Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ ότι συ ει αληθώς ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος, ο ελθών εις τον κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ων πρώτος ειμί εγώ. αλλ' ως ο Ληστής ομολογώ σοι. Μνήσθητι μου Κύριε, εν τη βασιλεία σου.

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)

Η Αποστολική διαδοχή των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (ντοκουμέντα)
ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΧΕΙΡΟΤΟΝΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΩΝ ΡΩΣΩΝ ΑΡΧΙΕΡΕΩΝ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΤΩΝ ΓΝΗΣΙΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΑΣΤΙΑΝΩΝ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ ( ΠΑΤΡΙΟΥ ΕΟΡΤΟΛΟΓΙΟΥ )

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

19 Οκτωβρίου Συναξαριστής Ιωήλ Προφήτου, Ουάρου, των Αγίων Έξι Οσιομαρτύρων, Κλεοπάτρας Οσίας, Σαδώθ και οι συν αυτώ 120 Μάρτυρες, Λεοντίου Φιλοσόφου, Φήλιξ και Ευσεβίου, Ιωάννου Ασκητή, Μνάσωνος, Frideswide.


Ὁ Προφήτης Ἰωήλ

Εἶναι ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα μικροὺς λεγόμενους προφῆτες. Ἦταν γιὸς τοῦ Βαθουήλ, ἀπὸ τὴ φυλὴ Ρουβὴμ (αὐτὸ ὅμως δὲν εἶναι σαφές, διότι ἄλλοι τὸν θέλουν καταγόμενο ἀπὸ τὴν φυλὴ Γάδ), καὶ προφήτευσε ὅταν βασιλιὰς στὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα ἦταν ὁ Ἰωᾶς (878 – 838 π.Χ).
Τὸ προφητικό του βιβλίο, ἔχει λεχθεῖ ὅτι τὸ διακρίνει ὕφος ποιητικότατο, περίκομψο, ζωηρὸ καὶ ἀποτελεῖ κόσμημα τῆς ἑβραϊκῆς φιλολογίας. Νὰ τί λέει περὶ μετανοίας: «Καὶ νῦν λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐπιστράφητε πρὸς μὲ ἐξ ὅλης τῆς καρδίας ὑμῶν καὶ ἐν νηστείᾳ καὶ ἐν κλαυθμῷ καὶ ἐν κοπετῷ καὶ διαρρήξατε τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ μὴ τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν , ὅτι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων ἐστι, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος».
Καὶ τώρα, λέει ὁ Κύριος καὶ Θεός σας: Ἐπιστρέψτε μὲ μετάνοια σ’ ἐμένα μὲ ὅλη σας τὴν καρδιά, μὲ νηστεία καὶ μὲ δάκρυα μετανοίας. Σχίστε τὶς καρδιές σας ἀπὸ πόνο μετανοίας καὶ συναίσθηση τῆς ἐνοχῆς σας, καὶ ὄχι τὰ ἐνδύματά σας. Ἐπιστρέψτε στὸν Κύριο καὶ Θεό σας, διότι αὐτὸς εἶναι ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος.



Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι τὸ προφητικὸ βιβλίο τοῦ Ἰωήλ, ἀποτελεῖται ἀπὸ τρία κεφάλαια, ποὺ ἐκεῖ μέσα προφητεύει τὴν ἔκχυση τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Πράξ. στ’ 17) στὴν χριστιανικὴ ἐκκλησία, καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ σημεῖα, ποὺ θὰ προηγηθοῦν τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου.
Ὁ προφήτης Ἰωὴλ ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

(Ὁρισμένοι Συναξαριστές, περιττῶς ἐπαναλαμβάνουν τὴν μνήμη του καὶ τὴν 31η Μαρτίου).

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἔμπνουν κειμήλιον, τῶν ἱερῶν ἀρετῶν, Προφήτης θεόληπτος, ὤφθης σοφέ, Ἰωήλ, ἑλλάμψει τοῦ Πνεύματος· ὅθεν τῆς εὐσεβείας, ἡ πηγὴ ὡς προέφης, ἔβλυσε τοῖς ἐν κόσμῳ, ἐκ τοῦ οἴκου Κυρίου· ἧς νῦν καταπολαύοντες, πόθῳ τιμῶμέν σε.

Κοντάκιον. Ἦχος α’. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.
Τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, νοητῶς θεώρησας, ἐδέξω Ἰωήλ, τῶν μελλόντων τὴν γνῶσιν· τὸ Πνεῦμα γὰρ τὸ Ἅγιον, ὥσπερ ἔφης ἐκκέχυται, κατ’ ἐνέργειαν, εἰς πᾶσαν σάρκα Προφῆτα, τὴν πιστεύσασαν, τῷ ἐπὶ γῆς κενωθέντι, καὶ σὲ θαυμαστώσαντι.

Μεγαλυνάριον.
Ὤφθη ἀποστάζουσα γλυκασμόν, Ἰωὴλ Προφῆτα, σοῦ ἡ γλῶσσα προφητικόν· τὴν γὰρ ἐν τῷ Λόγῳ, ἀνάπλασιν τοῦ κόσμου, συμβολικῶς κηρύττει, δι’ ἧς ἐσώθημεν.





Ὁ Ἅγιος Οὔαρος ὁ Μάρτυρας 

Μέτοχός της θερμῆς καὶ γενναίας πίστης, ποὺ ἀνθίζει καὶ θαυματουργεῖ στοὺς μεγάλους ἀγῶνες καὶ στὶς σκληρὲς δοκιμασίες τῆς Ἐκκλησίας, ὁ Οὔαρος, ἦταν στρατιώτης ἀπὸ τὰ Τύανα στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν ἐπὶ Διοκλητιανού. Ἐκτελοῦσε καθήκοντα φρουροῦ στὶς φυλακές, ὅπου ἔκλειναν χριστιανούς. Τὰ παθήματά τους τὸν ἔθλιβαν καὶ ἡ γενναιότητά τους ἄναβε περισσότερο τὴν πίστη του. Ἦταν καὶ αὐτὸς χριστιανός, ἀλλὰ οἱ ἀνώτεροί του καὶ οἱ συστρατιῶτες του δὲν τὸ ἤξεραν. Ἑπομένως δὲν ὑπῆρχε ἐναντίον του καμία ὑποψία καὶ ἐπωφελούμενος ἀπ’ αὐτὸ κατόρθωνε νὰ φέρνει τροφὲς στοὺς μάρτυρες, νὰ τοὺς ἐνισχύει καὶ νὰ τοὺς παρηγορεῖ.
Κάποτε ἔφεραν στὴν φυλακὴ ἕξι πιστοὺς σεβάσμιους ἀσκητές. Ἦταν καὶ ἕβδομος, ἀλλὰ πέθανε στὸν δρόμο λόγω γήρατος ἀπὸ τὶς κακουχίες. Οἱ ἔγκλειστοι αὐτοί, μὲ τὴ φυσιογνωμία τῶν λόγων καὶ τῶν τρόπων τους, ἐπηρέασαν πολὺ τὴν ψυχὴ τοῦ Οὐάρου, ὥστε θέλησε νὰ πεθάνει μαζί τους. Ὅταν λοιπὸν τοὺς ρώτησε ὁ δικαστὴς ποὺ εἶναι ὁ ἕβδομος σύντροφός τους, ὁ Οὔαρος φώναξε «ἰδοὺ ἐγώ». Καὶ συγχρόνως ἄρχισε νὰ διακηρύττει ὅτι εἶναι Χριστιανός.
Μάταια προσπάθησαν οἱ ἀξιωματικοί του νὰ τὸν μεταπείσουν. Αὐτὸς παρακαλοῦσε τοὺς ἀσκητές, νὰ προσευχηθοῦν στὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώσει δύναμη ν’ ἀντέξει στὰ βασανιστήρια ποὺ ἦταν πολὺ ἄγρια. Τελικὰ νίκησε. Πέθανε χωρὶς ν’ ἀλλαξοπιστήσει. Τὴν ἑπομένη κόπηκαν καὶ τὰ κεφάλια τῶν ἀσκητῶν.
Τὴ νύχτα χριστιανικὰ χέρια, ἔθαψαν εὐλαβικὰ τοὺς ἑπτὰ μάρτυρες τῆς πίστης.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Τῶν Μαρτύρων ζηλώσας τὰ κατορθώματα, μαρτυρικῶς ἠγωνίσω ὑπὲρ τῆς δόξης Χριστοῦ, καὶ καθεῖλες τὸν ἐχθρὸν παμμάκαρ Οὔαρε· ἐν γὰρ ἰκρίῳ προσδεθείς, πρὸς τῷ ξύλῳ τῆς ζωῆς, νομίμως ἀποκατέστης, πρεσβευτικῇ χορηγίᾳ, καταφαιδρύνων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὸν Σταυρὸν ὡς θώρακα, ἐνδεδυμένος παμμάκαρ, τῶν τυράννων ἤμβλυνας, τὰς πονηρὰς μεθοδείας· ἤνεγκας, τὰς ἀνυποίστους σαρκὸς βασάνους· ἤνυσας, τοὺς θείους ἄθλους γενναιοφρόνως· διὰ τοῦτο ἐκοσμήθης, θείῳ στεφάνῳ θεόθεν Οὔαρε.

Μεγαλυνάριον.
Σύμμορφος ἐγένου τοῖς Ἀθληταῖς, Οὔαρε τρισμάκαρ, ἀριστεύσας περιφανῶς· ὅθεν οὐρανίων, ἀξιωθεὶς χαρίτων, ὑπέρμαχος γνωρίζῃ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.





     
Οἱ Ἅγιοι Ἕξι Ὁσιομάρτυρες οἱ ἐρημίτες

Μαρτύρησαν διὰ ξίφους, μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Οὔαρο.





 Ἡ Ὁσία Κλεοπάτρα

Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Περιποιήθηκε τὸν Ἅγιο Οὔαρο, ὅταν τὸν βασάνιζαν.





Ὁ Ἅγιος Σαδῶθ (ἢ Σαδῶκ ἢ Σαδῶχ) ὁ Ἐπίσκοπος καὶ οἱ 120 Μάρτυρες ἀπὸ τὴν Περσία 

Ὁ Σαδῶθ πιστεύοντας στὸν Χριστὸ ἔγινε ἐπίσκοπος τῆς μικρῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῆς Περσίας. Λόγω τοῦ φιλανθρωπικοῦ του ἔργου ἦταν ἀγαπητὸς ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Κάτι ποὺ ἐνοχλοῦσε τοὺς ἱερεῖς τῶν Περσῶν.
Γι’ αὐτὸ τὸν κατηγόρησαν στὸν Σαπῶρ. Αὐτὸς πιστεύοντάς τους κάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ ἀπολογηθεῖ καὶ νὰ ἀρνηθεῖ τὸ Χριστό.
Ὁ Σαδῶθ ἀρνήθηκε καὶ γι’ αὐτὸ ὁδηγήθηκε στὸν δήμιο μαζὶ μὲ 120 Χριστιανοὺς ποὺ ἀνῆκαν στὸ μικρὸ ἀλλὰ ἐκλεκτὸ ποίμνιό του.





 Ὁ Ἅγιος Λεόντιος ὁ φιλόσοφος

Απεβίωσε εἰρηνικά.





     
Οἱ Ἅγιοι Φήλιξ καὶ Εὐσέβιος οἱ Μάρτυρες

Ὁ πρῶτος ἦταν Πρεσβύτερος καὶ ὁ δεύτερος Διάκονος. Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.





Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Θαυματουργός ὁ ἀσκητής 

Ἦταν Βούλγαρος στὴν καταγωγὴ καὶ γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σκρίνο, κοντὰ στὴν Σόφια (Βουλγαρίας), ἐπὶ βασιλείας Πέτρου τοῦ Βούλγαρου.
Ἔχοντας μοναχικὴ κλίση, πῆγε πρῶτα σὲ κάποια Μονὴ καὶ κατόπιν ἀνέβηκε στὸ ὄρος Ῥίλα. Ἐκεῖ ἔκτισε πρῶτα μικρὴ καλύβα, ποὺ μὲ τὸ χρόνο ἔγινε καταφύγιο πολλῶν μοναχῶν.
Ὁπότε ἔκτισε τὴν Μονὴ τοῦ Ῥίλα, στὴν ὁποία ἀσκητικὰ ἀφοῦ ἔζησε, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Φερωνύμως χαρίτων τοῦ θείου Πνεύματος, τῇ ἰσαγγέλῳ ζωῇ σου ἀνακαθάρας τὸν νοῦν, εἰσεδέξω δαψιλῶς τὸν πλοῦτον Ὅσιε, καὶ θαυμάτων αὐτουργός, ἀνεδείχθης ἀληθῶς, Πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννη, καθικετεύων ἀπαύστως, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν τῷ Ῥίλᾳ ἄγγελος Πάτερ ὡράθης, καὶ Μονὴν ἀνήγειρας, ὦ Ἰωάννη τῷ Χριστῷ, ἔνθα τὸ θεῖόν σου λείψανον, καθαγιάζει τοὺς πίστει προστρέχοντας.





Ὁ Ἅγιος Μνάσων ὁ ἀρχαῖος μαθητὴς

«Μετὰ δὲ τὰς ἡμέρας ταύτας ἐπισκευασάμενοι ἀνεβαίνομεν εἰς Ἱερουσαλήμ, συνῆλθον δὲ καὶ τῶν μαθητῶν ἀπὸ Καισαρείας σὺν ἡμῖν, ἄγοντες παρ’ ὢ ξενισθῶμεν Μνάσων τινι Κυπρίω, ἀρχαίω μαθητή» (Πράξ. κα’ 15 – 16).
Δηλαδή, ὑστέρα ἀπὸ τὶς ἡμέρες αὐτὲς (ποὺ ἔμειναν στὴν Καισαρεία καὶ ὁ προφήτης Ἄγαβος προφήτεψε τὴν σύλληψη τοῦ Ἀποστόλου, ὅταν θὰ πήγαινε στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τελευταῖα φορά), οἱ Ἀπόστολοι Παῦλος, Λουκᾶς καὶ οἱ σύντροφοί τους ἑτοίμασαν τὶς ἀποσκευές τους καὶ ἀνέβηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα.
Ἐκεῖ ἦρθαν καὶ ἀπὸ τὴν Καισαρεία μερικοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητὲς καὶ ἔφεραν μάλιστα μαζί τους καὶ κάποιον Μνάσωνα, Κύπριο παλιὸ μαθητὴ στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ φιλοξενηθοῦν.
Ἀρχαῖος μαθητής!
Νὰ ὁ ἐπίζηλος τίτλος, τὸν ὁποῖο αὐτὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοὺ Λουκᾶ δίνει στὸν ἐκλεκτὸ Ἱεράρχη τῆς Κύπρου, τὸν Ἅγιο Μνάσωνα. Ἀρχαῖο μαθητὴ τὸν ὀνομάζει.
Τώρα πῶς ὁ Μνάσων βρέθηκε στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ εἶχε μάλιστα καὶ σπίτι δικό του, στὸ ὁποῖο φιλοξενήθηκαν τόσοι μαθητές, δὲν γνωρίζουμε. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μανθάνουμε μόνο πὼς ὁ Ἅγιος Μνάσων γεννήθηκε στὴν Ταμασὸ ἀπὸ γονεῖς εἰδωλολάτρες.
Κάποια φορά, ὅταν ἦταν πιὰ μεγάλος, οἱ γονεῖς του ἔστειλαν αὐτὸν μαζὶ μὲ τὸν φίλο του Θεωνᾶ στὴν Ρώμη γιὰ νὰ διευθετήσουν τὴν διαφορὰ ποὺ ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρῶν τοῦ Πολιτικοῦ καὶ τοῦ χωριοῦ Πέρα ποιὸς ἀπὸ τοὺς ψευδώνυμους, εἰδωλολατρικοὺς θεούς, ποὺ εἶχαν προστάτες ἦταν ὁ μεγαλύτερος. Στὴν Ρώμη οἱ δυὸ φίλοι συνήντησαν μερικοὺς Ἀποστόλους ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα οἱ ὁποῖοι φαίνεται πὼς κατέφυγαν ἐκεῖ μετὰ τὸν λιθοβολισμὸ τοῦ Στεφάνου, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς διδάχτηκαν τὰ περὶ τοῦ Ἰησοῦ Χρίστου. Τὰ λίγα ποὺ ἄκουσαν γιὰ τὴν καινούργια θρησκεία, ἄναψαν μέσα τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ γνωρίσουν γι’ αὐτὴν περισσότερα. Γιὰ τοῦτο τὸν λόγο ἔσπευσαν νὰ συντομεύσουν τὸν χρόνο τῆς παραμονῆς τους στὴν Ρώμη καὶ νὰ φύγουν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Τὸ ταξίδι τους εἶχε ἕναν σκοπό: Νὰ συναντήσουν ἐκεῖ τὸν κορυφαῖο Ἀπόστολο Πέτρο καὶ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, γιὰ τοὺς ὁποίους εἶχαν ἀκούσει πολλὰ καλὰ λόγια καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπὸ τὸ στόμα τους περισσότερα γιὰ τὸ ἀγαπημένο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ εὐγενικὸς πόθος τους, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βραβεύτηκε πλούσια στὴν Ἁγία Πόλη. Ἐδῶ οἱ δυὸ φίλοι συναντήθηκαν μὲ τὸν «ἠγαπημένον μαθητήν», τὸν Θεολόγο Ἰωάννη καὶ ἀπὸ αὐτὸν ἄκουσαν καταλεπτῶς γιὰ ὅλη τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Κυρίου. Στὸ τέλος, ἀφοῦ ἔλαβαν καὶ τὸ ἅγιο βάπτισμα, ἐπέστρεψαν στὴν πατρίδα τους τὴν Κύπρο. Ἦρθαν γιὰ νὰ σκορπίσουν καὶ ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Νά! μιὰ ἀληθινὴ ἐκδήλωση φιλοπατρίας.
Σὰν ἔφτασαν στὴν Κύπρο, μὲ μεγάλη χαρὰ πληροφορήθηκαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι Βαρνάβας, Μάρκος καὶ Παῦλος εἶχαν ἔρθει ἐδῶ πρὸ καιροῦ καὶ ἀνέλαβαν σκληρὴ ὁδοιπορία, γιὰ νὰ φωτίσουν τὶς σκοτισμένες ψυχές. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Μνάσων κινήθηκε σὲ διάφορα μέρη νὰ τοὺς συναντήσει. Ἕνα πρωὶ οἱ κόποι του βραβεύτηκαν. Σ’ ἕνα σπήλαιο, ὅπως εἴδαμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ὁ Μνάσων συνήντησε τοὺς Ἀποστόλους μαζὶ μὲ τὸν νεοφώτιστο ἐπίσκοπο, τοῦ ὁποίου ὁ «ἀρχαῖος, αὐτός, μαθητής» ἔσπευσε νὰ γίνει σύντροφος καὶ βοηθός του.
Ἀπὸ τὸ σπήλαιο τῆς Ταμασοῦ, στὸ ὁποῖο ἐγκαταστάθηκαν στὴν ἀρχὴ οἱ δύο μαθητὲς καὶ οἱ συνεργάτες τους, ἄρχισαν οἱ σωστικὲς ἐξορμήσεις μὲ ἀποτέλεσμα «ὁ λόγος ὁ τοῦ Σταυροῦ» νὰ γίνει σὲ λίγο καιρὸ πηγὴ παρηγοριᾶς καὶ ἐλπίδος γιὰ τὶς ἀποκαμωμένες καρδιές. Τὸ φλογερὸ κήρυγμα ἐνισχυόμενο ἀπὸ τὸ ζωντανὸ παράδειγμα μιᾶς ἁγίας ζωῆς καὶ τὰ πολλὰ θαύματα πρόσθεταν κάθε ἡμέρα καὶ νέες ψυχὲς στὸν ἀριθμὸ τῆς πρώτης Ἐκκλησίας.
Πλούσια χαρίτωσε ὁ Θεὸς καὶ τὸν Ἅγιο Μνάσωνα μὲ τὸ θαυματουργικὸ χάρισμα. Ἀπὸ τὸ συναξάρι του μανθάνουμε πὼς κάποια φορὰ ποὺ ὁ Ἅγιος βγῆκε ἀπὸ τὸ σπήλαιο ὅπου ἔμενε καὶ πῆγε στὴν πόλη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὸν περικαλλὴ ναὸ τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς Ταμασοῦ. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ ναοῦ μὲ τὰ πλούσια ἀγάλματα ἡ ψυχὴ τοῦ ἁγίου ἀγανάκτησε γιὰ τὸ κατάντημα τῶν συμπατριωτῶν του, μὰ καὶ ὄλου τοῦ ἀρχαίου κόσμου. «Τὰ εἴδωλα τῶν ἐθνῶν», ψέλλισε, «ἀργύριον καὶ χρυσίον ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων». Κι ἀφοῦ κοίταξε μὲ παράπονο τὰ λευκὰ μάρμαρα τοῦ ναοῦ καὶ τὸ ἀστραφτερὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ποὺ ἦταν στὸ μέσο, φώναξε!
-Στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σὲ διατάζω νὰ πέσεις καὶ νὰ συντριβεῖς.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρος ὁ ναὸς γκρεμίστηκαν τὴν ἴδια στιγμὴ καὶ ἔγιναν κομμάτια. Οἱ ψευδοϊερεῖς, ποὺ βρισκόντουσαν ἐκεῖ, καὶ παρακολουθοῦσαν τὰ γενόμενα μὲ δάκρυα ἔτρεξαν καὶ κατήγγειλαν στοὺς Ἕλληνες εἰδωλολάτρες τὰ ὅσα εἶδαν. Κι αὐτοί, ἔξαλλοι ἀπὸ ἱερὴ ἀγανάκτηση, ὄρμισαν νὰ συλλάβουν τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν σκοτώσουν. Μὰ ὁ φλογερὸς ἱεραπόστολος δὲν τὰ ἔχασε. Μὲ τὸ θάρρος τῆς χριστιανικῆς πίστεως ποὺ πλημμύριζε τὴν ψυχή του, στάθηκε ἀτάραχος, κοίταξε κατάματα τὰ μανιασμένα πλήθη, καὶ φύσηξε στὸ πρόσωπό τους. Μικροὶ καὶ μεγάλοι μὲ μιᾶς σταμάτησαν καὶ ἄρχισαν νὰ φωνάζουν μὲ πόνο: «Τὰ μάτια μας. Τὸ φῶς μας. Χάσαμε τὸ φῶς μας. Λυπήσου μας, ἄνθρωπε. Πιστεύουμε στὸν Θεό σου. Συγχώρησέ μας καὶ κάνε μας καλά».
Ὁ Ἅγιος στὶς παρακλήσεις τους ἔσπευσε ν’ ἀνταποκριθεῖ. Τοὺς ξανάδωσε τὸ φῶς τους σφραγίζοντας τὸν καθένα μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καὶ ὕστερα τοὺς βάπτισε. Κι ἦταν ὅλοι κάπου τριακόσιοι. (Ἀκολουθία Ἁγίου Μνάσωνος σελ. 16, 1774).
Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη ζωὴ τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος εἶναι συνδεδεμένο μὲ τὴν ζωὴ τοῦ πρώτου ἐπισκόπου τῆς Ταμασοῦ, τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Μαζὶ ἔμεναν στὴν ἀρχή. Στὸ ἴδιο σπήλαιο ποὺ χρησιμοποιόταν καὶ ὡς ναός. Ἀργότερα ὁ Μνάσων ἔφτιαξε δικό του κελί, δίπλα στὸ κελὶ τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου. Ὅμως μαζί του ἱερουργοῦσε, μαζί του προσευχόταν. Μὲ προθυμία τὸν βοηθοῦσε. Καὶ σὲ ὅλα του ἦταν πιστὸς καὶ ἀφοσιωμένος ἀκόλουθος.
Στὸ ἱεραποστολικὸ ταξίδι ποὺ ἀνέλαβε ὁ Ἠρακλείδιος στὴν Πάφο, ὁ Μνάσων τὸν ἀκολούθησε πρόθυμα καὶ πολὺ τοῦ συμπαραστάθηκε στὸ ἱερὸ ἔργο. Ἀλλὰ καὶ στὴν ἐκτέλεση θαυμάτων, ὅπως ἀναγράφεται στὴν ἀκολουθία του, καθόλου δὲν ὑστέρησε ἀπὸ τὸν Ἅγιο Δάσκαλό του.
Ὁ Μνάσων, ὅπως ἀναφέραμε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου, ἀνέστησε τὴν Τροφίμη, τὴν μητέρα τοῦ Ἀετίου, ποὺ ἀπὸ τὴν βαθιὰ θλίψη της γιὰ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της κτύπησε τὸ κεφάλι στὸν τοῖχο καὶ ἔπεσε κάτω νεκρή.
Κάποια ἄλλη φορὰ ἀνέστησε ἀπ’ τὸν τάφο ἕνα πάλι νεκρὸ μὲ ἀποτέλεσμα τετρακόσιοι εἰδωλολάτρες νὰ πιστεύσουν καὶ νὰ βαπτιστοῦν τὴν ἴδια μέρα.
Ἔφραξε τὸ στόμα κάποιου δύστροπου χρεώστη, ποὺ μιὰ ἡμέρα ἅρπαξε ἕναν πιστὸ ἀδελφὸ καὶ ζητοῦσε νὰ τὸν στραγγαλίσει, γιὰ νὰ πάρει πίσω ἕνα ἐνέχυρο ποὺ τοῦ εἶχε δώσει. Ὁ Ἅγιος Μνάσων τοῦ πῆρε τὸ χέρι καὶ μὲ γλυκύτητα τοῦ εἶπε:
Ἄφησέ τον, παιδί μου, καὶ θὰ σοῦ ἐπιστρέψει ὅ,τι τοῦ ἔδωκες.
Ὁ δύστροπος ὅμως καὶ ἄνομος χρεώστης, ποὺ εἶδε τὴν στιγμὴ ἐκείνη νὰ πλησιάζουν καὶ ἄλλοι ὅμοιοί του, ἀντὶ νὰ ἀφήσει τὸ δυστυχισμένο θύμα του, ἄρχισε νὰ τὸ πιέζει περισσότερο καὶ νὰ βλαστημᾶ τὸν Κύριο.
Στὶς ὕβρεις καὶ τὶς βλασφημίες τοῦ σκληροῦ καὶ ἄδικου Ἀλέξανδρου — ἔτσι λεγόταν ὁ χρεώστης – ὁ Ὅσιος του εἶπε:
Τὸ ἄνομο στόμα σου, ποὺ ὑβρίζει καὶ βλασφημεῖ τὸν δημιουργό, θὰ μείνει ἄλαλο καὶ κλειστό. Καὶ τὸ χέρι ποὺ ἐπιτίθεται καὶ ζητᾶ νὰ βλάψει τὸν ἀθῶο, θὰ ξηρανθεῖ.
Δὲν πρόφτασε νὰ τελειώσει ὁ Ἅγιος τὰ λόγια του καὶ ἡ τιμωρία βρῆκε τὸν ἄνομο καὶ ὑβριστῆ. Ὁ Ἀλέξανδρος ἔμεινε ἄλαλος καὶ ξερός.
Τὸ θαῦμα κατατρόμαξε τοὺς παριστάμενους. Μερικοὶ μάλιστα ἔσπευσαν νὰ δηλώσουν πίστη στὸν Θεὸ τοῦ Ἁγίου. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἦταν καὶ κάποιος Γελάσιος ποὺ ἐπίστευσε μὲ ὅλο τὸν οἶκο του καὶ βαπτίστηκε.
Τὸ παράδειγμά του μιμήθηκε καὶ ὁ Ἀλέξανδρος. Μὲ δάκρυα ποὺ ἔτρεχαν καὶ ἔβρεχαν τὰ ἐνδύματά του ζητοῦσε μὲ διάφορες κινήσεις τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος τὸν λυπήθηκε. Τὸν συγχώρησε, τὸν θεράπευσε καὶ στὸ τέλος τὸν βάπτισε.
Στὴν ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Μνάσωνος ἀναφέρονται καὶ ἄλλα θαύματα. Μερικὰ εἶναι καὶ τοῦτα:
«Μίαν τῶν ἡμερῶν» ποὺ ὁ Ἅγιος ξεκίνησε νὰ πάει στὸ χωριὸ Πέρα, βρῆκε τὸν ποταμὸ κατεβασμένο μὲ πολὺ νερό. Ἀφοῦ στάθηκε καὶ εἶπε μία προσευχή, ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ τότε τὰ νερὰ στάθηκαν καὶ ὁ ἅγιος πέρασε στὴν ἄλλη μεριὰ σὰν τὸν προφήτη Ἠλία, «ἁβρόχοις ποσί».
Θεράπευσε δαιμονισμένους καὶ τυφλούς. Κατέπαυσε τρικυμία καὶ πρόλαβε ναυάγιο. Σὲ καιρὸ ξηρασίας, προσευχήθηκε, καὶ οἱ καταρράκτες τοῦ οὐρανοῦ ἄνοιξαν καὶ ἔπεσαν εὐεργετικὲς βροχές. Ὁ Ἅγιος Μνάσων διαδέχτηκε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ταμασοῦ τὸν δάσκαλο καὶ προστάτη του, τὸν Ἅγιο Ἠρακλείδιο. Μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴν ἀτσαλένια θέλησή του, μὲ τὸ κήρυγμα καὶ τὰ θαύματά του ἡ στρατιὰ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Χριστοῦ μεγάλωνε καθημερινὰ καὶ τὸ φῶς τῆς καινούργιας ζωῆς ἁπλωνόταν μὲ τὴν δράση του σ’ ὅλο τὸ βασανισμένο νησί.
Τὸ σωστικὸ ἔργο τοῦ Ἁγίου συνεχίστηκε ὡς τὰ βαθιά του γηρατειά. Ὅταν πλησίασε ὁ καιρὸς ν’ ἀφήσει τὸν κόσμο καὶ νὰ πάει στὸν οὐρανό, κάλεσε κοντά του τοὺς μαθητές του, καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωκε χρήσιμες συμβουλὲς καὶ τοὺς παρήγγειλε νὰ μὴ λυπηθοῦν, χειροτόνησε ἀντικαταστάτη του τὸν Ροδώνα «ψήφῳ κοινῇ» ὅλων τῶν πολιτῶν τῆς Ταμασοῦ.
Τρεῖς μέρες μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, στὶς 19 τοῦ Ὀκτώβρη, ἡ ἁγία ψυχὴ τοῦ ταπεινοῦ καὶ σεμνοῦ ἐπισκόπου, ἐγκατέλειψε τὰ γήινα καὶ πέταξε γιὰ τὸν οὐρανό. Στὸ ἄκουσμα τὸ θλιβερό του θανάτου του τὰ πλήθη τῶν πιστῶν προσέτρεξαν ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, γιὰ νὰ ἀποχαιρετήσουν τὸν πατέρα τους καὶ νὰ ἀσπασθοῦν γιὰ τελευταῖα φορὰ τὸ τίμιο λείψανό του. Τὴν ὥρα τοῦ ἀσπασμοῦ «τυφλοὶ ἀνέβλεπον, χωλοὶ περιεπάτουν καὶ δαίμονες ἔφευγον ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους». Οἱ μαθητὲς κήδευσαν τὸ ἅγιο σῶμα «ἐντίμως καὶ εὐλαβῶς πλησίον τοῦ Ἁγίου Ἠρακλειδίου».
Ἀργότερα ὁ σεβασμὸς τῶν χριστιανῶν πρὸς τὸν μεγάλο αὐτὸν Ἅγιο ἔστησε λίγο πέρα ἀπὸ τὸν τάφο του ἕνα μοναστήρι, τὸ ὁποῖο σήμερα δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει. Μιὰ μικρὴ ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἀπὸ τὴν παλιὰ ἐκείνη δόξα. Μιὰ ἐκκλησία ποὺ διαλαλεῖ τὰ περασμένα μεγαλεῖα καὶ θυμίζει σὲ ὅσους τὴν ἐπισκέπτονται, μιὰ ἐποχὴ σκληρῶν ἀγώνων καὶ
μαρτυρίων, γιὰ νὰ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα τὸ κεφάλι ψηλὰ καὶ νὰ καυχώμαστε γιὰ τὴν Ἑλληνικὴ καταγωγή μας καὶ τὴν ὀρθόδοξη πίστη μας.
Τὸ ἐκτιμοῦμε ὅμως αὐτὸ οἱ τωρινοὶ κάτοικοι τῆς Νήσου τῶν Ἁγίων; Ἀλήθεια! Τὸ ἐκτιμοῦμε;





Ἡ Ἁγία Frideswide (Ἀγγλίδα) 

Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτῆς τῆς Ἁγίας της ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρετανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις