Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ὁ Ἱεροσολυμήτης ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ πεντακοσίων τεσσαράκοντα ἕξι Μαρτύρων
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Παφνούτιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Πέρασε κατ’ ἐξοχὴν στὴν Αἴγυπτο τὴν εὐεργετικὴ καὶ πολύαθλη ζωή του. Ὅταν ξεκίνησε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν, ὁ ἔπαρχος Ἀρριανὸς γνωρίζωντας ἀπὸ τὶς διαδόσεις γιὰ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ Παφνουτίου ἐπάνω στοὺς χριστιανικοὺς πληθυσμοὺς σκεπτόταν πῶς μποροῦσε νὰ τὸν συλλάβει.
Ὁ Παφνούτιος συνήθιζε νὰ περνᾷ τὴν ζωή του σὲ ἐρημικοὺς τόπους καὶ κάποια ἡμέρα, κατὰ τὴν ὥρα τῆς νυχτερινῆς προσευχῆς του, Ἄγγελος Κυρίου τοῦ φανέρωσε ὅτι κηρύχθηκε ὁ διωγμὸς κατὰ τῶν Χριστιανῶν καὶ ὅτι τὸν καταζητεῖ ὁ ἔπαρχος. Κλήθηκε μόνος του νὰ προσέλθει ἐνώπιον τῶν διωκτῶν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὸν ἐπέλεξε ὡς ὄργανο γιὰ νὰ ντροπιάσει τὸν Ἀρριανὸ καὶ τὰ εἴδωλα.
Ὁ Παφνούτιος ὑπάκουσε καὶ κατευθύνθηκε πρὸς τὶς ὄχθες τοῦ Νείλου. Μόλις ἔφθασε, εἶδε τὸν Ἀρριανὸ νὰ ἀποβιβάζεται ἀπὸ πολυτελὲς πλοῖο μὲ συνοδεία ἀρχόντων καὶ στρατιωτῶν. Κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν γνώριζε προσωπικὰ τὸν Ἅγιο Παφνούτιο. Αὐτὸς ὅμως ἀναγνώρισε τὸν ἔπαρχο, ὁ ὁποῖος ἔκπληκτος εἶδε τὸν σεβάσμιο γέροντα νὰ προχωρεῖ πρὸς αὐτόν.
- Μὲ ζητᾷς, τοῦ εἶπε καὶ δὲν θέλησα νὰ σὲ ὑποβάλλω σὲ κόπο. Εἶμαι ὁ Παφνούτιος.
Ὁ Ἀρριανὸς τινάχθηκε. Τὸ ὄνομα τοῦ Παφνουτίου καὶ ἡ αἰφνίδια ἀφθόρμητη ἐμφάνιση καὶ παράδοσή του ἔφεραν στὸν ἔπαρχο σκοτισμὸ καὶ σύγχυση. Συνῆλθε ὅμως γρήγορα καὶ μεταχειρίσθηκε γλῶσσα ἀπρεπῆ καὶ σκληρὴ πρὸς τὸν Ἅγιο. Τὸν ἔβρισε, γιατί ἀκολουθοῦσε τὸν Χριστὸ καὶ διέγειρε τὰ πλήθη στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν.
Τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπείλησε τὸν Ἅγιο ὅτι θὰ τὸν τιμωρήσει ἀδυσώπητα, ἂν δὲν προσκυνήσει τὰ εἴδωλα. Ὁ Παφνούτιος ἀπολογήθηκε σύντομα γιὰ τὴν πίστη του καὶ δήλωσε ὅτι δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτὸν ἀνώτερη εὐχαρίστηση ἀπὸ τὸ νὰ βασανισθεῖ καὶ νὰ χύσει τὸ αἷμα του ὑπὲρ τοῦ Λυτρωτοῦ του.
Μὲ διαταγὴ τοῦ ἐπάρχου οἱ δήμιοι ὑπέβαλαν τὸν Παφνούτιο σὲ βασανιστήρια. Τοῦ κατέξυσαν τὶς σάρκες τόσο πολύ, ὥστε τὰ αἵματα ποὺ ἔρρεαν πότισαν τὸ ἔδαφος.
Καὶ ἦταν τόσο βαθιὲς οἱ πληγὲς ποὺ εἶχαν ἀνοίξει, ὥστε φαίνονταν τὰ ἐντόσθια τοῦ Μάρτυρος. Τότε ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἀπηύθυνε προσευχὴ πρὸς τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Τὸν ἱκέτευσε νὰ μὴν τὸν ἀφήσει νὰ πεθάνει, ἂν ἤθελε καὶ ἂν τὸν ἔκρινε χρήσιμο γιὰ περισσότερους ἀγῶνες στὴ φοβερὴ ἐκείνη ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία οἱ ψυχὲς εἶχαν τόση ἀνάγκη γιὰ παρηγοριὰ καὶ ἐνίσχυση.
Ἡ δέησή του εἰσακούσθηκε. Χάρη τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ φωτισμοῦ πολλῶν σκοτισμένων ἀπὸ τὴν πλάνη, ἡ Θεία Χάρη ἐπιτέλεσε ἐκπληκτικὰ πράγματα. Οἱ πληγὲς τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου ἔκλεισαν ἐκείνη τὴ στιγμή. Οἱ δυὸ στρατιῶτες ποὺ τὸν κατέξυσαν, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα ἔπεσαν στὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ ὁμολόγησαν καὶ οἱ ἴδιοι τὸν Χριστό.
Οὔτε περιορίσθηκαν μέχρι ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἔσπευσαν πρὸς τὸν Ἀρριανό, ἀπέρριψαν τὶς στρατιωτικές τους ζῶνες καὶ δήλωσαν ὅτι ἔγιναν καὶ οἱ ἴδιοι Χριστιανοί. Ὁ Ἀρριανὸς αἰσθάνθηκε ἔκπληξη καὶ ὀργή. Ὅταν ὅμως εἶδε τὴν ἐπιμονὴ καὶ τῶν δυό, τοὺς ἀποκεφάλισε. Ὁ ἕνας ὀνομαζόταν Διονύσιος καὶ ὁ ἄλλος Καλλίμαχος καὶ ἀνέβηκαν καὶ οἱ δυὸ στὸν οὐρανὸ ὡς φωτεινοὶ ἀστέρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος.
Μετὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Παφνούτιος φυλακίσθηκε. Μέσα στὴν φυλακὴ ὑπῆρχαν, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ σαράντα πρόκριτοι, ποὺ ἦταν ἔγκλειστοι ἐκεῖ, γιατί καθυστεροῦσαν τοὺς φόρους πρὸς τὸ δημόσιο. Οἱ ἄνδρες αὐτοὶ κινήθηκαν ἀπὸ θαυμασμό, ὅταν γιὰ δυὸ συνεχόμενες νύχτες ἔβλεπαν σὲ κάποιο σκοτεινὸ μέρος, ἐκεῖ ὅπου προσευχόταν ὁ Ἅγιος Παφνούτιος, κάποια ἐξαίσια καὶ ὑπερφυσικὴ λάμψη. Ποιὸς ἄραγε ἦταν ὁ ἄνδρας αὐτός; Ὁ Παφνούτιος ἐπωφελήθηκε ἀπὸ τὴν περιέργειά τους, γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει στὴ χριστιανικὴ πίστη. Πίστεψαν δὲ ὅλοι καὶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ τους ἦταν ἕτοιμοι καὶ γιὰ βασανισμοὺς καὶ γιὰ θάνατο.
Ὁ Ἀρριανός, ὅταν πληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς αὐτό, ἐξοργίσθηκε. Ἡ κατάκτηση ἐκείνη τοῦ Παφνουτίου σὲ τόσους διακεκριμένους ἄνδρες τὸν καταθορύβησε καὶ τοῦ φάνηκε ὡς αἶσχος καὶ ἧττα ὄχι μόνο τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας ἀλλὰ καὶ δική του. Μάταια ὅμως προσπάθησε μὲ τὸν πλέον περιποιητικὸ τρόπο νὰ ἐξευμενίσει τοὺς προκρίτους, νομίζοντας ὅτι στὸ διάβημα προέβησαν ἀπὸ ὀργὴ γιὰ τὴ φυλάκισή τους.
Καὶ οἱ σαράντα ἐνέμειναν στὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, προσπάθησαν μάλιστα νὰ ἑλκύσουν πρὸς αὐτὴν καὶ τὸν Ἀρριανό. Ἀλλὰ αὐτὸς εἶχε κλειστὴ τὴν ψυχή του γιὰ τὴν σωτηρία καὶ τὸ φῶς. Ἀφοῦ ἀπέβαλε κάθε ἐλπίδα, διέταξε νὰ θανατωθοῦν οἱ νέοι ἐκεῖνοι Χριστιανοί. Τοὺς ἔφεραν λοιπὸν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, ἄναψαν πυρκαγιὰ μεγάλη καὶ εἶπαν στοὺς στρατιῶτες νὰ ρίξουν τοὺς Ἁγίους ἄνδρες σὲ αὐτήν. Ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες δὲν εἶχαν τὴν ἀνάγκη βίας. Μόνοι τους, καθὼς κρατοῦσε ὁ ἕνας τὸ χέρι τοῦ ἄλλου εἰσῆλθαν χαρούμενοι στὶς φλόγες ψάλλοντας καὶ ἔτσι ἀξιώθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ μαρτυρικοῦ τέλους.
Ὁ Θεὸς θέλησε νὰ γίνουν πραγματικότητα καὶ ἄλλες πολλὲς ἐπιστροφὲς διὰ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου. Καὶ ὅπως ἄλλοτε ὁ Ἰησοῦς ξέφυγε ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Του, ποὺ ζήτησαν νὰ Τὸν φονεύσουν, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ὁ ἴδιος ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Ἀρριανοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ μανία ἔγινε μεγαλύτερη.
Τὰ κατορθώματα τοῦ Παφνουτίου ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ ἐξακολούθησαν. Ἡ παρουσία του ἔφλεξε τὰ εὐσεβῆ στήθη τοῦ Εὐστοργίου καὶ τῆς Ἐρμιόνης, ποὺ ἦταν πλούσιο ἀντρόγυνο, ἐνῷ στὰ ἴχνη τους ἀκολούθησε καὶ ἡ κόρη τους Στεφανῶ, μόλις δεκαοκτὼ χρονῶν στὴν ἡλικία. Ἡ πίστη κόχλαζε τώρα θερμότερα στὰ στήθη τους.
Γεμάτοι ἀπὸ φιλαδελφία διαμοίραζαν τὰ πλούτη τους περιθάλποντας τοὺς διωκόμενους Χριστιανούς, τὰ ὀρφανὰ καὶ τῆς χῆρες τῶν Μαρτύρων. Προχωρώντας δὲ καὶ ἀκόμα περισσότερο μετέβαιναν καὶ στοὺς τόπους τῶν Μαρτυρίων γιὰ ἐνθάρρυνση τῶν ἀνακρινόμενων καὶ βασανιζόμενων πιστῶν.
Ὅταν ὁ Ἀρριανὸς πληροφορήθηκε τὴ διαγωγὴ αὐτῆς τῆς χριστιανικῆς οἰκογένειας παρέδωσε καὶ τοὺς τρεῖς στὸ θάνατο. Ἐκεῖνοι τὸν δέχθηκαν μὲ τὴν πλέον θαυμαστὴ γενναιότητα.
Τὰ ἐπιτεύγματα τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου αὐξήθηκαν. Δεκαέξι νεαροί, σχεδὸν παιδιὰ ἀκόμη, τῶν ὁποίων οἱ πατέρες ἦταν ἀπὸ τοὺς σαράντα ἐκείνους ἄνδρες ποὺ τελειώθηκαν στὶς φλόγες τῆς φωτιᾶς, πίστεψαν καὶ οἱ ἴδιοι καὶ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους.
Ὁ Ἀρριανὸς προσπάθησε νὰ τοὺς μεταπείσει ἐπιδεικνύοντας πρὸς αὐτοὺς καὶ τὴν διαταγὴ τοῦ βασιλέως, στὴν ὁποία διαγράφονταν οἱ ὁδηγίες τοῦ διωγμοῦ. Ἰδιαίτερα ζήτησε ὁ ἔπαρχος νὰ σώσει ἀπὸ τὴν καταδίκη τὸν μικρότερο ἀπὸ τοὺς νεαροὺς ἐκείνους, ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, δεκατριῶν ἀκόμη χρόνων.
Ἀλλὰ στὴν καρδιὰ τοῦ μικροῦ ὑπῆρχε ὥριμη ἀποφασιστικότητα καὶ φλογερὴ ἀφοσίωση πρὸς τὸν Χριστό. Ζήτησε νὰ δεῖ τὴν βασιλικὴ διαταγή. Καὶ ὅταν ὁ Ἀρριανὸς τὴν παρέδωσε στὰ χέρια του, ἐκεῖνος πῆρε τὴν πλέον τολμηρὴ ἀπόφαση. Κοντὰ ἔκαιε καὶ κάπνιζε ὁ εἰδωλολατρικὸς βωμός. Ἀφοῦ ὅρμησε λοιπόν, ὁ μικρός, ἔριξε στὴ φωτιὰ τὸ αὐτοκρατορικὸ ἔγγραφο φωνάζοντας: «Ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ὁ Πατέρας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ».
Τὸ θέαμα τοῦ ἐγγράφου ποὺ καιγόταν ἐξαγρίωσε τοὺς παρευρισκόμενους ἱερεῖς τῶν εἰδώλων. Καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἀρριανός, παράφρων ἀπὸ ὀργὴ καὶ θέλοντας ἄμεση καὶ παραδειγματικὴ ἐκδίκηση, ἔριξε μὲ τὰ ἴδια του τὰ χέρια στὴ φωτιὰ τὸν ριψοκίνδυνο ἐκεῖνο νέο, ποὺ ἔπαιρνε τὴν ἔμπνευση ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ σάρκες του κατακαίγονταν, ἀλλὰ ἡ ὄψη του παρουσίαζε τὴν δόξα ἐκείνη ποὺ εἶχε καὶ ὁ Ἅγιος Στέφανος, ὅταν ἔπεφτε νεκρὸς ἀπὸ τοὺς λιθοβολισμοὺς τῶν Ἰουδαίων.
Οἱ ὑπόλοιποι νέοι, γεμάτοι ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ ἐκεῖνο παράδειγμα τοῦ μικρότερου ἀπὸ αὐτούς, ἀπευθυνόμενοι πρὸς ἐκεῖνον ἐνῷ καιγόταν, τὸν παρακαλοῦσαν νὰ δεηθεῖ πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ νὰ ἀποδειχθοῦν καὶ ἐκεῖνοι ἄξιοι μιμητές του καὶ νὰ ἀξιωθοῦν τὸ στέφανο ποὺ ἔλαβαν καὶ οἱ πατέρες τους δεχόμενοι τὸ μαρτύριο.
Ὁ νέος Μάρτυρας παρέδωσε τὴν ἅγια ψυχή του, ἀφοῦ σφράγισε τὸ πρόσωπό του μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Δὲν ἄργησαν νὰ τὸν ἀκολουθήσουν στὸν μαρτυρικὸ δρόμο οἱ ὑπόλοιποι φίλοι καὶ συμμαθητές του. Ἦταν δεκαπέντε καὶ κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν λιποψύχησε μέχρι τὴν τελευταία στιγμή.
Καὶ ὅταν ὁδηγοῦνταν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη γιὰ νὰ ἐκτελεσθοῦν, προσεύχονταν καὶ ἔψαλλαν.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος ἐξακολούθησε νὰ κηρύττει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Κάποια ἡμέρα, κοντὰ στὶς ὄχθες τοῦ Νείλου, συνάντησε ὀγδόντα ἁλιεῖς νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς βάρκες τους καὶ τὰ δίχτυά τους. Τοὺς ἁλίευσε καὶ αὐτούς. Πίστεψαν στὸν Χριστό, διαλαλοῦσαν τὴν πίστη τους καὶ τὴν ἐπισφράγισαν καὶ αὐτοὶ μὲ τὸν μαρτυρικὸ θάνατό τους.
Μετὰ ἀπὸ λίγο διάστημα ὁ Ἅγιος Παφνούτιος προσῆλθε μόνος του στὸν Ἀρριανό. Ἡ ἄγρια χαρὰ τοῦ ἐπάρχου ὑπῆρξε ἀπερίγραπτη, ὅταν ἔλαβε καὶ πάλι στὰ χέρια του τὸν πρωτεργάτη τῆς δικῆς του λύπης καὶ ντροπῆς. Διέταξε νὰ θανατωθεῖ μὲ τὸ φρικτὸ βασανιστήριο τοῦ τροχοῦ. Ἀλλὰ τὰ μέλη τοῦ Ἁγίου ὅταν κατακόβονταν, ἀμέσως θεραπεύονταν καὶ ὁ θεωρούμενος ὡς πτῶμα καὶ σύντριμμα παρουσιάσθηκε τελικὰ γεμάτος ζωή.
Ὁ Ἀρριανὸς προσῆλθε μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα γιὰ νὰ δεῖ τὸ πτῶμα τοῦ Ἁγίου. Ἀλλὰ ὁ Παφνούτιος βρέθηκε ὄρθιος ἐνώπιόν του καὶ τοῦ εἶπε: «Μὲ γνωρίζεις, Ἀρριανέ; Ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμάσια σχετικὰ μὲ ἐμένα τὰ πραγματοποιεῖ ὁ Κύριός μου Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ νὰ ἐλεγχθεῖ ἡ ἀσέβειά σου καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ὅτι πολεμώντας ἐνάντια σὲ Αὐτόν, χτυπᾷς στὸ κέντρο. Καὶ γιὰ νὰ καταλάβεις ἐπίσης ὅτι λατρεύεις κουφὰ καὶ τυφλὰ εἴδωλα κατασκευασμένα ἀπὸ ὕλη ἀναίσθητη».
Ὁ Ἀρριανὸς δὲν ἤξερε τί νὰ ἀπαντήσει στὴν πρώτη ἐκείνη στιγμὴ τῆς καταπλήξεως καὶ τοῦ θαυμασμοῦ. Μίλησε ὅμως ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος, ποὺ ἦταν παρὼν ἐκεῖ. Δήλωσε ὅτι καὶ αὐτός, ἀπέναντι σὲ τόσο ἀκαταμάχητα θαύματα, ἀποκηρύσσει τὴν πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ κηρύττει τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Καὶ ἀφοῦ ἀποτάνθηκε στοὺς τετρακόσιους στρατιῶτες ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, τοὺς κάλεσε μὲ τὸν πλέον φλογερὸ τόνο νὰ κάνουν καὶ ἐκεῖνοι τὸ ἴδιο.
Οἱ στρατιῶτες, ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὴ σκολιότητα καὶ τὴ σκληρότητα τῆς καρδιᾶς τῶν ἀνωτέρων λετουργῶν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ καθεστῶτος, ψυχὲς ἁπλὲς καὶ εὐθεῖες καθὼς ἦταν καὶ γι’ αὐτὸ ἐπιδεκτικὲς τῆς ἀλήθειας καὶ τοῦ φωτός, ἀκολούθησαν τὸ παράδειγμα τοῦ πραιπόζιτου. Μὲ φωνὴ μεγάλη, ποὺ κάλυψε ὅλη τὴ γύρω ἔκταση, ὁμολόγησαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου στόλισε τὰ μέτωπα καὶ τῶν νέων αὐτῶν ἀθλητῶν. Σὲ τέσσερις τεράστιες πυρακτωμένες καμίνους καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ πραιπόζιτος Εὐσέβιος καὶ οἱ τετρακόσιοι στρατιῶτες βρῆκαν ἔνδοξο θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πραγματοποιήθηκε μέσῳ τοῦ Ἁγίου Παφνουτίου θαῦμα ἱκανὸ νὰ κερδίσει καὶ τὴν περισσότερο ἄπιστη ψυχή, σὲ ὅποια τυχὸν εἶχε ἀπομείνει ἴχνος λογικῆς καὶ καθαρᾶς καρδίας.
Ἀφοῦ συνέλαβε ὁ Ἀρριανὸς τὸν Παφνούτιο, τὸν ἔριξε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ Νείλου μὲ μία μεγάλη πέτρα στὸ λαιμό.
Ὁ Ἅγιος Παφνούτιος φάνηκε νὰ ἐξαφανίζεται στὰ βάθη καὶ ὁ Ἀρριανὸς ἐξακολούθησε τὸ ταξίδι του στὸ μεγαλοπρεπὲς πλοῖο του. Ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ κάποια λεπτά, μπροστὰ στὸ πλοῖο τοῦ ἐπάρχου, παρουσιάσθηκε ὁ Ἅγιος, λέγοντάς του ἀπὸ τὰ νερά: «Ἀρριανέ, ἐσὺ μὲν χρειάζεσαι πλοῖο καὶ ἄνεμο γιὰ νὰ πλέεις. Ἐγὼ ὅμως οὔτε πλοῖο οὔτε ἄνεμο χρειάζομαι, γιατί κυβερνήτης μου εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος καὶ τὴ φορὰ αὐτὴ μὲ λύτρωσε ἀπὸ τὸν θάνατο».
Ὁ Ἀρριανὸς καταλήφθηκε ἀπὸ φόβο, ἀλλὰ ἡ πωρωμένη του ψυχὴ ἔμεινε ἀφώτιστη. Συνέλαβε τὸν Ἅγιο Παφνούτιο καὶ τὸν ἔστειλε πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Διοκλητιανό, μὲ σύντομη ἔκθεση γιὰ ὅσα συνέβησαν σὲ σχέση μὲ τὸν Χριστιανὸ αὐτό.
Ὁ Διοκλητιανὸς προσπάθησε νὰ κατανικήσει ὁ ἴδιος τὴν πίστη τοῦ Παφνουτίου. Ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ ἀπόπειρα δὲν μποροῦσε νὰ καρποφορήσει. Διέταξε λοιπὸν τὴν σταύρωση τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφοῦ τὸ θέλησε καὶ ὁ ἴδιος περισσότερο αὐτὴν τὴν φορά, ὁ μέγας ἐκεῖνος Ἅγιος ἔλαβε μαρτυρικὸ τέλος καὶ τετρακόσιοι σαράντα ἕξι πιστοὶ ποὺ ᾖλθαν στὴν πίστη μέσῳ αὐτοῦ κάτω ἀπὸ τὴν ἔνθεη ὤθησή του, ἔλαβαν καὶ ἐκεῖνοι τὸ μαρτυρικὸ στέφανο.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾷ τὴν μνήμη τους καὶ στὶς 25 Σεπτεμβρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θυσίαν τὴν ἔνθεον, πιστῶς προσφέρων Θεῶ, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, προσανηνέχθης αὐτῶ, ἀθλήσεως ἄνθραξιν ὅθεν ὡς ἱερέα, καὶ στερρὸν Ἀθλοφόρον, ἔδειξε σὲ ὁ Κτίστης, χαρισμάτων ταμεῖον ἐξ ὧν καὶ ἠμὶν Παράσχου, ἱερομάρτυς Παφνούτιε.
Ὁ Ἅγιος Θεόδωρος ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ Φιλίππα, Διόσκορος, Σωκράτης καὶ Διονύσιος οἱ Μάρτυρες
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Θεόδωρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Πέργη τῆς Παμφυλίας καὶ μαρτύρησε ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἀντωνίνου (138-161 μ.Χ.). Ἔχοντας ζῆλο γιὰ τὴν πατρῴα εὐσέβεια κατέστρεφε εἴδωλα καὶ ναοὺς εἰδωλικούς. Συνελήφθη ὅμως καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ φρικώδη βασανιστήρια. Τὸν ἔβαλαν ἐπάνω σὲ πυρακτωμένες σχάρες καὶ στὴ συνέχεια τοῦ ἔδεσαν τὰ πόδια σὲ ἄλογα ποὺ τὸν ἔσυραν μέχρι θανάτου.
Ἀκολούθως τὸν ἔριξαν σὲ καμίνι φωτιᾶς μὲ τοὺς στρατιῶτες Σωκράτη καὶ Διονύσιο καὶ τὸν ἱερέα τῶν εἰδώλων Διόσκορο, ποὺ βλέποντας τὰ μαρτύρια τοῦ Ἁγίου, πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔπειτα, ἀφοῦ πρῶτα τὸν φυλάκισαν, τὸν σταύρωσαν καὶ τὸν πλήγωσαν μὲ βέλη γιὰ τρεῖς συνεχεῖς ἡμέρες. Ἔτσι μαρτύρησε ὁ Ἅγιος Θεόδωρος καὶ ἔλαβε τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ τῆς δόξας.
Ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου, Φιλίππα, μετὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ υἱοῦ της, ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ μαρτύρησε διὰ ξίφους. Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Διόσκορος μαρτύρησε διὰ τοῦ πυρὸς καὶ οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Σωκράτης καὶ Διονύσιος μαρτύρησαν ἀπὸ χτυπήματα με λόγχη μέσα σὲ κάμινο.
Οἱ Ἅγιοι Ἐρμογένης, Ἐξπέδιτος, Ἀριστόνικος, Ροῦφος καὶ Γαλατὰς οἱ Μάρτυρες
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο καὶ τὸ μαρτύριο τῶν Ἁγίων.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Ὁμολογητὴς Ἐπίσκοπος Πισιδίας
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πισιδίας. Προσκληθεῖς μαζὶ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐπρόκειτο νὰ ἐπιβληθεῖ ἡ κατάργηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, στὴν Σύνοδο τοῦ 754 μ.Χ., ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὰ ἐντάλματα τῶν κρατούντων εἰκονομάχων καὶ στὴν ἀσέβειά τους. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐξορίσθηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Ε’ τὸν Κοπρώνυμο (741-775 μ.Χ.) καὶ εὑρισκόμενος στὴν ἐξορία κοιμήθηκε. Γιὰ τοὺς ἀγῶνες του ὑπὲρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως ὀνομάσθηκε Ὁμολογητής.
Ὁ Ἅγιος Τρύφωνας Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἦταν εὐλαβὴς καὶ ἐνάρετος μοναχὸς σὲ κάποια μονὴ τοῦ θέματος τοῦ Ὀψικίου καὶ ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στὶς 14 Δεκεμβρίου τοῦ 928 μ.Χ., σὲ διαδοχὴ τοῦ Πατριάρχου Στεφάνου Β’, ὑπὸ τὸ ὄρο νὰ ἀποχωρήσει ἀπὸ τὸν θρόνο μετὰ τὴν ἐνηλικίωση τοῦ υἱοῦ τοῦ Ρωμανοῦ Θεοφυλάκτου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἀρνιόταν νὰ παραιτηθεῖ, ἐξαναγκάσθηκε μὲ πονηρὸ τέχνασμα τοῦ Καισαρείας Θεοφάνους νὰ ὑπογράψει τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο, τὸν Αὔγουστο τοῦ ἔτους 931 μ.Χ.
Ὁ Ἅγιος Τρύφων ἀποσύρθηκε σὲ μονή, ὅπου ἔζησε ὀσιακὰ καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ἡ Σύναξη αὐτοῦ ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ὁ Ἅγιος Ἀλπέγιος ὁ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀλπέγιος ἀπὸ μικρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ Μπὰθ τῆς Ἀγγλίας. Ἀργότερα διετέλεσε ἡγούμενος τῆς μονῆς καὶ διακρίθηκε γιὰ τὴν αὐστηρότητα τοῦ βίου του καὶ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες.
Τὸ ἔτος 984 μ.Χ. ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τοῦ Οὐίντσεστερ, ὅπου ἀπέσπασε τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετές του, ἰδιαίτερα δὲ γιὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν φιλανθρωπία του πρὸς τοὺς φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς. Τόσο πολὺ φρόντισε γιὰ τοὺς φτωχούς, ὥστε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του κανένας ἐπαίτης δὲν βρισκόταν στὴν ἐπαρχία του.
Μετὰ ἀπὸ εἴκοσι δυὸ ἔτη ἀρχιερατείας, ἀνέλαβε, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιθυμεῖ, τὸ θρόνο τῆς Καντουαρίας κατὰ τοὺς δυσχειμέρους χρόνους τῶν Δανικῶν καὶ Νορβηγικῶν ἐπιδρομῶν. Ἔφθασε μάλιστα στὸ σημεῖο νὰ προσφέρει ἑκουσίως τὸν ἑαυτό του ὡς ὅμηρο στοὺς κατακτητές, γιὰ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του. Ὑπέστη πολλὰ βασανιστήρια καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκε τὸ ἔτος 1012.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἡγούμενος τῆς μονῆς Φιλοθέου Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ὅσιος Συμεών, ὁ καὶ «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων» ἀποκαλούμενος, γεννήθηκε περὶ τὸ ἔτος 1500 στὸ χωριὸ Βαθύρρεμα Λαρίσης, τοῦ ὁποίου σήμερα σῴζονται ἐλάχιστα ἐρείπια.
Καταγόταν ἀπὸ εὐσεβῆ οἰκογένεια, ὁ δὲ πατέρας του Ἀνδρέας, ποὺ ἦταν ἱερέας, φρόντισε γιὰ τὴν Χριστὸν ἀγωγὴ τοῦ Συμεὼν καὶ τὴ μόρφωσή του. Σὲ ἡλικία δεκαπέντε ἐτῶν ὁ Συμεὼν ἐγκατέλειψε τὴν οἰκία του κινούμενος ἀπὸ ἔνθεο ζῆλο καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν μοναχικὸ βίο. Ἀφοῦ ἀναχώρησε ἀπὸ τὴν γενέτειρά του, μετέβη στὸν Ἐπίσκοπο Δημητριάδος Παχώμιο, ἱεράρχη ἐνάρετο, στὴν ἐπαρχία τοῦ ὁποίου ὑπαγόταν τότε τὸ Βαθύρρεμα. Ἐκεῖνος τὸν ἔκειρε μοναχὸ καὶ τὸν χειροτόνησε διάκονο.
Ἔπειτα ὁ Συμεὼν μετέβη στὴ μονὴ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου – Ἁγίου Δημητρίου Οἰκονομείου ἢ Κομνηνείου στὸ Κίσσαβο, ὅπου κατὰ τὸ Συναξάριο, περνοῦσε τὸν βίο του μὲ σκληραγωγία, νηστεία πολλή, ἀγρυπνία ἄμετρη, ὁλονύκτια στάση, μὴ ἔχοντας ὑποδήματα καὶ φορώντας μόνο ἕνα ἱμάτιο παλαιὸ καὶ σκισμένο. Γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάσθηκε «ἀνυπόδητος καὶ μονοχίτων».
Ἀφοῦ γιὰ μεγαλύτερη ἄσκηση, ἀναχώρησε ἀπὸ τὴ μονὴ αὐτή, μετέβη στὴ μονὴ Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς Μεγίστης Λαύρας ἐγκαταστάθηκε ἔπειτα στὴ μονὴ Φιλοθέου, τῆς ὁποία διετέλεσε ἡγούμενος μὲ παράκληση τῶν ἀδελφῶν αὐτῆς.
Ἀπὸ ἐκεῖ ἀναγκάσθηκε νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἕνεκα ἀσέβαστης συμπεριφορᾶς τῶν μοναχῶν αὐτῆς, ἡ ὁποία ἔφθασε μέχρι τὴν φυλάκιση τοῦ Ὁσίου στὸν πύργο τῆς μονῆς καὶ ᾖλθε στὸ Πήλιον ὄρος, τὸ ὁποῖο τότε καλεῖτο Ζαγόριο.
Ἐκεῖ, στὴ θέση Φλαμούριο τῆς Ζαγορᾶς, ἔχτισε μονὴ πρὸς τιμὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, στὴν ὁποία καὶ μόνασε μὲ ἄλλους μοναχούς.
Ἀφοῦ ρύθμισε τὰ τῆς μονῆς καὶ κατέστησε αὐτὴν κοινόβιο εὐλαβῶν μοναχῶν, ἄφησε τὴν ἡσυχία τοῦ μοναστηριοῦ καὶ στράφηκε πρὸς τὸν κόσμο, πρὸς τοὺς ὑπόδουλους στοὺς Τούρκους Χριστιανοὺς καὶ πρὸς τὸ Γένος, ἀναλαμβάνοντας ἔργο ἱεραποστολικὸ καὶ ἐθνικό.
Ἐπισκέφθηκε τὰ μέρη τῆς Ζαγορᾶς, τῶν Ἀθηνῶν, τῆς Λάρισας, τῆς Λαμίας, τῶν Γρεβενῶν καὶ τῶν Θηβῶν, διδάσκοντας τὸν λαό.
Ἀπὸ τὴν Βοιωτία, ὁ Ὅσιος Συμεὼν μετέβη στὸν Εὔριπο (Χαλκίδα). Ἐκεῖ τὸ κήρυγμά του διαβλήθηκε καὶ παρ’ ὀλίγο νὰ ὑφίστατο τὸ διὰ πυρᾶς μαρτύριο. Οἱ κατακτητὲς Τοῦρκοι φθόνησαν τὴν παρρησία τοῦ Ὁσίου, καθὼς καὶ τὶς τιμὲς καὶ τὴν εὐλάβεια ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ἀπέδιδαν σὲ αὐτόν. Γιατί ὅλοι συνομιλοῦσαν μὲ καύχηση γιὰ τὸν Ὅσιο, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἀσθενεῖς καὶ κλινήρεις ἐρχόμενοι πρὸς αὐτὸν θεραπεύονταν, τὸ δὲ πλῆθος ἔτρεχε πλησίον του γιὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ ὠφεληθεῖ πνευματικά.
Κατηγορήθηκε λοιπὸν ὁ Ὅσιος ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὸν Κεχαγιά, δηλαδὴ τὸν ἐπίτροπο πασὰ τοῦ Εὐρίπου, ὅτι δίδασκε καθημερινὰ τοὺς Μουσουλμάνους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν θρησκεία τους ὡς ψευδῆ καὶ πλανημένη καὶ νὰ γίνουν Χριστιανοί.
Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ψευδοῦς αὐτῆς κατηγορίας ἦταν νὰ συλληφθεῖ ὁ Ὅσιος, νὰ ἁλυσοδεθεῖ καὶ νὰ ὁδηγηθεῖ στὸ μέσον τοῦ παζαριοῦ, ὅπου τὸ πλῆθος τῶν Τούρκων ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει ξύλα γιὰ νὰ τὸν κάψει. Τότε ἕνας Ἄραβας καὶ μερικὲς γυναῖκες, στὸ ἄκουσμα τῆς καύσεως τοῦ Ὁσίου, ἔσπευσαν στὴν μητέρα τοῦ Κεχαγιὰ καὶ τὴν παρακάλεσαν νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τὸν θάνατο.
Ἡ ἄμεση ἐπέμβαση τῆς μητέρας πρὸς τὸν υἱό της Κεχαγιά, οἱ παραινέσεις αὐτῆς καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ψεύδους, εἶχαν ὡς ἀποτέλεσμα νὰ κληθεῖ ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐνώπιον τοῦ Κεχαγιὰ πρὸς ἀπολογία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ ἀφεθεῖ ὁ Ὅσιος ἐλεύθερος καὶ νὰ κηρύσσει πλέον ἐλεύθερα τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴ μονή του καὶ λίγο ἀργότερα μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου συνέχισε τὸ ἔργο τοῦ κήρυκος τοῦ θείου λόγου. Ἐκεῖ βρισκόμενος, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1594. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς νήσου Χάλκης.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαθάγγελος ὁ Νέος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἀγαθάγγελος, κατὰ κόσμον Ἀθανάσιος, καταγόταν ἀπὸ τὴν Θρᾴκη. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Κωνσταντῖνος, ἡ δὲ μητέρα του Κρυσταλλία. Ὅταν ἦταν νέος, ἐργαζόταν σὲ τουρκικὸ πλοῖο καὶ πιεζόταν ἀπὸ τὸν πλοίαρχο νὰ ἀποδεχθεῖ τὸ Μωαμεθανισμό. Κάποια ἡμέρα, ἀφοῦ τὸν πλήγωσαν μὲ μαχαῖρι πρὸς ἐκφοβισμό, ὁ Ἀθανάσιος ἐνέδωσε στὶς συνεχεῖς πιέσεις καὶ ἐξισλαμίσθηκε.
Μεταμεληθεῖς ὅμως, ἀναχώρησε ἀργότερα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εἰσῆλθε στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου, γενόμενος δεκτὸς ἀπὸ τὸν ἡγούμενο Εὐθύμιο. Ἐκάρη μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Ἀγαθάγγελος. Ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ἀπόφαση νὰ μαρτυρήσει ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ᾖλθε στὴ Σμύρνη ὅπου ἐπεζήτησε τὸ μαρτύριο, ἀποκηρύσσοντας δημόσια τὴ Μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καταδικάσθηκε σὲ ἀποκεφαλισμὸ τὸ ἔτος 1818, ἡμέρα Σάββατο.
Οἱ εὐσεβεῖς Χριστιανοὶ τῆς Σμύρνης, ἀγόρασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσιομάρτυρος καὶ τὸ μετέφεραν μὲ τιμὲς στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Τὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸν τάφο τοῦ νεομάρτυρα Δήμου, ὁ ὁποῖος εἶχε μαρτυρήσει στὴ Σμύρνη τὸ ἔτος 1763. Μέρος δὲ τοῦ λειψάνου, ἡ Ἁγία καὶ Θαυματουργὸς κάρα μετὰ τῆς δεξιᾶς χειρὸς καὶ μιᾶς πλευρὰ τοῦ Ἁγίου, μετακομίσθηκε τὸ ἔτος 1844 στὴ μονὴ Ἐσφιγμένου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ἀσκήσεως νάμασι, καταρδευθεῖς τὴν ψυχήν, Μαρτύρων ἐξήστραψας, μαρμαρυγᾶς φωταυγεῖς, σοφὲ Ἀγαθάγγελε, ὅθεν ἐν ἀμφοτέροις, ἀκριβῶς διαπρέψας, ἤσχυνας τοὺς ἐξ Ἄγαρ, τὸν Χριστὸν μεγαλύνας. Αὐτὸν οὒν ὁσιομάρτυς, ἠμὶν ἰλέωσαι.
Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ ἡ διὰ Χριστὸν σαλὴ
Ἡ Ἁγία Ἀσυνὲθ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ρωσία. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸν Βίο τῆς Ἁγίας.
Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Μωυσῆ τοῦ Θαυματουργοῦ
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τιμᾶται ἡ μνήμη τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρὸς ἠμῶν Μωυσέως, Ἀρχιεπισκόπου Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας, τοῦ Θαυματουργοῦ. Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ἁγίου τιμᾶται τὴν 25η Ἰανουαρίου. Δὲν ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.
Ὁ Ἅγιος Βίκτωρ ὁ Ἱερομάρτυρας Ἐπίσκοπος Γκλαζὼφ
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυρας Βίκτωρ, Ἐπίσκοπος Γκλάζωφ, κατὰ κόσμον Κωνσταντῖνος Ἀλεξάνδροβιτς Ὀστροβίντωφ, διετέλεσε βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ γεννήθηκε στὶς 20 Μαΐου τοῦ 1875 στὸ χωριὸ Ζολοτόε τῆς περιφέρειας Σαρατόβσκαγια. Ὁ πατέρας του ἦταν ἱεροψάλτης καὶ ἡ οἰκογένειά του τὸν ἀνέθρεψε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου.
Ὁ Κωνσταντῖνος φοίτησε ἀρχικὰ στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Σαράτωβ καὶ στὴν συνέχεια στὴν ἱερατικὴ ἀκαδημία τοῦ Καζᾶν. Φοιτητής, ἀκόμη, κείρεται μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Βίκτωρ. Τὸ ἔτος 1903 ἀποφοιτὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία ὡς διδάκτωρ τῆς Θεολογίας καὶ διορίζεται ὑπεύθυνος τοῦ ναοῦ Τρόιτσκι τῆς πόλεως Χβαλίνκ. Ἀπὸ τὸ 1905 ἕως τὸ 1908 ὁ Βίκτωρ κατέχει τὴν θέση τοῦ ἱερομονάχου τῆς ἱεραποστολῆς τῶν Ἱεροσολύμων καὶ μετὰ τὸ 1908 γίνεται ἐπιθεωρητὴς τῆς ἱερατικῆς σχολῆς τῆς πόλεως τοῦ Ἀρχαγγέλσκ.
Μετὰ ἀπὸ λίγο μετατίθεται στὴν πρωτεύουσα καὶ διορίζεται ὡς ἱερομόναχος τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου Νέφσκιυ. Τὸ 1910 γίνεται ἀρχιμανδρίτης καὶ ἀναλαμβάνει καθήκοντα ἡγουμένου τῆς μονῆς Ἁγίας Τριάδος τοῦ Ζελενετσκ, ποὺ βρίσκεται στὴν ἐπαρχία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως.
Στὴν δύσκολη περίοδο τοῦ ἐμφυλίου πολέμου, ἀπὸ τὶς 21 Φεβρουαρίου ἕως τὸν Δεκέμβριο τοῦ ἔτους 1919, ὁ ἀρχιμανδρίτης Βίκτωρ ἐκτελεῖ τὰ καθήκοντα τοῦ ὑπευθύνου τῆς Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ἀλεξάνδρου.
Τὸ ἔτος 1919 ὁ Ἅγιος Βίκτωρ συλλαμβάνεται στὴν Ἁγία Πετρούπολη, σὲ λίγο ὅμως ἀποφυλακίζεται. Τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1920 χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Οὐρζούμσκι καὶ βικάριος τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια. Τὴν ἴδια χρονιὰ τὸ στρατοδικεῖο τῆς ἐπαναστάσεως τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καταδικάζει τὸν ἀρχιερέα Βίκτωρα σὲ φυλάκιση μέχρι τὸ τέλος τοῦ πολέμου μὲ τὴν Πολωνία, ὅμως σὲ πέντε μῆνες ἀποφυλακίζεται.
Λόγω τῶν ἔντονων διαδηλώσεών του συλλαμβάνεται καὶ πάλι στὶς 12 Αὐγούστου τοῦ 1922 καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια στὴν περιοχὴ τοῦ Ναρίμ. Μετὰ τὴν ἀπελευθέρωσή του, τὸ ἔτος 1924, τοῦ ἀφαιρεῖται τὸ δικαίωμα παραμονῆς σὲ μεγάλες πόλεις. Ὁ Ἐπίσκοπος ἐπιστρέφει στὴ Βιάτκα καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ διορίζεται Ἐπίσκοπος τοῦ Γκλαζὼφ καὶ προσωρινὸς διοικητὴς τῆς ἐπαρχίας Βιάτσκαγια καὶ Ὄμσκαγια.
Στὶς 14 Μαΐου τοῦ 1926 συλλαμβάνεται καὶ πάλι κατηγορεῖται γιὰ ὀργάνωση παράνομου ἐπαρχιακοῦ γραφείου καὶ ἐκτοπίζεται γιὰ τρία χρόνια μὲ ἀφαίρεση τοῦ δικαιώματος παραμονῆς, ὄχι μόνο σὲ μεγάλες πόλεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπαρχία Βάτσκαγια. Ἔτσι μένει πλέον στὴν πόλη Γκλάζοβο. Τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1926 τοῦ ἀνατίθεται ἡ διοίκηση τῆς γειτονικῆς ἐπαρχίας Βότκινσκαγια καὶ τῆς ἐπαρχίας Ἰζέβσκαγια.
Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1927 ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀπευθύνεται στὸν Μητροπολίτη Σέργιο, μὲ ἐπιστολὴ στὴν ὁποία τὸν προειδοποιεῖ γιὰ τὶς κακὲς συνέπειες τοῦ συμβιβασμοῦ μὲ τοὺς ἄθεους. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ μετατίθεται στὸ Σάντρινκ μὲ δικαίωμα διοικήσεως τῆς ἐπαρχίας Αἰκατερινμπούργκσκαγια.
Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει στὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου καὶ δὲν ἔφυγε γιὰ τὸ Σάντρινκ.
Ὁ Ἅγιος ἀπέρριπτε τὴν ἰδέα τῆς «νόμιμης ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας» μέσῳ τῆς δημιουργίας μιᾶς Κεντρικῆς Διοικήσεως ἀναγνωρισμένης ἀπὸ τὴν ἐξουσία, ἡ ὁποία δῆθεν θὰ ἐξασφάλιζε τὴν ἐξωτερικὴ ἠρεμία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ τὸ σχέδιο ὑποταγῆς τῆς Ἐκκλησίας στὴν ἐξουσία τὸ θεωροῦσε ὡς ἀλλοτρίωση καὶ μέσο τὸ ὁποῖο μετέτρεπε τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ οἶκο τοῦ Θεοῦ σὲ μία κοσμικὴ ὀργάνωση τῆς ἐξουσίας.
Τὸν Μάρτιο τοῦ 1928 ὁ Ἅγιος ἀποστέλλει νέα ἐπιστολὴ πρὸς τοὺς ἱερεῖς, μὰ σκοπὸ νὰ τοὺς προφυλάξει ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς βίαιης ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας (μὲ τρόπο ποὺ θὰ μετατραπεῖ σὲ κομματικὴ ὀργάνωση) μὲ τὴν κρατικὴ ἐξουσία. «Τὸ θέμα μας», ἔγραφε, «εὑρίσκεται ὄχι στὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ στὴν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας».
Στὶς 22 Μαρτίου τοῦ 1928 συλλαμβάνεται στὸ Γκλάζωφ καὶ καταδικάζεται σὲ τρία χρόνια φυλακίσεως σὲ στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς παραμονῆς του στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τῆς νήσου Σολόφσκι ἐργάζεται ὡς λογιστής, λειτουργεῖ κρυφὰ καὶ χειροτονεῖ μὲ ἄλλους Ἐπισκόπους, Ἀρχιερεῖς γιὰ τὴν Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ στρατοπέδου ἀπαγορευόταν ἡ μακριὰ ἐνδυμασία καὶ ὅλοι οἱ κρατούμενοι ἔπρεπε νὰ κουρευτοῦν. Ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ ἀρνήθηκε νὰ ὑπακούσει σὲ αὐτὴ τὴ διάταξη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν στὴν ἀπομόνωση, διὰ τῆς βίας τὸν ξύρισαν καὶ ἔκοψαν τὰ μαλλιά του τραυματίζοντας τον στὸ πρόσωπο, καὶ κόντυναν τὰ ἐνδύματά του.
Τὸ ἔτος 1931, μετὰ τὴν ἀποφυλάκισή του, διαμένει στὸ χωριὸ Οὔστ – Τσίλμα τῆς βόρειας Ρωσίας.
Ὅμως σὲ μερικοὺς μῆνες, τὸ 1932, συλλαμβάνεται πάλι καὶ ἐξορίζεται αὐτὴ τὴν φορὰ στὴν Αὐτονομία τῶν Κόμι, στὴ Σιβηρία. Ἐδῶ, στὸ χωριὸ Νέριτσα, ἔζησε τρία χρόνια. Ὁ Ἅγιος βοηθοῦσε τοὺς χωρικοὺς στὶς δουλειὲς καὶ συζητοῦσε μαζί τους γιὰ τὴν πίστη. Συχνὰ ἀπομακρυνόταν στὸ δάσος καὶ προσευχόταν.
Ἀγωνιζόμενος γιὰ τὴν ἀλήθεια ὁ Ἐπίσκοπος Βίκτωρ δέχθηκε ὅλα τὰ βάσανα μὲ πνευματικὴ χαρὰ καὶ ὑπομονή, μιμούμενος τοὺς Μάρτυρες τῆς πρώτης Ἐκκλησίας καὶ διατηρώντας μία ἀξιοθαύμαστη πνευματικὴ ἠρεμία καὶ εἰρήνη. Κοιμήθηκε τὸ ἔτος 1934 ἀπὸ πνευμονία.
Στὶς 18 Ἰουνίου τοῦ ἔτους 1997 τὰ ἱερὰ λείψανά του βρέθηκαν ἄφθαρτα στὸ κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ Νέριτσα, παρόλο ποὺ ἔμειναν ἐνταφιασμένα σὲ βαλτῶδες ἔδαφος περὶ τὰ ἑξήντα τρία χρόνια. Μεταφέρθηκαν στὴ Μόσχα καὶ στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1997 πραγματοποιήθηκε ἡ ἐπίσημη μετακομιδὴ τους στὸ γυναικεῖο μοναστῆρι τῆς πόλεως Βιάτκα.
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα
Ὁ Ὅσιος Σεβαστιανὸς τοῦ Καραγκάντα, κατὰ κόσμον Στέφανος Βασίλεβιτς Φομίν, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1884 στὴν ἐπαρχία Ὀρὲλ τῆς Ρωσίας. Τὸ 1906 εἰσῆλθε στὴ μονὴ τῆς Ὄπτινα καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Σεβαστιανός. Τὸ 1923 χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1927 πρεσβύτερος. Διακόνησε στὴν περιοχὴ Καραγκάντα τοῦ Καζακστᾶν καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1966.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου