Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀπόστολος (ἑορτὴ Ἰάκωβος)
Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος ἦταν υἱὸς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τῆς Σαλώμης καὶ πρεσβύτερος ἀδελφὸς τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη. Καταγόταν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν Βησθαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας. Ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν ἁλιεία στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη, ἔχοντας καὶ οἱ δυὸ μαζί τους καὶ τὸν πατέρα τους, καθὼς καὶ πολλοὺς ἐργάτες.
Εἶχαν δικό τους πλοῖο καὶ συνεργάτης τους ἦταν καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος. Παρόλα αὐτὰ ὅταν ἄκουσαν τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ «ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ».
Ὁ Ἰάκωβος μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη ἐπέδειξαν μεγάλο ζῆλο ὡς Μαθητὲς τοῦ Κυρίου. Γι’ αὐτὸ καὶ κλήθηκαν υἱοὶ βροντῆς καὶ ἔγιναν μάρτυρες πολλῶν μεγάλων γεγονότων, ποὺ δὲν τὰ βίωσαν οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Ἔγιναν ἀποκλειστικοὶ μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου.
Εἶδαν τὴ θαυμαστὴ Ἀνάσταση τῆς θυγατέρας τοῦ ἀρχισυναγωγοῦ Ἰάειρου καὶ εἶχαν τὴν εὐλογία νὰ προσκληθοῦν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ κοντά Του κατὰ τὶς ὧρες τῆς προσευχῆς καὶ τῆς ἀγωνίᾳς Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Ἡ οἰκειότητα αὐτὴ ὁδήγησε προφανῶς τὸν Ἰάκωβο μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη νὰ ζητήσουν μέσῳ τῆς μητέρας τους ἀπὸ τὸν Κύριο, πρωτοκαθεδρία στὴν ἐγκόσμια βασιλεία Του, παρανοώντας τὴν ἀποστολὴ τοῦ Μεσσία. Οἱ δυὸ Μαθητὲς ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστό, δόξα μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια, ἔχοντας κατὰ νοῦ ὅτι ἡ Βασιλεία Του εἶναι αἰσθητή.
Ὁ Χριστὸς ὅμως, διορθώνοντας τὴν ἐσφαλμένη δοξασία τους, ὑποδεικνύει τὴν πραγματικὴ καὶ αἰώνια δόξα, ἡ ὁποία διέρχεται μέσα ἀπὸ τὸ «ποτήριον», ποὺ εἶναι τὰ Πάθη καὶ ὁ Σταυρός. Γι’ αὐτὸ τοὺς λέγει: «Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. Δύνασθε πιεὶν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι;».
Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Παλαιστίνης.
Μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων μεταστρεφόταν στὴ νέα πίστη καὶ ἄλλαξε τρόπο ζωῆς χάρη στὸ ἔργο τοῦ Ἰακώβου. Αὐτὸ θορύβησε ἰδιαίτερα τοὺς ἄρχοντες τῶν Ἰουδαίων, οἱ ὁποῖοι, τὸ ἔτος 44 μ.Χ., τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν, ὡς ἀμνό, μὲ διαταγὴ τοῦ Ἡρῴδου τοῦ Ἀγρίππα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γόνος ἅγιος, βροντῆς ὑπάρχων, κατεβρόντησας, τὴ οἰκουμένη, τὴν τοῦ Σωτῆρος Ἰάκωβε κένωσιν, καὶ τὸ ποτήριον τούτου ἐξέπιες, μαρτυρικῶς ἐναθλήσας Ἀπόστολε, ὅθεν πάντοτε, ἐξαίτει τοὶς σὲ γεραίρουσι, πταισμάτων ἱλασμὸν καὶ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Φωνῆς θεϊκῆς, ἀκούσας προσκαλούσης σε, ἀγάπην πατρός, παρεῖδες καὶ προσέδραμες, τῷ Χριστῷ Ἰάκωβε, μετὰ καὶ τοῦ συγγόνου σου ἔνδοξε, μεθ' οὐ καὶ ἠξιώθης ἰδείν, Κυρίου τὴν θείαν Μεταμόρφωσιν.
Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Μάξιμος, τελειώθηκε μαρτυρικὰ στὴν Ἔφεσο, ἀφοῦ τοῦ διαπέρασαν τὴν κοιλιὰ μὲ ξίφος.
Οἱ Ἅγιοι Ἰσίδωρος, Ἠλίας καὶ Παῦλος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰσίδωρος, Ἠλίας καὶ Παῦλος μαρτύρησαν στὴν Κορδούη τῆς Ἱσπανίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀφροδίσιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ τριάντα Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Ἀφροδίσιος ἦταν πρεσβύτερος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μαρτύρησε στὴν Ἀλεξάνδρεια μαζὶ μὲ ἄλλους τριάντα Χριστιανούς.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐροίας
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.). Γεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Εὔροια καὶ μορφώθηκε στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Εὐβοίας καὶ ἀρχιεράτευσε ἐπὶ ἀξήντα χρόνια. Μετεῖχε δὲ στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Ἄλλες πηγὲς θεωροῦν ὅτι ὁ Ἅγιος καταγόταν ἀπὸ τὴ Δύση, ἀφοῦ τὸ ὄνομα αὐτὸ ἦταν πολὺ διαδεδομένο ἐκεῖ.
Στὶς λατινικὲς πηγὲς παρατηρεῖται σύγχυση μεταξὺ τοῦ Ἁγίου Δονάτου, Ἐπισκόπου Εὐροίας, καὶ τοῦ ὁμωνύμου του Ἐπισκόπου Ἀρητίου Τυρρηνίας, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου. Αὐτὸ ἦταν εὔκολο νὰ συμβεῖ, ἀφενὸς μὲν λόγω τῆς συνωνυμίας, ἀφετέρου δὲ διότι ἡ Ἐπισκοπὴ Εὐβοίας ὑπαγόταν Ἐκκλησιαστικὰ στὴ Δύση, ἂν καὶ πολιτικὰ ἀνῆκε στὸ Βυζάντιο.
Οἱ ἁγιολογικὲς πηγὲς μαρτυροῦν πλῆθος θαυμάτων ἀπὸ τὸν Ἅγιο. Στὸ Συναξάρι ἀναφέρεται καὶ τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ φόνευσε τὸν δράκοντα.
Κοντὰ στὴν Εὔροια ὑπῆρχε ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Σωρεία, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μία πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅποιος ἔπινε, πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος πληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρα μαζί του καὶ ἄλλους ἱερεῖς καὶ πῆγε στὴν πηγή. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἐκεῖ, ἀκούσθηκε μία βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστά του ἕνας δράκοντας, ποὺ εἶχε τὴν φωλιά του στὴν πηγή.
Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε τὸ θηρίο, πῆρε στὰ χέρια του τὸ σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖο κτυποῦσε τὸν ὄνο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἐπέβαινε, χτύπησε τὸ θηρίο στὴ ράχη, ποὺ ἔπεσε νεκρὸ στὸ ἔδαφος. Στὴν συνέχεια ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τὴν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτὸς νερὸ ἀπ’ αὐτὴ καί, ἀκολούθως, προέτρεψε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιοῦν χωρὶς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καὶ εὐφράνθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στὶς οἰκίες τους.
Ἡ φήμη τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου, ἔφθασε μέχρι τὸν αὐτοκράτορα Θεοδόσιο τὸν Μεγάλο, ὁ ὁποῖος τὸν κάλεσε στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ θεραπεύσει τὴν θυγατέρα του ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμόνιο. Ὁ Ἅγιος θεράπευσε τὴ βασιλόπαιδα καὶ ὁ Θεοδόσιος τοῦ πρόσφερε τόπο στὸν Ὀμφάλιο Ἠπείρου καὶ χρήματα, προκειμένου ὁ Ἅγιος νὰ ἀνεγείρει ναό.
Στὴν τοποθεσία αὐτὴ σῴζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανὸ ὁ νεότερος αὐτὸς ναὸς νὰ οἰκοδομήθηκε ἐπὶ τῶν θεμελίων ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς βρέθηκε καὶ παλαιοχριστιανικὸ ὑλικό.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος «εἰς μακρὸν γῆρας ἐλάσας, ἀπῆλθε», μᾶλλον τὸ 388 μ.Χ. καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ σὲ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει.
Ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Δονάτου τιμᾶται ἰδιαίτερα στὴ Θεσπρωτία, τὴν Πρέβεζα καὶ τὰ Ἰωάννινα.
Ὁ Ἅγιος Λαυρέντιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Λαυρέντιος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἱσπανία ἢ τὴ Γαλλία καὶ ἦταν ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ἁγίου Γαυδεντίου, Ἐπισκόπου τῆς πόλεως Νοβάρα (τιμᾶται 22 Ἰανουαρίου). Μαρτύρησε, τὸ ἔτος 397 μ.Χ., μαζὶ μὲ μία ὁμάδα Χριστιανῶν παίδων, ποὺ κατηχοῦσε.
Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδου Ἐπίσκοπος Λονδίνου
Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδος ἦταν Ἀγγλοσάξονας καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἀποσύρθηκε ἀπὸ τὸν ἐγκόσμιο βίο καὶ ἔγινε μοναχός. Ἵδρυσε δυὸ μεγάλες μονές. Στὴν πρώτη, ποὺ ἦταν γυναικεία, ἐγκατέστησε ὡς ἡγούμενη ἡ ἀδελφή του Ἁγία Ἐδιλμπούργκα (τιμᾶται 7 Ἰουλίου). Ἡ ἀνδρικὴ μονὴ ἔκειτο στὴν περιοχὴ τοῦ Τσέρτσεϊ, πλησίον τοῦ ποταμοῦ Τάμεση.
Τὸ ἔτος 675 μ.Χ. ὑποχρεώθηκε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Θεόδωρο Ταρσοῦ, Ἀρχιεπίσκοπο Καντουαρίας, νὰ ἀφήσει τὴν προσφιλῆ του ἡσυχία καὶ νὰ χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος Λονδίνου. Ἐξασφάλισε πολλὰ προνόμια γιὰ τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Παύλου, ὁ ὁποῖος, ὡς λέγεται, χτίσθηκε ἐπὶ θεμελίων παλαιοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ τῆς Ἀρτέμιδος.
Ὁ Ἅγιος Ἐρκονγουάλδος ἀρχιεράτευσε ἐπὶ ἕντεκα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 686 μ.Χ., ἀφήνοντας ὄνομα καλοῦ ποιμένα καὶ μεγάλη φήμη ἁγιότητας.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης ὁ Ὑμνογράφος ὁ Ὁμολογητὴς
Ὁ Ὅσιος Κλήμης, ὁ Ὑμνογράφος, ἔζησε μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ Στουδίου, ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου στοῦ Στουδίτου (τιμᾶται 11 Νοεμβρίου), τὸν ὁποῖο καὶ διαδέχθηκε στὴν ἡγουμενία.
Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς ἔνθερμους ὑποστηρικτὲς τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων καὶ ὑπέστη διωγμοὺς καὶ ἐξορίες. Γι’ αὐτὸ καὶ πέθανε στὴν ἐξορία, ὡς Ὁμολογητής.
Ὁ Ὅσιος Κλήμης συνέθεσε πολλοὺς Κανόνες καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ τροπάρια. Ἀπὸ τοὺς Κανόνες αὐτοῦ, παρελήφθησαν στὰ Μηναῖα, ὁ Κανόνας στὸν Προφήτη Μωυσέα (τιμᾶται 4 Σεπτεμβρίου), ὁ Κανόνας στοὺς Ἀρχαγγέλους (τιμοῦνται 8 Νοεμβρίου), ὁ Κανόνας στὸν Ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος (τιμᾶται 30 Μαρτίου), ὁ Κανόνας στοὺς Ἁγίους Ἑπτὰ Παῖδες τοὺς ἐν Ἐφέσῳ (τιμοῦνται 4 Αὐγούστου) καὶ ὁ Κανόνας στὴ Θεοτόκο.
Εὕρεση καὶ ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Βασιλέως τοῦ Ἱερομάρτυρα
Ὁ Ἅγιος Βασιλέας ὁ Ἱερομάρτυρας ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀμασείας καὶ ἡ μνήμη του τιμᾶται στὶς 26 Ἀπριλίου ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Ὁ Ἅγιος Σίμων Μητροπολίτης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Σίμων ἦταν μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ὁσίου Σεργίου καὶ τὸν Σεπτέμβριο τοῦ ἔτους 1495 ἐξελέγη Μητροπολίτης Μόσχας, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1511 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τοῦ Κρεμλίνου.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος (Μπριαντσιανίνωφ) γεννήθηκε τὸ ἔτος 1807 μ.Χ. στὴν κωμόπολη Ποκρὸφκ τῆς ἐπαρχίας Βολογκντᾶ τῆς Ρωσίας ἀπὸ οἰκογένεια εὐγενῶν. Τὸ κατὰ κόσμον ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Ὁ τόπος ὅπου μεγάλωσε ὁ Ἅγιος ἦταν γεμάτος ἀπὸ μονὲς καὶ σκῆτες καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὀνομαζόταν «Θηβαΐδα τῆς Ρωσίας». Τὸ πνευματικὸ αὐτὸ περιβάλλον ἐπέδρασε πολὺ στὴ διαμόρφωση τῆς προσωπικότητας τοῦ Ἁγίου καὶ στὴν καλλιέργεια τῆς εὐσέβειάς του.
Ὁ πατέρας του τὸν ἔγραψε στὴν αὐτοκρατορικὴ σχολὴ πολέμου στὴν Ἁγία Πετρούπολη. Παρὰ τὴν πρόοδό του στὴ σχολή, ἐκεῖνος ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνει μοναχὸς καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὸ δρόμο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ ἔδωσε μία σοβαρὴ ἀσθένειά του τὸ ἔτος 1827, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν εἴκοσι ἐτῶν, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὴν σχολὴ παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις τῶν ἀξιωματικῶν. Ἀμέσως ἐγκαταβιώνει στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβὶρ στὴν Πετρούπολη.
Ἐκεῖ συνδέεται πνευματικὰ μὲ τὸν Στάρετς Λεωνίδα, τῆς Ὄπτινα ὁ ὁποῖος διέμενε ἐκεῖνο τὸν καιρὸ στὴ μονή. Στὴν συνέχεια πῆγε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου Πετρουπόλεως, ὅπου γνώρισε τὸν Στάρετς Θεοφάνη. Ἐκεῖ ἔμεινε τέσσερα ἀκόμη χρόνια, γιὰ νὰ καταλήξει κοντὰ στὸν γέροντά του Λεωνίδα στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα.
Κείρεται μοναχὸς τὸ 1831 μ.Χ. καὶ ὀνομάζεται Ἰγνάτιος. Λίγο καιρὸ ἀργότερα χειροτονεῖται διάκονος καὶ πρεσβύτερος. Ὁ Ἅγιος ἀρχίζει τὸν ἔντονο πνευματικὸ ἀγῶνα. Σὲ αὐτὸν ἀναφέρεται σχετικὰ ὁ γέρων Σωφρόνιος, ποὺ γράφει: «Ἡ χριστιανικὴ τελειότητα ἔγκειται στὴν ἐσωτερικὴ (ἐγκάρδια) καθαρότητα, χάρη στὴν ὁποία ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς νὰ ἀποκαλύπτει τὴ διαμονή Του μέσα στὴν καρδιά, μὲ πολλὰ καὶ ποικίλα χαρίσματα τοῦ Πνεύματος.
Ἐκεῖνος ποὺ ἀπέκτησε τὴν τελειότητα αὐτὴ γίνεται φορεὺς φωτός, ἐκπληρώνοντας τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον ὄχι μὲ σωματικὴ ὑπηρεσία, ἀλλὰ μὲ τὴ διακονία τοῦ Πνεύματος, καθοδηγώντας τοὺς σῳζομένους, ἐγείροντας αὐτοὺς ἀπὸ τὴν πτώση, θεραπεύοντας τὶς ψυχικὲς τους πληγές.
Ὁ χορὸς τῶν μοναχῶν ἔδωσε στὴν Ἐκκλησία Ποιμένες, οἱ ὁποῖοι ὄχι μὲ ἐπιτηδευμένους λόγους ἀνθρώπινης σοφίας ἀλλὰ μὲ τοὺς λόγους τοῦ Πνεύματος, ποὺ ἐπικυρώνονταν μὲ θαύματα, ποίμαναν καὶ στερέωναν τὴν Ἐκκλησία.
Ἰδού, γιατί ἡ Ἐκκλησία μετὰ τὴν περίοδο τῶν Μαρτύρων ἐπεκτάθηκε στὴν ἔρημο. Ἐκεῖ βρίσκεται ἡ τελειότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πηγὴ τοῦ φωτός της καὶ ἡ κύρια δύναμη τῆς στρατευόμενης Ἐκκλησίας».
Μὲ ἐντολὴ τοῦ τσάρου Νικολάου καλεῖται στὴν Ἁγία Πετρούπολη καὶ ἀναλαμβάνει ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Σεργίου.
Προηγουμένως ὅμως, παραιτεῖται ἀπὸ ὅλα τὰ ἀξιώματα ποὺ εἶχε στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποσύρεται στὴν ἡσυχία τῆς μονῆς τῆς Ὄπτινα. Στὸ μεταξὺ ἡ Ἐκκλησία τὸν καλεῖ νὰ τὴν διακονήσει ὡς Ἐπίσκοπος Σταυρουπόλεως, Καυκάσου καὶ Εὐξείνου Πόντου. Ἡ πνευματική του δραστηριότητα δὲν σταματᾷ.
Κατὰ ἐκείνη τὴν περίοδο θὰ γράψει καὶ τὸ περίφημο ἔργο του «Προσφορὰ εἰς τὸν σύγχρονον μοναχισμόν», στὸ ὁποῖο ἀποτυπώνεται ἡ ἁγιότητα τῆς ὑπάρξεώς του.
Λόγοι ἀσθενείας τὸν ἀναγκάζουν νὰ παραιτηθεῖ ἀπὸ τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο. Ἔτσι, ἀποσύρεται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου στὸ Μπαμπάεβο.
Ὁ Ἅγιος Ἰγνάτιος, ἀφοῦ ἔζησε ἐκεῖ ὡς ἁπλὸς μοναχός, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1867, σὲ ἡλικία ἑξήντα ἐτῶν.
Ἀνακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Νικήτα Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ
Τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου Νικήτα Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 31 Ἰανουαρίου.
Τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Ἁγίου Νικήτα, ἀνεκομίσθηκαν τὸ ἔτος 1558.
Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Ἀργυρῆς τῆς Νεομάρτυρος
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Ἀργυρῆς τῆς Νεομάρτυρος, τιμᾶται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στὶς 5 Ἀπριλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου