Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Μητροπολίτης Πενταπόλεως Αἰγύπτου
Γεννήθηκε τὴν 1η Ὀκτωβρίου τοῦ 1846 στὴ Σηλυβρία τῆς Θράκης ἀπὸ τὸν Δῆμο καὶ τὴν Βασιλικὴ Κεφάλα καὶ ἦταν τὸ πέμπτο ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιά τους. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀναστάσιος.
Μικρός, 14 ἐτῶν, πῆγε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε ὡς ὑπάλληλος καὶ κατόπιν ὡς παιδονόμος στὸ σχολεῖο τοῦ Μετοχίου τοῦ Παναγίου Τάφου. Κατόπιν πῆγε στὴν Χίο, ὅπου, ἀπὸ τὸ 1866 μέχρι τὸ 1876 χρημάτισε δημοδιδάσκαλος στὸ χωριὸ Λίθειο. Τὸ 1876 ἐκάρη μοναχὸς στὴ Νέα Μονὴ Χίου μὲ τὸ ὄνομα Λάζαρος καὶ στὶς 15 Ἰανουαρίου 1877 χειροτονήθηκε διάκονος, ὀνομασθεῖς Νεκτάριος, ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Χίου, Γρηγόριο (1860 – 1877), καὶ ἀνέλαβε τὴν Γραμματεία τῆς Μητροπόλεως.
Τὸ 1881 ἦλθε στὴν Ἀθήνα, ὅπου μὲ ἔξοδα τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου Δ’ (1870 – 1899), σπούδασε Θεολογία καὶ πῆρε τὸ πτυχίο του τὸ 1885. Ἔπειτα, ὁ ἴδιος προαναφερόμενος Πατριάρχης, τὸν χειροτόνησε τὸ 1886 πρεσβύτερο καὶ τοῦ ἔδωσε τὰ καθήκοντα τοῦ γραμματέα καὶ Ἱεροκήρυκα τοῦ Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας.
Διετέλεσε ἐπίσης πατριαρχικὸς ἐπίτροπος στὸ Κάιρο.
Στὶς 15 Ἰανουαρίου 1889, χειροτονήθηκε Μητροπολίτης Πενταπόλεως. Ἡ δράση του ὡς Μητροπολίτου ἦταν καταπληκτικὴ καὶ ἕνεκα αὐτοῦ ἦταν βασικὸς ὑποψήφιος τοῦ πατριαρχικοῦ θρόνου Ἀλεξανδρείας. Λόγω ὅμως φθονερῶν εἰσηγήσεων (αἰσχρῶν συκοφαντιῶν), πρὸς τὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο, ὁ ταπεινόφρων Νεκτάριος, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸν γέροντα Πατριάρχη,
ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα (1889).
Διετέλεσε Ἱεροκήρυκας (Εὐβοίας) (1891 – 1893), Φθιώτιδος καὶ Φωκίδας (1893 – 1894) καὶ διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα (1894 – 1904).
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρονίου (1899), ὁ Νεκτάριος ἐκλήθη νὰ τὸν διαδεχθεῖ, ἀλλὰ ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε. Στὰ κηρύγματά του, πλῆθος λαοῦ μαζευόταν, γιὰ νὰ «ρουφήξει» τὸ νέκταρ τῶν ἱερῶν λόγων του. Τὸ 1904 ἵδρυσε γυναικεία Μονὴ στὴν Αἴγινα, τῆς ὁποίας ἀνέλαβε προσωπικὰ τὴν διοίκηση, ἀφοῦ ἐγκαταβίωσε ἐκεῖ τὸ 1908, μετὰ τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὴ Ριζάρειο Σχολή.
Ἔγραψε ἀρκετὰ συγγράμματα, κυρίως βοηθητικὰ τοῦ θείου κηρύγματος. Ἡ ταπεινοφροσύνη του καὶ ἡ φιλανθρωπία του ὑπῆρξαν παροιμιώδεις.
Πέθανε τὸ ἀπόγευμα τῆς 8ης Νοεμβρίου 1920. Τόση δὲ ἦταν ἡ ἁγιότητά του, ὥστε ἐπετέλεσε πολλὰ θαύματα, πρὶν ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του. Ἐνταφιάστηκε στὴν Ι. Μονὴ Ἁγίας Τριάδος στὴν Αἴγινα.
Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν Ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἔγινε στὶς 3 Σεπτεμβρίου τοῦ 1953 καὶ στὶς 20 Ἀπριλίου τοῦ 1961 μὲ Πράξη τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, διακηρύχθηκε Ἅγιος της Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Σηλυβρίας τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν ἔφορον, τὸν ἐσχάτοις χρόνοις φανέντα, ἀρετῆς φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ὡς ἔνθεον θεράποντα Χριστοῦ· ἀναβλύζει γὰρ ἰάσεις παντοδαπάς, τοῖς εὐλαβῶς κραυγάζουσι· δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πάσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὀρθοδοξίας τὸν ἀστέρα τὸν νεόφωτον
Καὶ Ἐκκλησίας τὸ νεόδμητον προτείχισμα
Ἀνυμνήσωμεν καρδίας ἐν εὐφροσύνῃ.
Δοξασθεὶς γὰρ ἐνεργείᾳ τῇ τοῦ Πνεύματος
Ἰαμάτων ἀναβλύζει χάριν ἄφθονον
Τοῖς κραυγάζουσι, χαίροις Πάτερ Νεκτάριε.
Μεγαλυνάριον.
Ὤφθης Ἐκκλησίας νέος ἀστήρ, ἐν ἐσχάτοις χρόνοις, τῇ ὁσίᾳ σου βιοτῇ· ὅθεν καταυγάζεις, πιστῶν τὰς διανοίας, ταῖς νοηταῖς ἀκτῖσι, Πάτερ Νεκτάριε.
Οἱ Ἅγιοι Ὀνησιφόρος καὶ Πορφύριος οἱ Μάρτυρες
Σχίστηκαν οἱ σάρκες τους καὶ πέθαναν βαπτισμένοι στὰ αἵματά τους, κατὰ τὸν διωγμὸ τοῦ Διοκλητιανοῦ. Καὶ οἱ δυὸ ὑπηρετοῦσαν σὲ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἔργα τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως, ἀνήκαν στὴν ὁμάδα ποὺ ἀνίχνευε κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νύκτας καὶ ἀνεύρισκε σώματα μαρτύρων, ποὺ ρίχνονταν στὶς χαράδρες. Τὰ μάζευαν καὶ τὰ παρέδιδαν νὰ ταφοῦν μὲ τὴν ἁρμόζουσα τιμή.
Κάποτε, ὅμως, τοὺς ἀνακάλυψαν καὶ τοὺς συνέλαβαν. Κατόπιν τοὺς ἐξεβίασαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι ἔμειναν σταθεροὶ στὴν ὁμολογία τῆς ἁγίας πίστης στὸν Χριστό, χωρὶς νὰ φοβηθοῦν τὶς ἀπειλὲς καὶ τὰ ἐπικείμενα μαρτύρια. Τοὺς ἔδεσαν, λοιπόν, πίσω ἀπὸ ἄγρια ἄλογα, τὰ ὁποῖα τοὺς ἔσυραν μὲ δυνατὸ καλπασμό, μέσα ἀπὸ ἀγκάθια καὶ πέτρες. Ὅταν τὰ ἄλογα σταμάτησαν κουρασμένα, μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς ὧρες δρόμου, τὰ σώματα τῶν μαρτύρων βρέθηκαν διαμελισμένα, πνιγμένα στὸ αἷμα. Καὶ ὅπως ἀναφέρει ἡ Ἀποκάλυψη, «εἶδον τὴν γυναίκα μεθύουσαν ἐκ τοῦ αἵματος τῶν ἁγίων καὶ ἐκ τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων Ἰησοῦ». Εἶδα δηλαδὴ τὴν γυναίκα, ποὺ εἶναι ἡ διεφθαρμένη εἰδωλολατρικὴ κοινωνία, νὰ μεθάει ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν χριστιανῶν, ποὺ καταδίωκε, καὶ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων τοῦ Ἰησοῦ. Ἄλλα ὁ Θεὸς «ἔκρινε τὴν πόρνην... καὶ ἐξεδίκασε τὸ αἷμα τῶν δούλων αὐτοῦ ἐκ χειρὸς αὐτῆς». Ἔπειτα, ὅμως, ὁ Θεός, ἔκρινε καὶ καταδίκασε τὴν πόρνη, τὴ νοητὴ Βαβυλώνα, καὶ ἐκδικήθηκε τὸ αἷμα τῶν δούλων του, ποὺ χύθηκε ἀπὸ τὰ χέρια της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείαν ὄνησιν, ἰχνηλατοῦντες, πορφυρίζοντα, ὤφθητε κρίνα, Ὀνησιφόρε κλεινὲ καὶ Πορφύριε· ὅθεν ὡς ἅρμα τοῦ Λόγου χρυσήλατον, πρὸς τὴν οὐράνιον νύσσαν ἠλάσατε. Θεῖοι Μάρτυρες, Χριστῷ τῷ Θεῷ πρεσβεύσατε, δωρήσασθε ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς Τριάδος πρόμαχοι τροπαιοφόροι, ἐν ἀθλήσει ὤφθησαν, Ὀνησιφόρος ὀ σοφός, σὺν Πορφυρίῳ κραυγάζοντες· Χριστῷ συμπάσχειν ζωῆς ἐστι πρόξενον.
Μεγαλυνάριον.
Ὄνησιν πηγάζει τὴν ἀληθῆ, ὑμῶν ἡ πρεσβεία, ὥσπερ κρήνη ὑπερχειλής, τοῖς ὑμῶν αἰνοῦσιν, Ὀνησιφόρε Μάρτυς, μετὰ τοῦ Πορφυρίου, τὰ κατορθώματα.
Ἡ Ὁσία Ματρῶνα
Ἔζησε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Μαρκιανοῦ (450 – 457) καὶ Λέοντα Θρακὸς ἢ Μακέλλη (457 – 474). Καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ ἀνατράφηκε ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ εὐσεβεῖς.
Σὲ κατάλληλη ἡλικία παντρεύτηκε μὲ κάποιον Δομέτιο (κατ’ ἄλλους Δομετιανό), μὲ τὸν ὁποῖο ἀπόκτησε μία κόρη καὶ κατὰ τὰ χρόνια τοῦ Λέοντα τοῦ Θρακὸς ἦλθαν οἰκογενειακὰ στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ συνδέθηκε μὲ μία εὐσεβὴ γυναίκα, τὴν Εὐγενία, καὶ σύχναζε στοὺς ἱεροὺς ναούς, ποθώντας νὰ ἀφιερωθεῖ ὁλοκληρωτικὰ στὴν λατρεία τοῦ θείου.
Ἔτσι ἐγκατέλειψε τὸν σύζυγό της, καὶ τὴν κόρη της ἀφοῦ τὴν ἐμπιστεύθηκε σὲ κάποια Σωσάννα, κατέφυγε στὴ Μονὴ τοῦ Βασιανοῦ, μεταμφιεσμένη μὲ τὸ ὄνομα Βαβύλας. Ἄλλα καταζητούμενη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της καὶ ἀφοῦ ἀποκαλύφθηκε τὸ φύλο της, στάλθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ γυναικεία Μονὴ τῶν Ἱεροσολύμων.
Κατόπιν ἀναχώρησε καὶ ἀπὸ ἐκει καὶ πολλὰ μέρη ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε, γριὰ πλέον, ἐπέστρεψε στὴν Κωνσταντινούπολη. Τοποθετήθηκε ἀπὸ τὸν Βασιανὸ σὲ ἰδιαίτερο μέρος (τῆς Ματρώνης ὀνομαζόμενο ἀργότερα), ὅπου ἔκτισε Μονή, στὴν ὁποία μαζεύτηκαν ἀρκετὲς μοναχές.
Στὴ Μονὴ αὐτὴ λοιπόν, ἔζησε μὲ μεγάλη ἀρετὴ καὶ πνευματικὴ τελειότητα. Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Χριστὸν ἀγαπήσασα, τῶν ἀγαθῶν τὴν πηγήν, Ἀγγέλων ἐζήλωσας, μετὰ σαρκὸς τὴν ζωήν, Ματρῶνα θεόπνευστε· σὺ γὰρ συνεύνου φίλτρον, παριδοῦσα ἐμφρόνως, ᾔσχυνας τὸν Βελίαρ, τῷ πανσόφῳ σου τρόπῳ· διὸ τῆς ἀκατάλυτου δόξης ἠξίωσαι.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Ἀνδρικῷ ἐν σχήματι, μέσον ἀνδρῶν συμβιοῦσα, τῆς ψυχῆς τὸ φρόνημα, ἀνδρεῖον ἔδειξας Μῆτερ· ἔτρεψας, τὰς τῶν δαιμόνων φαλαγγαρχίας· εὔφρανας, τὰς τῶν Ἀγγέλων χοροστασίας, μεθ’ ὧν πρέσβευε Ματρῶνα, ὑπὲρ τῶν πίστει ἀνευφημούντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἔρωτι τρωθεῖσα τῷ θεϊκῷ, συζύγου τὸν πόθον, ὑπερέδραμες εὐπετῶς, καὶ τοῦ Παρακλήτου, ἐπλούτησας τὴν χάριν, Ματρῶνα μακαρία, λαμπρῶς βιώσασα.
Ἡ Ὁσία Θεοκτίστη ἡ Λεσβία
Μοναχὴ ἐνάρετη ἀπὸ τὴ Μήθυμνα τῆς Λέσβου καὶ ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (816). Παιδὶ ἀκόμα ἔμεινε ὀρφανὴ καὶ ἀνατράφηκε σὲ παρθενῶνα τῆς πόλης.
Κάποια μέρα πῆγε νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴν ἀδελφή της, ποὺ ἦταν σὲ μία κοντινὴ κωμόπολη. Τότε συνελήφθη μαζὶ μὲ τοὺς κατοίκους τῆς κωμόπολης αὐτῆς ἀπὸ τοὺς πειρατὲς τῆς Κρήτης καὶ μεταφέρθηκε μὲ τοὺς ἄλλους αἰχμαλώτους στὴν Πάρο γιὰ πώληση. Ἐκεῖ κατόρθωσε νὰ δραπετεύσει καὶ νὰ κρυφτεῖ στὰ βουνά, ὅπου καὶ παρέμεινε μόνη 35 χρόνια, τρεφόμενη μὲ χόρτα. Ἀνακαλύφθηκε τυχαῖα ἀπὸ ἕναν κυνηγό, ὁ ὁποῖος, μετὰ ἀπὸ παράκλησή της, ἔφερε σ’ αὐτὴν τὰ θεία μυστήρια.
Ὅταν δὲ κοινώνησε τῶν Ἄχραντων Μυστηρίων, πέθανε καὶ τάφηκε ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἴδιο κυνηγό. Γιὰ τὴν Ὁσία αὐτή, ὑπάρχει καὶ μία διήγηση τοῦ μονάχου Συμεὼν τοῦ Πάριου, ποὺ μοιάζει πολὺ μὲ αὐτὴ τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγύπτιας καὶ εἶναι ἐντελῶς φανταστική.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Ἡ Λέσβος βλάστημα, θεῖόν σε κέκτηται, τοῖς δὲ ἀγῶσί σου, Πάρος ἡγίασται, καὶ τῷ σῶ σκήνει τῷ σεπτῷ, πεπλούτισται Ἰκαρία. Ὅθεν ὡς παρθένον σε, καὶ Ὁσίαν γεραίρομεν, καὶ ἐπιβοώμεθα, τὴν θερμὴν προστασίαν σου, ἣν δίδου τοῖς βοῶσί σοι Μῆτερ· χαίροις Ὁσία Θεοκτίστη.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς ἐγκρατείας τὴν τρυγόνα τὴν φιλέρημον
Καὶ παρθενίας τὴν ὑψίκομον κυπάρισσον
Θεοκτίστην εὐφημήσωμεν τὴν Ὁσίαν.
Ὑπὲρ φύσιν ἐν τῇ Πάρῳ γὰρ ἀσκήσασα
Ἐκκλησίας κατεφαίδρυνε τὸ πλήρωμα·
Ἧ βοήσωμεν, χαίροις Μῆτερ ἰσάγγελε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις τὸ τῆς Λέσβου ἄνθος τερπνόν, τὸ τὴν εὐωδίαν, διαπνεῦσαν τὴν μυστικήν, ἐν τῇ νήσῳ Πάρῳ, θεόφρον Θεοκτίστη, ὀδμῆς τῆς θεοκτίστου, ἐξομοιώσεως.
Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα
Οἱ Ἁγίες Εὐσταλία καὶ Σωπάτρα ἔζησαν τὸν πέμπτο αἰώνα μ.Χ., κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Μαυρίκιου.
Ἡ Εὐσταλία καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρώμη. Οἱ γονεῖς της ἦταν χριστιανοὶ καὶ ἰδιαίτερα εὔποροι. Ἔτσι μετὰ τὸν θάνατό τους ἀπέκτησε ἀρκετὴ περιουσία, τὴν ὁποία διέθεσε σὲ φιλανθρωπικὰ ἔργα. Ἀφοῦ ὑπηρέτησε στὴν Ρώμη τὶς κόρες ποὺ χρειάζονταν βοήθεια διότι εἶχαν πέσει σὲ παραπτώματα, μετέβηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ ἔγινε γνωστὴ γιὰ τὶς εὐεργεσίες της καὶ τὴν πνευματική της μόρφωση. Γι’ αὐτὸ πολλὲς νέες τὴν ἐπισκέπτονταν στὴ Μονή, ποὺ τὴν φιλοξενοῦσε. Μία ἀπὸ τὶς νέες αὐτὲς ἦταν καὶ ἡ κόρη τοῦ Μαυρίκιου, ἡ Σωπάτρα.
Ἡ Σωπάτρα, προτίμησε τὸ μοναχικὸ βίο ἀπὸ τὰ πλούτη τῶν ἀνακτόρων καὶ ἔτσι μόνασε δίπλα στὴν Εὐσταλία. Πρώτη ἀπῆλθε πρὸς τὸν Κύριο ἡ Εὐσταλία, τὸ ἔργο τῆς ὁποίας συνέχισε ἄξια ἡ Σωπάτρα μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς της.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Μεταφραστὴς
Πατρίδα του ἦταν ἡ Κωνσταντινούπολη καὶ ἔζησε στὰ χρόνια του Βασιλιὰ Λέοντα τοῦ Σοφοῦ (886 – 912). Νεότερη ὅμως ἐκδοχὴ (1931), λέει ὅτι ὁ Συμεὼν ἔζησε στὰ χρόνια του Δούκα Παραπινάκη (1071 – 1078), ποὺ μᾶλλον εἶναι καὶ ἡ ἐπικρατέστερη. Προηγουμένως ὀνομαζόταν Νικήτας Παφλαγῶν καὶ λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς καὶ σοφίας πῆρε τὸ ἀξίωμα τοῦ Μαγίστρου καὶ Λογοθέτου. Τὸ κυριότερο ἔργο του, ἦταν ἡ ἐκκαθάριση τῶν ἀρχαίων ἁγιολογικῶν ὑπομνημάτων καὶ ἡ παράστασή τους σὲ ὁμαλότερο ὕφος. Ἀπ’ αὐτὸ λένε, ὅτι πῆρε τὴν ὀνομασία Μεταφραστής, ποὺ μᾶλλον δὲν φαίνεται καὶ τόσο πιθανό. Ἴσως νὰ ἦταν μεταφραστὴς ξενόγλωσσων ἐγγράφων στὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ τὸ ἀντίθετο.
Μερικοὶ νομίζουν, ὅτι στὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἔγινε μοναχός, ἀλλὰ ὁ φίλος του Ψελλός, ποὺ ἔγραψε ἐγκώμιο καὶ Ἀκολουθία σ’ αὐτόν, δὲν ὑπαινίσσεται κάτι τέτοιο. Ἔζησε ὀσιακὰ καὶ ἔγραψε πολλὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ καὶ ἡ μνήμη του ἀναφέρεται μόνο στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου τοῦ Ἁγιορείτη.
Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μάρτυρας
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Συρία καὶ ἔκανε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ λιθοξόου. Ὅταν γνώρισε τὸν Χριστό, ἐγκατέλειψε τὸ ἐπάγγελμα αὐτό, διότι σχετιζόταν καὶ μὲ τὴν εἰδωλολατρία καὶ ἀναχώρησε στὴν ἔρημο.
Ἐκεῖ βρῆκε τὸν εὐσεβὴ ἀναχωρητὴ Τιμόθεο καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν ἔζησε τρία χρόνια. Κατόπιν, μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ γέροντα αὐτοῦ, κατέβηκε στὸ χωριό του καὶ σὲ στιγμὴ ἱερῆς ἀγανάκτησης συνέτριψε τοὺς βωμοὺς τῶν εἰδώλων.
Τότε οἱ εἰδωλολάτρες τὸν ἔδειραν σκληρὰ καὶ ὁ Ἅγιος πῆγε στὴν Ἀπάμεια τῆς Συρίας, ὅπου παρακάλεσε τὸν ἐπίσκοπο Ὅσιο (τὸ ὄνομά του εἶναι αὐτό) καὶ πῆρε τὴν ἄδεια νὰ κτίσει Ναὸ στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ὅταν λοιπὸν ἄρχισε τὴν οἰκοδομή, τὸ ἔμαθαν οἱ συγχωριανοί του εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἦλθαν νύχτα καὶ μὲ ξύλα τὸν θανάτωσαν μὲ τὸν πιὸ ἄσπλαχνο τρόπο.
Οἱ Ἅγιοι Χριστόφορος καὶ Μαύρα οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι Ναρσὴς καὶ Ἀρτέμωνας οἱ Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους. Ὁ Ναρσὴς ἦταν Πέρσης καὶ ἴσος νὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ αὐτὸν τῆς 9ης Δεκεμβρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Βραχύσωμος ἢ Κολοβὸς
Καταγόταν ἀπὸ τὴ Θήβα τῆς Αἰγύπτου καὶ ὀνομάστηκε Κολοβὸς ἐπειδὴ ἦταν κοντὸς σωματικά.
Ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἀσκητὲς τῆς ἐρήμου καὶ διακρίθηκε κυρίως γιὰ τὴν ἐγκράτεια τῆς γλώσσας του καὶ γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη του.
Στοὺς Συναξαριστὲς βρίσκουμε ἀρκετὲς σοφὲς συμβουλές του. Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Ὁ Ὅσιος Ἑλλάδιος
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Οἱ Ὅσιοι Εὐθύμιος καὶ Νεόφυτος κτήτορες τῆς Μονῆς Δοχειαρίου Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἦταν θεῖος τοῦ Ὁσίου Νεοφύτου. Ὁ Εὐθύμιος λοιπόν, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἦταν γνώριμος καὶ φίλος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ἡγούμενου τῆς Μεγίστης Λαύρας.
Στὴν ἀρχὴ οἰκοδόμησε Μονύδριο στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἀλλὰ πειρατὲς τὸ κατέστρεψαν καὶ ὁ ἴδιος μετὰ βίας σώθηκε. Τότε ἦλθε στὴν τοποθεσία ποὺ σήμερα βρίσκεται ἡ Μονὴ Δοχειαρίου καὶ οἰκοδομεῖ πάλι Ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ Ἅγιου Νικολάου. Κοντὰ δὲ στὸν ναὸ ἔκτισε καὶ κελιά.
Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦλθε καὶ ὁ ἀνεψιός του, ποὺ τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ἡγουμενεία τῆς Μονῆς. Ὁ ἴδιος, ἀφοῦ πέρασε καὶ τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ ἡσυχία, ἀπεβίωσε σὲ ἡλικία 100 χρονῶν.
Ὁ δὲ ἀνεψιὸς τοῦ Νεόφυτος, ἦταν γιὸς δούκα στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Νικηφόρου Φωκᾶ καὶ Ἰωάννη Τσιμισκὴ (963 – 976). Ἐπειδὴ εἶχε τὸ χάρισμα τῆς σοφίας, τὸν ἀγαποῦσαν ὅλοι καὶ ὁ βασιλιὰς τὸν ἔκανε πρῶτο γραμματέα του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ θεῖος τοῦ ἦταν στὸ Ἅγιο Ὄρος καὶ ἡγούμενος στὴ Μονὴ Δοχειαρίου, ἀγάπησε νὰ ἔλθει σ’ αὐτὸν καὶ νὰ γίνει μοναχός. Ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὰ ἐγκόσμια, ἦλθε στὴ Μονὴ καὶ ἀφιέρωσε ὅλα του τὰ χρήματα σ’ αὐτήν. Πράγματι, ἔκτισε μεγαλύτερη ἐκκλησία, φρούριο στὸ Μοναστήρι γιὰ τὴν ἀσφάλεια τῶν μοναχῶν ἀπὸ τοὺς πειρατὲς καὶ ἔγινε ἀργότερα Πρῶτος του Ἁγίου Ὄρους.
Μετὰ ἀπ’ αὐτὰ παραιτήθηκε τῆς ἡγουμενίας καὶ ἥσυχα ἀπεβίωσε.
Ὁ Ὅσιος Νικηφόρος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου