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴ Λάρισα, ἐπιδόθηκε μὲ ζῆλο στὴ στερέωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως τοῦ ποιμνίου του, μὲ τὴν ὑποστήριξη δὲ τοῦ αὐτοκράτορα κατόρθωσε νὰ καταστρέψει τοὺς εἰδωλολατρικοὺς ναοὺς καὶ νὰ ἱδρύσει στὴ θέση τοὺς Χριστιανικούς.
Ἔτσι θεοφιλῶς ἀφοῦ ἔζησε ὁ Ἅγιος Ἀχίλλιος καὶ ἀφοῦ ἐπιτέλεσε πολλὰ θαύματα, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.

Λαρίσης σὲ πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε, σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασι τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμω. Ἣν πάτερ ἐξευμενίζου, τοὶς σὲ γεραίρουσι.




Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ὁ Ταβεννησιώτης

Ὁ Ὅσιος Σιλβανὸς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴν Ταβέννη τῆς Ἄνω Θηβαΐδος, κοντὰ στὸν Ὅσιο Παχώμιο τὸν Μέγα. Ὁ Ὅσιος διακρίθηκε γιὰ τὸ χάρισμα τῶν δακρύων, τὸ προφητικὸ δῶρο καὶ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.



Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος

Ὁ Ὅσιος Ἰλάριος ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν Τοσκάνη. Ἀσκήτεψε στὰ Ἀπέννινα Ὄρη ἐπὶ πενήντα δυὸ χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 558 μ.Χ.




Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Μυροβλύτης

Ὁ Ὅσιος Βάρβαρος ἀνῆκε, σύμφωνα μὲ τὸν ἐγκωμιαστή του Κωνσταντῖνο Ἀκροπολίτη καὶ τὸ Συναξάρι, σὲ λῃστρικὴ ὁμάδα Ἀράβων, ἡ ὁποία ἐπέδραμε στὴ νότια Ἤπειρο καὶ τὴν Αἰτωλία ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ τοῦ Τραυλοῦ (820-829 μ.Χ.). 
Σὲ κάποια σύγκρουση οἱ σύντροφοί του φονεύθηκαν καὶ ἀπὸ τότε ὁ Βάρβαρος περιφερόταν μόνος «λῄσταρχος γενόμενος, καὶ ποιῶν ἀβάτους τᾶς ὁδούς, οἰκῶν ἐν ὄρεσι καὶ ἀλυσώδεσι τόποις». Κατ’ οἰκονομία Θεοῦ κάποια ἡμέρα εἰσῆλθε σὲ ναὸ ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο, σὲ τόπο ποὺ ὀνομαζόταν Νήσα, ὅπου λειτουργοῦσε ὁ ἱερεὺς Ἰωάννης.
Κατὰ τὴν ὥρα τῆς ὑψώσεως τῶν Τιμίων Δώρων ὁ ἱερεὺς τὸν εἶδε καὶ προσευχήθηκε μετὰ φόβου στὸν Θεό. Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, ὁ Κύριος ἄνοιξε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ λῃστοῦ, ποὺ εἶδε τοὺς Ἀγγέλους νὰ συλλειτουργοῦν μὲ τὸν ἱερέα. 
Ὅταν ὁ ἱερεὺς τελείωσε τὴν Θεία Λειτουργία, ὁ Βάρβαρος τὸν ρώτησε: «Ποῦ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἦταν μαζί σου;». Ὁ δὲ ἱερεὺς τοῦ ἐξήγησε ὅτι ἡ Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ τὸν ἀξίωσε νὰ δεῖ αὐτὰ ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δοῦν τὰ ἀνθρώπινα μάτια, γιὰ νὰ ὁδηγηθεῖ σὲ μετάνοια. Ὁ Βάρβαρος ἀμέσως ἀπέβαλε τὰ λησταρχικὰ ὅπλα, μετανόησε, ἄρχισε τὴν ἄσκηση καὶ βαπτίσθηκε. 
Ὁ ἀσκητικὸς ἀγῶνας στὴν περιοχὴ Τρύφου τοῦ Ξηρομέρου (ἢ Ξηρομένων) Αἰτωλοακαρνανίας ἔγινε μεγαλύτερος. Ἐπὶ τρία ἔτη ἀγωνίσθηκε πνευματικὰ καὶ «πεποίηκε χρόνους τρεῖς κυλιόμενος ὡς τετράπους καὶ ἐσθίων χοῦν καὶ βοτάνας τᾶς φυομένας, κλαίων καὶ ὀδυρόμενος, κατακοπτομένων αὐτοῦ τῶν σαρκῶν». Μία νύχτα, ἕνας γεωργὸς ποὺ ἔτρωγε σὲ ἐκεῖνον τὸν τόπο ποὺ ἀσκήτευε ὁ Ὅσιος, τὸν φόνευσε κατὰ λάθος, νομίζοντας ὅτι εἶναι θηρίο.
Ὁ τάφος του ἀνέδιδε μύρο καὶ ὁ Ὅσιος ἐπιτελοῦσε θαύματα πολλά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν ἱερὴ μνήμη του στὶς 15 Μαΐου.
Ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στὴν τοπικὴ ἁγιολογία τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας καὶ Κέρκυρας ὡς Ὅσιος Βάρβαρος ὁ Πενταπολίτης, ἡ ὁποία τιμᾷ τὴν μνήμη του στὶς 23 Ἰουνίου.
Μέχρι σήμερα στὴν Αἰτωλοακαρνανία μιλοῦν γιὰ τὸ σπήλαιο, ὅπου ὁ Ἅγιος Βάρβαρος πέρασε τὰ δεκαοκτὼ χρόνια τῆς ἀσκήσεώς του καὶ τὸ ἁγίασμά του. Σύμφωνα μὲ αὐτὴν τὴν ἀναφορὰ τὸ 1571 μ.Χ. ἕνας Βενετὸς στρατιωτικός, ὀνόματι Σκλαβοῦνος, ποὺ ἔλαβε μέρος στὴ ναυμαχία τῆς Ναυπάκτου, ἀσθένησε ξαφνικὰ ἀπὸ θανατηφόρα ἀσθένεια.
Ὁ ἀσθενὴς βλέπει τὸν Ὅσιο σὲ ὅραμα, ὁ ὁποῖος τὸν καλεῖ νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του, γιὰ νὰ θεραπευθεῖ. Πράγματι, ὅταν ἔφθασε στὸν τάφο τοῦ Ὁσίου, προσκύνησε μὲ εὐλάβεια καὶ ἔγινε καλά. Θέλοντας νὰ τιμήσει τὸν Ὅσιο Βάρβαρο ἔκανε ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του μὲ σκοπὸ νὰ τὰ μεταφέρει στὴ Βενετία.
 Περνώντας ἀπὸ τὴν Κέρκυρα γιὰ ἀνεφοδιασμό, σταμάτησε στὸ χωριὸ Ποταμός, ὅπου θεραπεύθηκε ἕνας παράλυτος νέος. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ ναὸς ἀφιερωμένος στὸν Ὅσιο.



Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ὁ ἐκ Κύπρου

Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος ἔζησε καὶ ἔδρασε στὴ Μαλούντα, ἕνα χωριὸ τῆς ἐπαρχίας Λευκωσίας τῆς Κύπρου. Ἦταν μοναχὸς καὶ ἡ φήμη τῆς ἁγιότητάς του ἔφθασε μέχρι τὸν Ἐπίσκοπο τῆς περιοχῆς, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε καὶ τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Μὲ βαθιὰ εὐγνωμοσύνη ὁ εὐλαβὴς ἀσκητὴς ἀποδέχθηκε τὴ μεγάλη τούτη τιμή, ὥστε ἀπὸ τὸν ὑμνογράφο του νὰ χαρακτηρίζεται «τῶν ἱερέων τὸ ἐγκαλλώπισμα καὶ τῶν Ὁσίων τὸ κλέος».
Ὁ Ἅγιος Θεὸς χάρισε στὸν Ὅσιο καὶ τὸ δῶρο τῆς θαυματουργίας. Ἔτσι, ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.
Ὁ Ὅσιος Πανηγύριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.


Ἀπολυτίκιο Ἦχος α’. Θείας πίστεως.

Τῶν Κυπρίων τὸ κλέος, Μαλουντίων τὸ καύχημα καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, θεοφόρε Πατὴρ ἠμῶν Πανηγύριε, ἱερωσύνης ἐνεδύσω τὴν στολὴν καὶ θαυμάτων τὲ πηγὴ ἀνεδείχθης, τοὶς προστρέχουσιν ἐν πίστει ἐν τῷ πανσέπτῳ καὶ θείω τεμένει σου. Δόξα τῷ οὕτως εὐδοκήσαντι Θεῶ, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σὲ ἠμὶν πρέσβυν ἀκοίμητον.



Μνήμη ἐν τῷ περιτειχίσματι καὶ ἡ ἀνάδειξις τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος ἐν Καμουλιανοὶς

Ἡ μνήμη τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ἀναγράφεται στὸ Λαυριωτικὸ Κώδικα. Ἡ διήγηση περὶ τῆς εὑρέσεως τῆς ἀχειροποιήτου εἰκόνος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὴν εἰδωλολάτρισσα καὶ μετέπειτα Χριστιανὴ Ἀκυλίνα , μέσα σὲ ἕνα κιβώτιο ἀποδόθηκε στὸν Ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, ἀλλὰ εἶναι ψευδεπίγραφη.



Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας ὁ Θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Ροστὼβ

Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας γεννήθηκε στὴ γῆ τοῦ Κιέβου ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, ποὺ τοῦ ἔδωσαν χριστιανικὴ ἀγωγή. Ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια ἀγάπησε τὸν Χριστό, περιφρόνησε ὅλες τὶς κοσμικὲς ἀπολαύσεις καὶ ᾖλθε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, γιὰ νὰ γίνει μοναχός.
Ἡγούμενος ἦταν τότε ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος, ποὺ διεῖδε μὲ τὴν χαρισματική του διάνοια τὴν μελλοντικὴ ἐξέλιξη τοῦ νέου καὶ τὸν ἔνδυσε μὲ τὸ μοναχικὸ ἔνδυμα. Ἀπὸ τότε ὁ Ἠσαΐας ἀφιερώθηκε «ψυχὴ τε καὶ σώματι» στὸν Νυμφίο Χριστὸ καὶ ἄρχισε μία αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή.
Ἦταν ἁπλός, ταπεινός, ὑπάκουος, ἀφιλάργυρος, φιλάνθρωπος, γνήσιος ἐνσαρκωτὴς τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς. Καὶ ἐπειδὴ «οὐ δύναται πόλις κρυβήναι ἐπάνω ὄρους κειμένη», ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητός του διαδόθηκε σὲ ὅλη τὴ χώρα καὶ ἔφθασε μέχρι τὰ αὐτιὰ τοῦ μεγάλου ἡγεμόνα Ἰζιασλάβου Παροσλάβιτς.
Τότε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ ἐπίμονα τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο νὰ δώσει τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ ὁ Ἠσαΐας ἡγούμενος στὸ μοναστῆρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, μία καὶ ὁ μακάριος Βαρλαὰμ εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ.
Ὁ θεοφώτιστος Θεοδόσιος πληροφορήθηκε ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀναλάβει ὁ ὑποτακτικός του τὴ διακονία τοῦ ἡγουμένου. Ἔτσι ἔδωσε τὴν συγκατάθεση καὶ τὴν εὐλογία νὰ γίνει ὁ Ἠσαΐας ἡγούμενος. Καὶ ἐκεῖνος, μὴ θέλοντας νὰ παρακούσει, σήκωσε μὲ πόνο τὸ βαρὺ φορτίο καὶ ἔγινε ὁ ποιμένας ὁ καλὸς τῶν μοναχῶν τῆς νέας μονῆς του.
Οὔτε ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ἄλλαξε, οὔτε τὸ ταπεινὸ φρόνημά του ἀλλοιώθηκε ἀπὸ τὸ ἀξίωμα ποὺ ἀνέλαβε. Ὁ νοῦς του ἦταν πάντοτε προσκολλημένος  στὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ θανάτου, τῆς κρίσεως καὶ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Γι’ αὐτὸ συνέχιζε, μὲ περισσότερο τώρα ζῆλο, τὶς ἀσκήσεις καὶ τοὺς ἀγῶνες του καὶ γινόταν ζωντανὸ παράδειγμα ἀγγελικῆς βιοτῆς γιὰ τοὺς ὑποτακτικούς του, καλώντας τους στὶς κορυφὲς τῶν ἀρετῶν καὶ ἐκπληρώνοντας πάντοτε πρῶτος ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Ὁ ἡγεμόνας Ἰζιασλάβος χαιρόταν καὶ εὐγνωμονοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο, ποὺ ἔστειλαν στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου αὐτὸν τὸν ἔμψυχο ἀδάμαντα. Ἀλλὰ περισσότερο ὁ Κύριος δόξασε τὸν πιστὸ δοῦλο του, τιμώντας τον μὲ τὸ ὑψηλὸ καὶ θεῖο ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα. Μετὰ τὴν μακαρία κοίμηση τοῦ θεοφιλοῦς Λεοντίου, ἐπισκόπου τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας, μὲ κοινὴ βουλὴ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος σὲ ἐκείνη τὴν ἐπαρχία.
Ὅταν ᾖλθε στὴ θεόσωστη γῆ τοῦ Ροστώβ, ὁ Ἅγιος ποιμενάρχης βρῆκε πολλοὺς Χριστιανούς, πρόσφατα βαπτισμένους ἀλλὰ ἀστερέωτους στὴν πίστη. Εἶχαν κρατήσει πολλὲς παλαιὲς εἰδωλολατρικὲς συνήθειες καὶ διέπρατταν, ἀπὸ ἄγνοια, σοβαρὰ ἁμαρτήματα. Ἄρχισε τότε ὁ Ἅγιος ἕνα δύσκολο καὶ κοπιαστικὸ ποιμαντικὸ ἀγῶνα, γιὰ τὴ διαφώτιση καὶ τὴν στήριξη τοῦ ποιμνίου του στὴν πίστη καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ.
Περιόδευε ἀκατάπαυστα στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς τοῦ Ροστὼβ καὶ τῆς Σουζδαλίας. Κατηχοῦσε, κήρυττε, νουθετοῦσε, δίδασκε, διέλυε τὶς πλάνες, κατέλυε τὰ προπύργια τοῦ νοητοῦ ἐχθροῦ.
Ὅπου ἔβλεπε νὰ ὑπάρχουν ἀκόμα εἴδωλα ἢ εἰδωλολατρικοὶ ναοί, ἔδινε ἐντολὴ νὰ κατεδαφισθοῦν ἢ νὰ παραδοθοῦν στὴ φωτιὰ καὶ ἔπειτα δίδασκε στοὺς κατοίκους τὴν Ὀρθόδοξη πίστη στὴν Ἁγία καὶ Ὁμοούσιο καὶ Ζωαρχικὴ Τριάδα. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀβάπτιστους Ρώσους πίστευαν, βαπτίζονταν ἀπὸ τὸν Ὅσιο Ἱεράρχη στὸ Ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 
Καὶ ὅσοι δὲν πίστευαν μὲ τὴν κατήχηση καὶ τὸ κήρυγμα, πείθονταν μὲ τὰ ὑπερφυσικὰ θαύματα καὶ σημεῖα ποὺ ἐπιτελοῦσε ὁ Ἅγιος μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ τὶς πιὸ σκληρὲς καρδιὲς τὶς λύγιζε ἡ ἀγάπη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀκακία καὶ ἡ μακροθυμία τοῦ Ἁγίου. Ἦταν παρηγορητὴς τῶν θλιβομένων, τροφὸς τῶν πεινασμένων, προστάτης τῶν χειρῶν καὶ ὀρφανῶν, βοηθὸς τῶν φτωχῶν, ὑπερασπιστὴς τῶν ἀδικουμένων.
Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1090.



Ὁ Ὅσιος Ἠσαΐας ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Ἠσαΐας ἔζησε κατὰ τὸν 10ο καὶ 11ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ 1115.



Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Ἀνδρέας ὁ Ἐρημίτης ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ δεσπότου τῆς Ἠπείρου Μιχαὴλ Β’ τοῦ Κομνηνοῦ (1237-1271) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Μονοδένδρι Ζαγορίου Ἰωαννίνων.
Σύμφωνα μὲ τὸ Συναξάρι, ἐπειδὴ ζήλωσε τὸν ἀσκητικὸ βίο, ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια καὶ ᾖλθε καὶ κατοίκησε σὲ σπήλαιο, στὸ ὄρος Καλάνα τῆς ἐπαρχίας Βάλτου, τὸ ὁποῖο βρίσκεται μεταξὺ Αἰτωλοακαρνανίας καὶ Εὐρυτανίας.
Ὁ Κύριος, κατὰ τὸν βιογράφο του, ἔδωσε θαυμαστὸ σημεῖο, κατὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ὁσίου, γιὰ νὰ τὸν δοξάσει: «Οὐράνιο φῶς καὶ ἀναμμένες λαμπάδες κατέβαιναν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ στὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν τὸ τίμιο λείψανό του». Μόλις πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ἡ βασίλισσα τῆς Ἄρτᾳς, Ἁγία Θεοδώρα, συγκέντρωσε τὴν σύγκλητο καὶ μετέβησαν στὸ μέρος ποὺ βρισκόταν τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ τὸ ἐνταφίασαν ἔξω ἀπὸ τὸ σπήλαιο μὲ τιμὲς καὶ εὐλάβεια. Ἔδωσε δὲ ἐντολὴ νὰ κτίσουν ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου.



Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὁ Ἀναχωρητὴς

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος, τῆς Νερέκτα, κατὰ κόσμον Ἰάκωβος, γεννήθηκε ἀπὸ μία ἱερατικὴ οἰκογένεια στὸ Βλαντιμὶρ τοῦ Κλιάζμα. Ὁ πατέρας του ἦταν ὁ ἱερεὺς Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος διακονοῦσε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου. Ἡ οἰκογένειά του τὸν ἔστειλε στὸ σχολεῖο καὶ σὲ ἡλικία ἑπτὰ ἐτῶν ὁ Ὅσιος εἶχε μάθει πολὺ καλὰ τὴν Ἁγία Γραφή.
Ποθώντας τὸν μοναχικὸ βίο κατέφυγε στὴ μονὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Βλαντιμὶρ καὶ ἔγινε μοναχός.
Γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση ὁ Ὅσιος ἔφυγε ἀπὸ τὴ μονὴ καὶ πῆγε στὰ περίχωρα τῆς Νερέκτα. Ἐδῶ, στὸν ποταμὸ Γκριντένκα, βρῆκε ἕνα κατάλληλο μέρος γιὰ μοναστῆρι, ἕνα ὑπερυψωμένο τοπίο, σὰ νησί, μέσα στὸ πυκνὸ δάσος. Ὁ Ὅσιος ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ κτίσουν ἕνα μοναστῆρι στὴν περιοχὴ τοῦ Σιπάνοβο, στὰ σύνορα μὲ τὴν πόλη Κοστρόμα.
 Οἱ κάτοικοι τῆς Νερέκτα μὲ χαρὰ συναίνεσαν καὶ βοήθησαν στὴν ἀνέγερση τῆς μονῆς. Ὁ Ὅσιος Παχώμιος ἁγιογράφησε  μία εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ ἀφοῦ ἔψαλλε τὸν Παρακλητικὸ Κανόνα, τὴν μετέφερε στὸ μέρος ὅπου θὰ ἔκτιζε τὸ ναό, ἀφιερωμένο στὴν Ἁγία Τριάδα.
Ὅταν ἡ κατασκευὴ ὁλοκληρώθηκε, ὁ Ὅσιος Παχώμιος ὀργάνωσε τὸ νέο μοναστῆρι, τὸ ὁποῖο σύντομα ἄρχισε νὰ προσελκύει μοναχούς.
Στὸ νέο μοναστῆρι οἱ μοναχοὶ ἔπρεπε ἀπὸ μόνοι τους νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ νὰ τρέφουν τοὺς ἑαυτοὺς τους μὲ τὸν μόχθο τῶν χεριῶν τους. Ὁ Ὅσιος ἔδιδε πρῶτος τὸ παράδειγμα γιὰ τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τὴν ἐργασία του.
Ὁ Ὅσιος Παχώμιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας τὸ 1384, καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὸν ὁποῖο καὶ ἔκτισε.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ, ἐπίσης, τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Παχωμίου στὶς 23 Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του.



Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος, κατὰ κόσμον Ἐλεάζαρ, γεννήθηκε περὶ τὸ 1386 στὸ χωριὸ Βιντελεμπιέ, κοντὰ στὸ Πσκώφ. Ἀπὸ τὸ ἴδιο χωριὸ καταγόταν ὁ Ὅσιος Νίκανδρος τοῦ Πσκὼφ (τιμᾶται 24 Σεπτεμβρίου).
Οἱ γονεῖς του Ἐλεάζαρ ἤθελαν νὰ νυμφεύσουν τὸν υἱό τους, ἀλλὰ αὐτὸς ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ οἰκία καὶ κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Σνετνογκόρσκιυ, ὅπου ἔγινε μοναχός.
Περὶ τὸ 1425, ἐπιθυμώντας ὁ Ὅσιος νὰ ζήσει σὲ ἀπομόνωση, γιὰ νὰ ἀφοσιωθεῖ στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς ἐγκαθίσταται σὲ ἕνα ἀπομονωμένο κελλὶ στὸν ποταμὸ Τόλβα, ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὸ Πσκώφ.
Ἐδῶ εἶδε σὲ ὅραμα τοὺς τρεῖς Οἰκουμενικοὺς Διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Μέγα Βασίλειο, τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο καὶ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, οἱ ὁποῖοι τοῦ ὑπέδειξαν τὸν τόπο ὅπου θὰ οἰκοδομοῦσε μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη σὲ αὐτούς.
 Ἀμέσως μετά, τὸν πλησίασε ἕνας εὐσεβὴς μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεραφεὶμ καὶ γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο Εὐφρόσυνο ἄρχισαν νὰ συναθροίζονται καὶ ἄλλοι ἀσκητὲς ποὺ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ζήσουν μαζί του τὸν ἀναχωρητικὸ βίο.
Τὸ 1477 ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κατασκεύασε στὴν τοποθεσία ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ, μία ἐκκλησία ἀφιερωμένη στοὺς τρεῖς Ἱεράρχες καὶ τὸν Ὅσιο Ὀνούφριο καὶ κελλιὰ γιὰ τὴν ἀδελφότητα καὶ ἄρχισε νὰ δέχεται ὅσους εἶχαν ἀνάγκη πνευματικὴ καθοδήγηση.
Σὲ ὅσους μοναχοὺς τὸν ἐπισκέπτονταν ὁ Ὅσιος ἔλεγε νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸν μοναχικὸ κανόνα ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε φτιάξει. Αὐτὸς ὁ κανόνας στὴν πραγματικότητα ἦταν μία διδασκαλία γιὰ τὴν ἀληθινὴ εὐαγγελικὴ ζωὴ ποὺ πρέπει νὰ ζεῖ ἕνας μοναχός.
Ἀπὸ ταπείνωση καὶ διάθεση νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν προσευχή, ὁ Ὅσιος δὲν ἀνέλαβε ποτὲ τὰ καθήκοντα τοῦ ἡγουμένου, ἀλλὰ συνέχισε νὰ ζεῖ ὡς ἐρημίτης λίγο μακριά, στὶς ὄχθες τῆς λίμνης τοῦ Πσκώφ.
Ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος κοιμήθηκε σὲ ἡλικία ἐνενήντα πέντε ἐτῶν, τὸ 1481. Στὸν τάφο του τοποθετήθηκε ἡ εἰκόνα του, εἰκονογραφημένη ἀπὸ τὸν μαθητὴ του Ἰγνάτιο, ὅταν ἀκόμα ὁ Ὅσιος Εὐφρόσυνος ἦταν στὴ ζωὴ καὶ ἡ διαθήκη ποὺ ὁ ἴδιος ἄφησε στὴν ἀδελφότητα καὶ ἔγραψε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια σὲ περγαμηνὴ καὶ ἐπικύρωσε μὲ μολυβένια σφραγῖδα ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ, Θεόφιλος.



Ὁ Ὅσιος Σεραπίων τοῦ Πσκὼφ

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος στὶς 8 Σεπτεμβρίου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.



Ὁ Ἅγιος Δημήτριος ὁ πρίγκιπας ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ἅγιος Δημήτριος (Ἰβάνοβιτς) γεννήθηκε στὴ Μόσχα τὸ 1581. Ἦταν υἱὸς τοῦ τσάρου Ἰβᾶν Δ’ τοῦ Τρομεροῦ ἀπὸ τὸν ἕβδομο γάμο του, ἀποδόθηκε σὲ αὐτὸν ὁ τίτλος τοῦ «τσάρεβιτς», δηλαδὴ τοῦ διαδόχου τοῦ θρόνου, καθ’ ὅσον ὑπῆρχε φόβος μὴν πεθάνει ἄτεκνος ὁ πρεσβύτερος ἀδελφὸς αὐτοῦ, Θεόδωρος.
 Αὐτός, ἀφοῦ ἀνῆλθε στὸν θρόνο, ἄφησε ὅλη τὴν ἐξουσία στὸ γυναικαδελφό του Βορὶς Γκουτουνώφ, ὁ ὁποῖος, φιλοδοξώντας τὴν κατάληψη τοῦ θρόνου, ἀποφάσισε νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν Δημήτριο. Περιόρισε, λοιπόν, τὸ νεαρὸ τσάρο στὸ Οὔγκλιχ μαζὶ μὲ τὴν μητέρα του Μαρία Θεοδώροβνα.
Ὁ νεαρὸς Δημήτριος εἶχε ἐμπνεύσει στοὺς Ρώσους μεγάλες ἐλπίδες, οἱ ὁποῖες χάθηκαν ἀπὸ τὸν αἰφνίδιο θάνατό του. Ὁ θάνατός του, τὸ 1591, παρέμεινε μυστηριώδης, μεταξὺ δὲ τῶν ἱστορικῶν ὑπάρχουν διαφωνίες, ἐὰν ἐπῆλθε τυχαία ἢ κατόπιν ἐγκλήματος. Ἡ ἱστορία ὅμως στιγμάτισε ὡς ἠθικὸ αὐτουργὸ τῆς δολοφονίας του, τὸν Γκουτουνώφ.
Ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴν μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτοῦ στὶς 3 Ἰουνίου.




Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο

Ὁ Ὅσιος Παχώμιος τοῦ Κένο ἔζησε τὸν 15ο καὶ 16ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τῆς Μεταμορφώσεως κοντὰ στὴν περιοχὴ τῆς λίμνης Κένο, στὴν ἐπαρχία τῆς Καργκοπόλ. Κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη.



Ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος Ἐπισκόπου Ζαντὸνκ

Ἡ Ἐκκλησία τιμάει τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Τύχωνος, Ἐπισκόπου τοῦ Ζαντὸνκ στὶς 13 Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Τύχωνος ἔγινε τὸ 1846 κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ νέου καθεδρικοῦ ναοῦ τοῦ Ζαντόνκ.



Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος (Κεδρώφ) ἦταν πρεσβύτερος στὴν πόλη Γιαράνκ, κοντὰ στὴν ἐπαρχία Βυάτκα τῆς Ρωσίας. Ἀπὸ τὸν γάμο του μὲ τὴν πρεσβυτέρα Ἐλισάβετ ἀπέκτησε τρεῖς υἱούς, τοὺς Ἱερομάρτυρες Παχώμιο καὶ Ἀβέρκιο, τὸν Μιχαὴλ Ἐπίσκοπο τῆς πόλεως Βρασλάβα τῆς Πολωνίας καὶ μία θυγατέρα, τὴν Βέρα.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος μαρτύρησε τὸ 1936.



Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀβέρκιος, κατὰ κόσμον Πολύκαρπος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 2 Μαρτίου 1879 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ φιλόθεους γονεῖς, τὸν Ἱερομάρτυρα Νικόλαο καὶ τὴν Ἐλισάβετ. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Βυάτκα καὶ στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Στὶς 2 Ἰουλίου 1910 ἔγινε μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο τῆς Φιλανδίας Σέργιο Στραγκορόντσκυ, ὀνομάσθηκε Ἀβέρκιος καὶ στὶς 5 τοῦ ἰδίου ἔτους εἰσῆλθε στὴν ἱερωσύνη. Ἀνέλαβε καθήκοντα διευθυντοὺ τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς τοῦ Ζχιτομὶρ καὶ στὶς 27 Ἰουνίου 1915 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς περιοχῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀβέρκιος συνελήφθη γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸ σοβιετικὸ καθεστὼς τὸ 1922 καὶ ἐξορίσθηκε στὸ Οὐζμπεκιστᾶν. Κατὰ τὴν περίοδο ἐκείνη ἀγωνίσθηκε κατὰ τῆς αὐτοκεφαλίας  τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Τὸ 1925 ζοῦσε στὴ Μόσχα καὶ παρευρέθηκε στὴν κηδεία τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος. Συνελήφθη ἐκ νέου τὸ 1926 καὶ φυλακίσθηκε στὸ Ζχιτομίρ. Κατόπιν μεταφέρθηκε στὴ φυλακὴ Μπουτύρκι στὴ Μόσχα.
Ὁ σθεναρὸς Ἀβέρκιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἀρχιεπίσκοπο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας», τὴν ὁποία τὸ ἄθεο καθεστὼς προσπαθοῦσε νὰ ἐπιβάλει.
Τὸ 1929 φυλακίσθηκε στὸ Μπουτύρκι καὶ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1930 ἐξορίσθηκε στὴν πόλη τοῦ Ἀρχαγγέλκ. Ἀπὸ τὸ 1933 μέχρι τὸ 1934 ἦταν ἐξόριστος στὴν πόλη Βὶρκ στὴν Μπασκιρία, ὅπου συνελήφθη καὶ καταδικάσθηκε, τὸ 1937, στὸν διὰ τυφεκισμοῦ θάνατο.



Ὁ Ἅγιος Παχώμιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ

Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παχώμιος, κατὰ κόσμον Πέτρος Κεδρώφ, γεννήθηκε στὶς 30 Ἰουλίου 1876 στὴν πόλη Γιαρὰνκ τῆς ἐπαρχίας Βυάτκα καὶ ἦταν ὁ μεγαλύτερος ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Ἀβερκίου. Ἀπὸ τὴν φύση του ὁ Πέτρος ἦταν ταπεινὸς καὶ πρᾶος καὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὴν Ἐκκλησία. Μετὰ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του φοίτησε στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζᾶν, ὅταν διευθυντὴς ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἐπίσκοπος Ἀντώνιος (Χαροποβίτσκιυ).
Ὁ Πέτρος εἶχε τόση ἁπλότητα, ποὺ ἀποφάσισε νὰ ἐκπληρώσει κυριολεκτικὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, ποὺ λέγει: «Καὶ ἂν κάτι τόσο σπουδαῖο σὰν τὸ δεξί σου μάτι σὲ σκανδαλίζει, βγάλε το καὶ πέταξε το. Γιατί σὲ συμφέρει νὰ χάσεις ἕνα μέλος σου, παρὰ νὰ ριφθεῖ ὅλο τὸ σῶμα σου στὴν κόλαση». Γι’ αὐτὸ μία νύχτα ἀποπειράθηκε νὰ κάψει τὸ ἕνα του μάτι μὲ ἕνα κερί. Τὸ ἔγκαυμα ἦταν τόσο σοβαρὸ ποὺ ἀπαίτησε χειρουργικὴ ἐπέμβαση.
Τὸ 1899 εἰσῆλθε στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου καὶ τὸ 1916 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Σταροντοὺμπ τῆς ἐπαρχίας Τσέρνιγκωφ, γιὰ νὰ ἀναδειχθεῖ Ἀρχιεπίσκοπος Τσέρνιγκωφ τὸ ἑπόμενο ἔτος.
Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ σοβιετικοῦ καθεστῶτος οἱ ἀρχὲς προσπάθησαν νὰ τὸν συλλάβουν μία ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία θὰ τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν τοὺς ἐμπόδισε. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος εἶχε τὴν συνήθεια νὰ παραμένει ἐπὶ πολὺ ὥρα στὸ ἱερὸ βῆμα, ὅταν τελείωνε τὶς Ἀκολουθίες. Ἐκεῖ τὸν συνέλαβαν γιὰ πρώτη φορά.
Ἡ ἱστορία ἐπανελήφθη πολλὲς φορές. Αὐτὸς ἦταν ὁ συνεχὴς ἐφιάλτης ποὺ ἄρχισε νὰ ὑπονομεύει τὴν εἰρήνη τῆς ψυχῆς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου.
Ἀθεϊστικὴ ἐπιτροπὴ ἐπιστημόνων ἔπρεπε νὰ ἀποφανθεῖ γιὰ τὴν ἁγιότητα τῶν ἱερῶν λειψάνων, τὰ ὁποία πολλὲς φορὲς πετοῦσαν. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος ἔζησε τὴν σκηνὴ τῆς ἔρευνας γιὰ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου τοῦ Τσέρνιγκωφ. Μόνο ποὺ ὅταν τὰ ἄνοιξαν, δὲν ἐπέτρεψε σὲ κανέναν νὰ πλησιάσει.
 Οἱ ἀρχὲς πῆραν τὰ ἱερὰ λείψανα καὶ τὰ τοποθέτησαν στὸ μουσεῖο. Ἀπὸ ἐκεῖ οἱ Χριστιανοὶ τὰ μετέφεραν κρυφά.  Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος συνελήφθη. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του τὸ 1923, βρῆκε καταφύγιο στὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Δανιήλ, στὴ Μόσχα. Ἐδῶ συνελήφθη καὶ μετὰ τὸν ἐγκλεισμό του στὴν φυλακὴ Μπουτύρκι τῆς Μόσχας καταδικάσθηκε σὲ τριετῆ ἐξορία σὲ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῶν ἀντιφρονούντων.
Τὸ 1927, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Παχώμιος, μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἐπίσκοπο Ἀβέρκιο Παχώμιο, ὑπέγραψε μία ἐπιστολὴ κατὰ τῆς «κρατικῆς θρησκείας» καὶ τῆς προσπάθειας τῶν κρατούντων νὰ ἀποϊεροποιήσουν τὴν Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος καὶ πάλι συνελήφθη καὶ ἐξορίσθηκε στὴν Κουζέμα. Ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιὰ νὰ συλληφθεῖ ἐκ νέου τὸ 1930, μὲ τὶς κατηγορίες τῆς ἐπαναστατικῆς δραστηριότητας, τῆς ὑποκινήσεως τῶν ἱερῶν σὲ ἀντίσταση, τῆς ἐκκλησιαστικῆς δραστηριότητας.
Τὸ μαρτυρικὸ τέλος τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρα Παχωμίου συνέβη τὸ 1937.



Ἀνακομιδὴ τῆς τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Τίτου

Φεύγοντας οἱ Ἐνετοὶ ἀπὸ τὴν Κρήτη μετὰ τὴν ἅλωση τῆς νήσου ἀπὸ τοὺς Τούρκους τὸ 1669, μετέφεραν μαζί τους καὶ τὴ σῳζόμενη τιμία κάρα τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, ἡ ὁποία κατατέθηκε στὴν λειψανοθήκη τοῦ Ἁγίου Μάρκου τῆς Βενετίας, ἀποδόθηκε δὲ στὴν Ἐκκλησία τῆς Κρήτης τὸ 1966, ἀρχιερατεύοντος τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Κρήτης κυροῦ Εὐγενίου (Ψαλλιδάκη) καὶ κατατέθηκε στὸ σεβάσμιο φερώνυμο ναὸ τοῦ Ἀποστόλου, στὸ Ἡράκλειο Κρήτης.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις