Εὐαγγελισμὸς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (ἑορτὴ Εὐάγγελος, Εὐαγγελία)
Ἡ λειτουργικὴ παράδοση καὶ ἡ Ὀρθόδοξη πνευματικότητα τοποθετοῦν σὲ ἰδιαίτερη θέση τὴν σημερινὴ ἑορτὴ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. Καὶ εἶναι ἀλήθεια ὅτι οἱ θεομητορικὲς ἑορτὲς πλουτίζουν τὴν λειτουργική μας ζωή, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πάντοτε ἀτενίζει μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ σεβασμὸ τὴν μεσίτρια τοῦ οὐρανοῦ.
Οἱ θεολογικοὶ λόγοι καὶ ὕμνοι στὴν Κυρία Θεοτόκο εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση δοξολογία στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Τὸ μόνο ὄνομα τῆς Θεοτόκου, Μητέρα τοῦ Θεοῦ, περιέχει ὅλο τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας τῆς σωτηρίας, λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός. Ἀποδεικνύεται ἔτσι ὅτι ἡ Μητέρα τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στοὺς πιστοὺς ὡς ἡ κὰτ ἐξοχὴν μάρτυς τοῦ γεγονότος, πὼς ὁ Θεὸς προσέλαβε πραγματικὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση, στὴν ὁποία ἄνοιξε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Σωτηρία ποὺ ἀποβαίνει πραγματικότητα καὶ γεγονὸς ποὺ σημαίνει τὴν ἔλευση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Σὲ μία ὁμιλία του ὁ Βασίλειος Σελευκείας σημειώνει χαρακτηριστικά: «Θεοτόκος ἐστὶ τε καὶ λέγεται.
Ἄρα τὶς ἐστι ταύτης ὑψηλοτέρα ὑπόθεσης;… ὡς γὰρ οὐκ ἔστιν εὔκολον νοεὶν τε καὶ φράζειν Θεόν, μᾶλλον δὲ καθάπαξ ἀδύνατον, οὕτως τὸ μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον, καὶ διανοίας καὶ γλώττης ἐστὶν ἀνώτερον. Ἐπεῖ οὒν Θεὸν σαρκωθέντα τεκοῦσα Θεοτόκος ὀνομάζεται».Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου δὲν νοεῖται ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ὁ ὑγιὴς καρπὸς τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡ καλύτερη προσφορὰ τῶν ἀνθρώπων στὸν Χριστό. Στὴν προσφορὰ ὅλης τῆς κτίσεως συμμετέχουμε καὶ ἐμεῖς μὲ τὴν Παναγία.
Ὁ ἁγιογράφος , ὅταν ἁγιογραφεῖ στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τὴν Πλατυτέρα, δὲν θέλει νὰ εἰκονίσει μόνο τὴν Παναγία, ἀλλὰ ὅλη τὴν Ἐκκλησία ποὺ ἔχει κέντρο της τὸν Χριστό. Ἡ Παναγία ἔγινε Ἐκκλησία καὶ γέννησε τὴν Ἐκκλησία. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει ὅτι ὁ Κύριος «ἐνανθρωπήσας σάρκα Ἐκκλησίας προσέλαβε». Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων συνδέει τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου μὲ τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτὸ λέγει: «ὑμνοῦμεν τὴν ἀειπάρθενον Μαρίαν, δηλονότι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν».
Ἡ ἀναφορά, λοιπόν, στὴν Παρθένο Μαρία ὑπενθυμίζει τὴν χαρὰ τῆς λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Χριστό, γιατί ἐκείνη ὑπηρέτησε πιστὰ τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας. Ἡ ἁγνὴ καὶ ἄσπιλη Παρθένος, ἡ πιστὴ καὶ ταπεινὴ κόρη τῆς Βηθλεέμ, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εὑρέθηκε ὡς «ἡ μόνη ἐν γυναιξὶ εὐλογημένη καὶ καλή». Αὐτὴν διάλεξε ὁ Οὐράνιος ὅταν ᾖλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου καὶ «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο».
Ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐλεήμων Θεός μας, ποὺ πάντοτε φροντίζει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ἐπειδὴ εἶδε τὸ ἔργο ποὺ ἔπλασε μὲ τὰ χέρια Του νὰ εἶναι ὑπόδουλο στὸν διάβολο, θέλησε νὰ ἀποστείλει τὸν Υἱό Του τὸν Μονογενῆ, τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ τὸ ἀπολυτρώσει ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ διαβόλου.
Ἐπειδὴ ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μάθει, ὄχι μόνο ὁ Σατανᾶς, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες οἱ οὐράνιες δυνάμεις, σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς Ἀρχαγγέλους, στὸν ἔνδοξο Γαβριὴλ ἐκμυστηρεύτηκε τὸ μυστήριο. Προοικονομεῖ δὲ ὅτι ἡ Ἁγία Παρθένος θὰ γεννήσει ἁγνὴ καὶ καθαρή, γιατί ἦταν ἄξια τέτοιου καλοῦ.
Ὅταν ὁ Θεὸς Πατέρας εὐδόκησε νὰ πραγματοποιήσει «τὸ χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένον μυστήριον», «τὸ μυστήριον τὸ κεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ τῶν γενεῶν», τὸ μυστήριο τῆς Θείας Οἰκονομίας, γιὰ τὴν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους, μόνο αὐτὴ δέχθηκε τὴν θεία ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου καὶ κρίθηκε ἱκανὴ νὰ ὑπηρετήσει τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας.
Μέσα στὸν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, στὴν πίστη καὶ τὴ δογματική της διδασκαλία, ὁ Εὐαγγελισμὸς εἶναι τῆς «σωτηρίας ἠμῶν τὸ κεφάλαιον καὶ τοῦ ἀπ’ αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις». Ὁ Ἄγγελος ἀνακοινώνει καὶ εὐαγγελίζεται τὴν θεία βουλή. Ἀλλὰ ἡ Παρθένος δὲν σιωπᾷ. Ἀνταποκρίνεται στὴν θεία κλήση μὲ ταπείνωση καὶ πίστη: «Ἰδοὺ ἡ δούλη τοῦ Κυρίου, γένοιτο μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».
Ἡ θεία βουλὴ γίνεται δεκτὴ καὶ βρίσκει ἀνταπόκριση. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀνθρώπινη ἀνταπόκριση εἶναι ὅτι ἀκριβῶς χρειάζεται σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο. Ἡ ὑπακοὴ τῆς Παναγίας ἀντισταθμίζει τὴν ἀνυπακοὴ τῆς Εὕας. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια ἡ Παρθένος εἶναι ἡ δεύτερη Εὕα καὶ ὁ Υἱός της ὁ δεύτερος Ἀδάμ. Ὅπως ἡ Εὕα ἐξαπατήθηκε ἀπὸ τὸν λόγο ἐνὸς ἀγγέλου, γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ τὸν Θεὸ παραβαίνοντας τὸν λόγο Του, ἔτσι ἡ Παναγία δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμὸ ἀπὸ τὸν λόγο ἐνὸς Ἀγγέλου, ἔτσι ὥστε νὰ φέρει τὸν Θεὸ μέσα της, ὑπακούοντας στὸν λόγο Του.
«Διὰ τῆς Εὕας ὁ θάνατος, διὰ τῆς Μαρίας ἡ Ζωή», κηρύττει ὁ Ἅγιος Ἱερώνυμος. Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ καὶ ἡ χαρούμενη ἀποδοχὴ τοῦ λυτρωτικοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν μία πράξη ἐλευθερίας. Ἦταν ἐλευθερία ὑπακοῆς καὶ ὄχι πρωτοβουλία, ἐλευθερία ἀγάπης καὶ λατρείας, ταπεινώσεως καὶ ἐμπιστοσύνης.
Κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὅταν ὁ Θεὸς ἐξέφερε τὸν ζωντανὸ καὶ παντοδύναμο λόγο Του «γεννηθήτω», ὁ λόγος τοῦ Δημιουργοῦ παρήγαγε ἐντὸς τοῦ κόσμου τὰ ὄντα. Ἀλλὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν ἔχει τὴν ὅμοιά της ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ κόσμου, ὅταν ἡ θεία Μαρία προσέφερε τὸ σεμνὸ καὶ ὑπάκουο «Γένοιτο», ὁ λόγος τοῦ δημιουργήματος κατέβασε στὸν κόσμο τὸν Δημιουργό.
Ἐδῶ ὁ Θεὸς καὶ πάλι προσφέρει τὸν λόγο Του: «Θὰ συλλάβεις, θὰ γεννήσεις υἱὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτὸς θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σὲ αὐτὸν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαυίδ, τοῦ προπάτορά Του. Θὰ βασιλεύσει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία Του δὲν θὰ ἔχει τέλος».
Ἡ Θεοτόκος ἀποδέχεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι τόσο θαυμαστό.
Αὐτὴ ἡ ὑπακοὴ εἶναι ἡ μεγαλειώδης δύναμη, εἶναι ἡ καθαρὴ καὶ τέλεια ἀφοσίωση τῆς Μαρίας στὸν Θεό, ἀφοσίωση τῆς θελήσεώς της, τῆς σκέψεώς της, τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς ὅλης ὑπάρξεώς της καὶ ὅλων τῶν δυνάμεών της, ὅλων τῶν πράξεών της, τῶν ἐλπίδων της καὶ τῶν προσδοκιῶν της.
Οἱ ἀρχὲς τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ δὲν εἶναι ἐπακριβῶς γνωστές. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἁγία Ἑλένη ἔκτισε στὴ Ναζαρὲτ βασιλική, στὴν ὁποία περιλαμβανόταν κατὰ παράδοση ὁ οἶκος τῆς Θεοτόκου, ὅπου αὐτὴ δέχθηκε τὸν Εὐαγγελισμό, ἐπέδρασε ἴσως στὴ σύσταση τοπικῆς ἑορτῆς.
Οἱ πρῶτες μαρτυρίες περὶ αὐτῆς εὑρίσκονται στὸν Ἅγιο Πρόκλο, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, τὸ 430 μ.Χ. καὶ στὸ Πασχάλιον Χρονικὸν (624 μ.Χ.), ὅπου χαρακτηρίζεται ὡς συσταθεῖσα στὶς 25 Μαρτίου ἀπὸ τοὺς θεοφόρους δασκάλους.
Ἡ μεγαλοπρεπὴς πανήγυρη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐτελεῖτο ἀπὸ τοὺς Βυζαντινοὺς στὸ ναὸ τῶν Χαλκοπρατείων, ὅπου παρίσταντο καὶ οἱ αὐτοκράτορες. Κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ Πανυχίδα ἐτελεῖτο στὸ παλάτι.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Σήμερον τῆς σωτηρίας ἠμῶν τὸ κεφάλαιον, καὶ τοῦ ἀπ' αἰῶνος μυστηρίου ἡ φανέρωσις, ὁ Υἷός του Θεοῦ, υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται, καὶ Γαβριὴλ τὴν χάριν εὐαγγελίζεται. Διὸ καὶ ἠμεῖς σὺν αὐτῶ, τὴ Θεοτόκω βοήσωμεν Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετά σοῦ.
Κοντάκιον Ἦχος πλ. δ’.
Τὴ ὑπερμάχω στρατηγῶ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω σοὶ ἡ Πόλις σου Θεοτόκε. Ἀλλ' ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων μὲ κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἶνα κράζω σοί, Χαῖρε νύμφη ἀνύμφευτε.
Ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ὁ Σημειοφόρος
Ἴσως ὁ Ὅσιος Σεννούφιος νὰ εἶναι ὁ ἀσκητὴς ἐκεῖνος τῆς Νιτρίας, ὁ ὁποῖος εἶδε τὴν ὀπτασία ἐκείνη τῆς εἰκόνος τοῦ Θεανδρικοῦ Προσώπου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ τὴν ὁποία μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Ἀκαπνίου τῆς Θεσσαλονίκης Ἰγνάτιος.
Κατὰ τὴν διήγηση αὐτή, ὁ Ὅσιος Σεννούφιος ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ὀπτασία καὶ νὰ ἀκούσει φωνή, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἔξελθε ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τοῦ κελλίου σου καὶ πήγαινε στὸ μοναστῆρι τῆς μονῆς τῶν Λατόμων, στὴ Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ θὰ σὲ δῶ». Μετέβη ἐκεῖ ὁ Ὅσιος, ρώτησε τοὺς μοναχοὺς τῶν Λατόμων, ἀλλὰ τέτοια εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ δὲν ἀξιώθηκε νὰ δεῖ.
Ἔτσι ἐπέστρεψε στὴ Νιτρία.
Καὶ πάλι, ὅμως, ἡ φωνὴ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ μεταβεῖ στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου θὰ ἔβλεπε τὴν εἰκόνα τοῦ Θεανθρώπου καὶ θὰ πέθαινε ἐκεῖ. Ὁ Ὅσιος ἔφθασε στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ξαναπῆγε στὴ μονή, ὅταν ξαφνικά, κάποια ἡμέρα, ἔγινε σεισμὸς καὶ ἔπεσαν τὰ ἀσβεστώματα. Τότε ἀναφάνηκε ἡ θαυμαστὴ εἰκόνα τοῦ Κυρίου.
Οἱ Ἁγίες Θεοδοσία καὶ Πελαγία οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἁγίες Μάρτυρες Θεοδοσία καὶ Πελαγία, μαρτύρησαν στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης τὸ ἔτος 361 μ.Χ. καὶ τελειώθηκαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ἅγιος ἐκ δημίων Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος αὐτὸς Μάρτυς, ποὺ ἦταν στὸ πρότερό του βίο δήμιος, γνώρισε τὸν Χριστό, ὁμολόγησε τὸ Ὄνομά Του καὶ τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ὁ Ὅσιος Τίμων ὁ Ἐρημίτης
Ὁ Ὅσιος Τίμων ἔζησε καὶ ἀσκήτεψε κατὰ τὸν 10ο αἰῶνα μ.Χ. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος τοῦ Κιέβου
Ὁ Ὅσιος Παρθένιος, κατὰ κόσμο Πέτρος Ἰβάνοβιτς Κρασνοπέβκεφ, γεννήθηκε στὶς 24 Αὐγούστου 1790 στὸ χωριὸ Σόμοβο, ποὺ ὑπαγόταν στὸ κυβερνεῖο τῆς Τούλα. Ἀσκήτεψε στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς τὸ ἔτος 1838. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1855.
Ὁ Ἅγιος Τύχων Πατριάρχης Μόσχας
Ὁ Ἅγιος Τύχων γεννήθηκε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1865 στὴν πόλη Τοροπιὲτς τῆς ἐπαρχίας Πσκώβ. Τὸ κατὰ κόσμο ὄνομά του ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελλάβιν. Σὲ ἡλικία δεκατριῶν ἐτῶν παρακολουθεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σεμινάριο τοῦ Πσκὼφ καὶ μετὰ ἀπὸ ἕξι χρόνια ἐγγράφεται στὴν θεολογικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως. Σὲ ἡλικία εἴκοσι ἕξι ἐτῶν ἀκολούθησε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ γίνεται μοναχός.
Ἡ κουρά του ἔγινε στὸ παρεκκλῆσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς τοῦ Πσκώβ, ὅπου ἦταν καθηγητής. Ὡς μοναχὸς ἀπέκτησε τὸ ὄνομα Τύχων, πρὸς τιμὴν τοῦ Ἁγίου τῆς Ρωσίας, ποὺ ἔζησε κατὰ τὸν 18ο αἰῶνα, τοῦ Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόσκ (τιμᾶται 13 Αὐγούστου). Τὸ 1898 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς Μητροπόλεως τοῦ Χὸμκ καὶ ἕνα χρόνο ἀργότερα Ἐπίσκοπος τῶν Ἀλεουτιανῶν Νήσων τῆς Ἀλάσκας. Τὸ 1905 προάγεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο τῆς πόλεως Ἱεροσλάβ.
Τὸ 1914 ξεσπᾷ ὁ Α’ παγκόσμιος πόλεμος. Ὁ Ἅγιος Τύχων στάθηκε στὸ πλευρὸ τῆς πατρίδος του καὶ τοῦ ποιμνίου του. Ἡ προσφορά του ἦταν μεγάλη. Γι’ αὐτό, δυὸ χρόνια ἀργότερα, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Μόσχας Μακαρίου, ἐκλέγεται Μητροπολίτης Μόσχας. Ὁ λαὸς ὑποδέχεται θριαμβευτικὰ τὸν νέο ποιμενάρχη του.
Τὸ ἔτος 1917 γίνεται ἀνατροπὴ τοῦ καθεστῶτος ἀπὸ τοὺς Μπολσεβίκους. Τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Ἅγιος Τύχων καλεῖ Σύνοδο, γιὰ νὰ μελετήσει τὴν κατάσταση καὶ νὰ ἐξετάσει τὸ θέμα σχέσεων Ἐκκλησίας καὶ κράτους. Στὶς 28 Ὀκτωβρίου 1917, μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ ἔγινε ἡ κλήρωση γιὰ τὴν ἀνάδειξη τοῦ νέου Πατριάρχη Μόσχας. Ὁ κλῆρος, τὸν ὁποῖο τράβηξε ὁ ἐρημίτης Γέροντας Ἀλέξιος, ἔπεσε στὸν Ἅγιο Τύχωνα.
Ὁ διωγμὸς ἀρχίζει. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως παραμένει.
Ὁ Ἅγιος Τύχων βίωνε τὴν πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας παρὰ τὶς ἀντίξοες περιστάσεις. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι παρελθόν, διότι εἶναι αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη. Ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι μουσεῖο, διότι δὲν πεθαίνει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ φυτεία τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως προφήτεψε τὸ ἀψευδὲς στόμα τοῦ Κυρίου «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, ὅπως καὶ ὁ Ἱδρυτής της, ζωὴ καὶ ἀνάσταση.
Ὁ οἰκουμενικὸς διδάσκαλος, ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἀναφέρει, ὅτι «Ἐκκλησίας οὐδὲν ἴσον. Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε γηρά. Τείχη, βάρβαροι καταλύουσιν, Ἐκκλησίας δὲ οὐδὲ δαίμονες περιγίγνονται. Καὶ ὅτι οὐ κόμπος τὰ ρήματα, μαρτυρεῖ τὰ πράγματα. Πόσοι ἐπολέμησαν τὴν ἐκκλησίαν καὶ οἱ πολεμήσαντες ἀπώλοντο; αὕτη δὲ ὑπὲρ τοὺς οὐρανοὺς ἀναβέβηκε».
Τὸ ἀείζωο τῆς Ἐκκλησίας ὑμνεῖ καὶ πάλι ἡ γλῶσσα τοῦ χρυσορρήμονος Πατρὸς ποὺ λέγει: «Οὐδὲν Ἐκκλησίας δυνατώτερον ἄνθρωπε… Ἡ Ἐκκλησία οὐρανοῦ ἰσχυροτέρα. Πόσοι τύραννοι ἠθέλησαν περιγενέσθαι τῆς Ἐκκλησίας; Ποῦ οἱ πολεμήσαντες; Ὑπὲρ τὸν ἥλιον λάμπει. Τὰ ἐκείνων ἔσβεσα τὰ ταύτης ἀθάνατα».
Τὸ καθεστὼς ἐπέφερε χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ κράτους, κατήργησε ὅλα τὰ ἐκκλησιαστικὰ προνόμια, ἐπέβαλε τὸν πολιτικὸ γάμο, ὀργάνωσε τὴν ἀντιχριστιανικὴ προπαγάνδα, δήμευσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία, ἐξόρισε καὶ δολοφόνησε χιλιάδες Χριστιανῶν, ἔκλεισε τοὺς ναούς, ἐξαφάνισε ἱερὰ λείψανα Ἁγίων. Στὸ σφοδρὸ διωγμὸ φονεύθηκαν πάνω ἀπὸ 3.500 Ἐπίσκοποι καὶ ἱερεῖς, περὶ τὶς 2.000 μοναχοὶ καὶ περὶ τὶς 3.000 μοναχές.
Τὸ Μπούτοβο, περιοχὴ ποὺ βρίσκεται κοντὰ στὴν Μόσχα, γίνεται τόπος μαζικῶν ἐκτελέσεων Ἀρχιερέων, Κληρικῶν καὶ πιστῶν τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν κατὰ τὰ ἔτη τοῦ διωγμοῦ στὴν Ρωσία. Μεταξὺ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων ποὺ μαρτύρησαν στὸ Μπούτοβο, ἦταν καὶ δέκα Ἕλληνες Μάρτυρες. Τὸ Μπούτοβο, ὅπως καὶ ἡ Σιβηρία, τὸ Χαρκὼβ καὶ τόσα ἄλλα μέρη, συμβολίζουν τὸν τόπο μαρτυρίου τῶν Ἁγίων μας ὡς τὸν ἀπεριόριστο χῶρο. Τὸν χῶρο ἐκεῖνο ποὺ τόσο καλὰ περιγράφεται στὴ νουβέλα τοῦ Τσέχωφ «Ὁ Ἐπίσκοπος». Διότι, μετὰ τὸν θάνατό τους , οἱ Μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς συνειδήσεώς τους, ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τὶς γήινες ἰδιότητές τους καὶ καθετὶ ποὺ τοὺς περιορίζει, δεσμεύει καὶ ἐπιβαρύνει, ξαναγίνονται νέοι καὶ χαρούμενοι, διασχίζουν τὴν κοιλάδα τῆς ζωῆς καὶ ἀναπνέουν βαθιά, μὲ τὴ χαρὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀπεριόριστο.
Κάτω ἀπὸ τὸ πρῖσμα αὐτὸ κατανοοῦμε τὴν εἰρηνικὴ ἀντίσταση τοῦ Ἁγίου Πατριάρχη Τύχωνος σὲ κάθε διοικητικὸ μέτρο τῆς ἐξουσίας, ποὺ ἦταν πάντα ξένο πρὸς τὴν ψυχή, θέλοντας νὰ τὴν περιορίσει καὶ νὰ μειώσει τὶς ἐλευθερίες της.
Ὁ Ἅγιος Τύχων ἐπιτιμᾷ τὸ καθεστώς. Γι’ αὐτὸ καταδικάζεται σὲ θάνατο. Τὸ Μάιο τοῦ 1922 συλλαμβάνεται καὶ φυλακίζεται. Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἐλευθερώνεται, ἀλλὰ καὶ πάλι περιορίζεται στὴ μονὴ Ντονσκόι ὅπου ζοῦσε ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Ἡ ἀσθένειά του τὸν καταβάλλει. Στὶς 25 Μαρτίου 1925 ὁ Ἅγιος Πατριάρχης ἔνιωσε ὅτι τὸ τέλος πλησιάζει. Ἔκανε εὐλαβικὰ τὸν σταυρό του, εἶπε «Δόξα σοί, Κύριε» καὶ παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὸν Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου