Ὁ Προφήτης Ἀββακούμ
Ὁ Ἀββακούμ, ποὺ τὸ ὄνομά του σημαίνει «θερμὸς ἐναγκαλισμός», ἦταν ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Συμεὼν καὶ γιὸς τοῦ Σαφάτ. Ὁ χρόνος ποὺ ἔδρασε τίθεται μεταξὺ 650 καὶ 672 π.Χ.
Στὸ προφητικό του βιβλίο, ποὺ διακρίνεται γιὰ τὴν ἀξιόλογη λογοτεχνική του χάρη, ἐλέγχει τὸν ἰουδαϊκὸ λαό, ἐπειδὴ παρεξέκλινε ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ θρησκεία στὴν εἰδωλολατρία.
Νὰ τί συγκεκριμένα ἀναφέρει, σχετικὰ μὲ τὸ πῶς πρέπει κανεὶς νὰ πιστεύει στὸ Θεό:
«Ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται. Ἐγὼ δὲ ἐν τῷ Κυρίῳ ἀγαλλιάσομαι, χαρίσομαι ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτήρι μου».
Ποὺ σημαίνει, ἂν κανεὶς λιποψυχήσει καὶ ἀδημονήσει στὶς διάφορες δοκιμασίες, ἂς μάθει, λέει ὁ Κύριος, ὅτι δὲν ἐπαναπαύεται ἡ ψυχή μου σ’ αὐτόν. Ὁ δίκαιος ποὺ πιστεύει σ’ ἐμένα καὶ τηρεῖ τὸ Νόμο μου, θὰ σωθεῖ καὶ θὰ ζήσει. Ἐγὼ ὅμως, λέει ὁ Προφήτης, θὰ ἀγάλλομαι ἐλπίζοντας στὸν Κύριο. Θὰ γεμίσει χαρὰ ἡ καρδιά μου γιὰ τὸν σωτήρα μου Θεό.
Ὁ προφήτης Ἀββακοὺμ πέθανε εἰρηνικὰ καὶ τάφηκε στὸν τόπο τῶν πατέρων του.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ὄρος προέγραψας, τὴν Θεοτόκον Ἁγνὴν, ἐξ ἧς ἡμῖν ἔλαμψεν, ὁ τῶν ἁπάντων Θεός, σαρκὸς ὁμοιώματι. Ὅθεν σε ὡς Προφήτην, θεηγόρον τιμῶντες, χάριτος οὐρανίου, μετασχεῖν δυσωποῦμεν, πρεσβείαις σου θεοδέκτοις, Ἀββακοὺμ ἔνδοξε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῆς προφητείας τὴν κιθάραν τὴν θεόφθογγον
Τὴν προηχήσασαν Χριστοῦ τὴν συγκατάβασιν
Ἀββακοὺμ ἀνευφημήσωμεν τὸν Θεόπτην.
Ἐμπνευσθεῖς γὰρ τῇ ἐλλάμψει τοῦ Θεοῦ ἡμῶν
Ἐμφανῶς προδιετύπωσε τὰ μέλλοντα,
Τούτῳ λέγοντες, χαῖρε σκεῦος τοῦ Πνεύματος.
Μεγαλυνάριον.
Τὸ φῶς ὡς προεῖπας τὸ Πατρικόν, ἐν ναῷ οἰκείῳ, καθωράθη σωματικῶς· ὅθεν οἱ τὴν αἴγλην, αὐτοῦ εἰσδεδεγμένοι, ἐν ὕμνοις Ἀββακούμ σε, φαιδροῖς δοξάζομεν.
Οἱ Ἅγιοι Ἰωάννης, Ἠρακλείμων, Ἀνδρέας καὶ Θεόφιλος οἱ Ἐρημίτες
Κατάγονταν ἀπὸ τὴν πόλη Ὀξύρρυγχο τῆς Κάτω Αἰγύπτου, στὴν δυτικὴ ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Νείλου καὶ ἦταν γιοὶ γονέων χριστιανῶν. Διάβαζαν τὶς Ἅγιες Γραφὲς καὶ θέλησαν τὴν ἐρημικὴ ζωή.
Στὴν ἔρημο, γνώρισαν κάποιο ὑπέργηρο εὐσεβὴ ἐρημίτη καὶ ἔμειναν κοντά του ἕναν χρόνο, ἀσκούμενοι.
Ὅταν πέθανε ὁ γέροντάς τους, αὐτοὶ ἔμειναν ἐκεῖ γιὰ 60 ὁλόκληρα χρόνια μὲ πολλὴ ἄσκηση καὶ προσευχή.
Κάθε Σάββατο, πήγαιναν στοὺς πλησιέστερους συνοικισμοὺς καὶ κήρυτταν στοὺς ἀνθρώπους τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι στήριζαν ψυχές, μέχρι ποὺ εἰρηνικὰ ἀπεβίωσαν.
Ἡ Ἁγία Μυρώπη ἢ Μερόπη ἡ Μάρτυς
Ἀπὸ τὶς πιὸ γενναῖες γυναῖκες, ποὺ μαρτύρησαν στὰ πρῶτα χρόνια τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Ἔζησε στὰ μέσα του 3ου αἰώνα μ.Χ. καὶ γεννήθηκε στὴν πόλη Ἔφεσο.
Ἔχασε νωρὶς τὸν πατέρα της καὶ ἀνατράφηκε στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν μητέρα της, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴ Χίο. Λέγεται ὅτι στὴν Ἔφεσο, ἡ Ἁγία πήγαινε καθημερινὰ στὸν τάφο τῆς Ἁγίας Ἐρμιόνης, θυγατέρας τοῦ Ἀποστόλου Φιλίππου καὶ ἔπαιρνε τὸ ἀναβλύζον ἀπ’ αὐτὸν μύρο καὶ τὸν ἔδινε μὲ ἀφθονία στοὺς πιστούς, γι’ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε Μυρώπη.
Ὅταν ὁ Δέκιος ἐξαπέλυσε ἄγριο διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ Μυρώπη μὲ τὴν μητέρα της ἄφησε τὴν Ἔφεσο καὶ πῆγαν στὴ Χίο, ὅπου εὐεργετοῦσαν ἀπόρους ἀσθενεῖς. Ἀλλὰ ὁ διωγμὸς ἐξαπλώθηκε καὶ στὴν εἰρηνικὴ Χίο καὶ μεταξὺ τῶν θυμάτων ἦταν καὶ ὁ Ἅγιος Ἰσίδωρος († 14 Μαΐου).
Ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας Νουμέριος, διέταξε νὰ μείνει ἄταφο τὸ σεπτὸ λείψανο τοῦ μάρτυρα. Ἀλλὰ ἡ Μυρώπη, ἀφοῦ διέφυγε τῆς προσοχῆς τοῦ φύλακα, μαζὶ μὲ τὶς ὑπηρέτριές της, πῆρε τὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψε μὲ μεγάλη εὐλάβεια. Τότε ὁ Νουμέριος διέταξε νὰ τιμωρηθεῖ αὐστηρὰ ὁ φρουρός.
Ἡ εἴδηση συντάραξε τὴν φιλοδίκαια καὶ εἰλικρινὴ κόρη. Γι’ αὐτὸ καὶ παρουσιάστηκε χωρὶς δισταγμὸ καὶ εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια στὸν ἄρχοντα.
Ὁ Νουμέριος, χωρὶς νὰ συγκινηθεῖ ἀπὸ τὴν εὐψυχία τῆς Μυρώπης, γεμάτος θυμὸ καὶ ἐκδίκηση, διέταξε νὰ τιμωρηθεῖ ἡ Μυρώπη μέχρι θανάτου. Τότε οἱ στρατιῶτες τὴν ξάπλωσαν στὴ γῆ καὶ τὴν ἔδειραν σκληρὰ μὲ χοντρὰ ραβδιά.
Ἡ ἀνδρεία τῆς Μυρώπης ὑπέμεινε τὶς θανατηφόρες πληγές, χωρὶς κραυγὴ καὶ λιποψυχία.
Εὔψυχη μὲ τὴν θεία χάρη, ἔμεινε ἀκλόνητη στὴν πίστη, καὶ παρέδωσε μετὰ ἀπὸ λίγο τὸ πνεῦμα της στὴν φυλακή, ἀνεβαίνοντας στὰ ἀθάνατα σκηνώματα τῶν δικαίων.
Στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Delehaye ἡ μνήμη της γιορτάζεται στὶς 23 Νοεμβρίου.
Ὁ Ἅγιος Ἄβιβος ὁ Μάρτυρας ὁ νέος
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια του βασιλιὰ Λικινίου (307 – 323) καὶ ἦταν διάκονος στὴν πόλη Θαλσεΐ.
Ἐπειδὴ δίδασκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ περιφερόμενος πόλεις καὶ χωριά, συνελήφθη.
Ὁμολόγησε τὸν Χριστὸ μπροστὰ στὸν ἔπαρχο καὶ καταδικάστηκε νὰ καεῖ ζωντανὸς στὴ φωτιά.
Οἱ χριστιανοὶ ἀφοῦ πῆραν τὸ ἅγιο λείψανό του, μὲ τιμὲς τὸ ἔθαψαν μαζὶ μὲ αὐτὰ τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Γουρία καὶ Σαμονᾶ († 15 Νοεμβρίου) στὸ μέρος Βηθελακικλᾶ.
Ὁ Ἅγιος Μωϋσῆς (ἢ Μωσής) ὁ Ὁμολογητής
Ἄγνωστος στὸν Συναξαριστὴ τοῦ Ἁγίου Νικόδημου.
Μνημονεύεται σὰν Ὁμολογητὴς τὴν 2α Δεκεμβρίου στὸν Συναξαριστὴ Delehaye.
Στὸν Παρισινὸ Κώδικα 1578 ἀναφέρεται τὴν 3η Δεκεμβρίου σὰν Μωϋσῆς ὁ Οἰκονόμος, ποὺ μᾶλλον θὰ εἶναι ὁ ἴδιος μὲ τὸν ὁμολογητή.
Ὁ Ὅσιος Κύριλλος ὁ Φιλεώτης
Γεννήθηκε τὸ 1015 στὸ χωριὸ Φιλέα τῆς ἐπαρχίας Δέρκων τῆς Θράκης. Κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ὀνομάστηκε Κυριάκος (Κύριλλος ὑπῆρξε ἔπειτα τὸ καλογερικό του ὄνομα) καὶ ἀπὸ μικρὸς διακρίθηκε στὰ ἱερὰ γράμματα. Στὸ εἰκοστὸ ἔτος τῆς ἡλικίας του παντρεύτηκε καὶ ἀπόκτησε παιδί.
Ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶχε ζῆλο στὸν μοναχικὸ βίο, ὅπως ὅλοι της ἐποχῆς ἐκείνης, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν γυναίκα του καὶ τὸ παιδί του καὶ νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μοναστήρι, λέγοντας στὴν γυναίκα του: «ἢ νὰ χωρίσουμε, ἢ νὰ πᾶμε καὶ οἱ δυὸ σὲ μοναστήρι».
Ἡ γυναίκα του ὅμως δὲν δέχτηκε τίποτα ἀπὸ αὐτὰ καὶ ἔτσι ὁ Κύριλλος ἔμεινε στὸ σπίτι του ζώντας ἀσκητικά.
Ἔπειτα ἵδρυσε (1060) μοναστήρι στὸ χωριὸ ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου τὸ ναὸ ἀνήγειρε ὁ Ἀλέξιος Κομνηνός.
Ἔτσι αφοῦ ὁσιακὰ ἔζησε ὁ Κύριλλος, ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ τὸ 1110.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ξένος καὶ πάροικος, τῶν ἐπιγείων τερπνῶν, ζωὴν τὴν ἰσάγγελον, ἐπολιτεύσω σαφῶς, Πατὴρ ἡμῶν Κύριλλε· ὅθεν τὰς οὐρανίους, εἰληφὼς ἀντιδόσεις, πρέσβευε θεοφόρε, τῷ Σωτῆρι τῶν ὅλων, δοθῆναι τοῖς σὲ τιμῶσι, χάριν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἀκολουθήσας τῷ Δεσπότῃ τῶν ὅλων, τῶν προσηκόντων ἀπηρνήσω τὴν σχέσιν, καὶ τὸν σταυρόν σου Κύριλλε ἐβάστασας στερρῶς· ὅθεν ἐχρημάτισας, τῆς Τριάδος δοχεῖον, καὶ Ὁσίων σύσκηνος, διὰ βίου ἐνθέου· μεθ’ ὧν δυσώπει πάντοτε Χριστόν, ὑπὲρ τῶν πίστει, τιμώντων σε Ὅσιε.
Μεγαλυνάριον.
Σύνοικον τὴν χάριν πεπλουτηκώς, συζύγου τὸν πόθον, ὑπερεῖδες θεοπρεπῶς, καὶ δικαιοσύνης, ἐργάτης ἀνεδείχθης, Κύριλλε θεοφόρε· διὸ δεδόξασαι.
Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἔγκλειστος ὁ ἐν τῷ Σπηλαίῳ (Ρῶσος)
Δὲν ὑπάρχουν λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀββακοὺμ ὁ ἀσκητὴς
Ρώτησαν κάποτε ἕνα γέροντα ἀσκητὴ νὰ τοὺς πεῖ ἀπὸ τὴν πείρα του, πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ σωθεῖ.
Κι αὐτός, ἀφοῦ ἔσκυψε καὶ σκέφτηκε λίγο, σήκωσε τὸ κεφάλι καὶ ἀπήντησε:
— Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σωθεῖ μόνο σὰν βαδίσει τὸν σωστὸ δρόμο.
— Καὶ ποιὸς εἶναι, γέροντα, ὁ σωστὸς δρόμος;
Ὁ ἀσκητής, ἀφοῦ βυθίστηκε καὶ πάλι σὲ σκέψεις, τίναξε ξαφνικὰ τὸ κατάλευκο κεφάλι καὶ εἶπε ἀποφασιστικά:
– Ὁ ἀνήφορος.
Ναί! Ὁ ἀνήφορος εἶναι ὁ σωστὸς ἀλλὰ καὶ σωστικὸς δρόμος.
Αὐτὸν πρέπει νὰ πάρει καὶ νὰ βαδίσει μὲ ὑπομονὴ καὶ σταθερότητα καθένας, ποὺ ποθεῖ καὶ θέλει νὰ ἐπιτύχει τὴν σωτηρία του.
Τὸν ἀνήφορο διάλεξαν καὶ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονὴ βάδισαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι καὶ Μάρτυρες τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος μας.
Τὸν ἀνήφορο βάδισε καὶ ὁ Ὅσιος Ἀββακούμ, ποὺ τὴν μνήμη του γιορτάζουμε στὶς 2 Δεκεμβρίου.
Γι’ αὐτὸν χαράσσονται καὶ οἱ παρακάτω λίγες γραμμές.
Ἄγνωστη ἡ πατρίδα του, ἄγνωστοι καὶ οἱ γονεῖς του. Ἐκεῖνο ποὺ ὑποτίθεται δι’ αὐτὸν εἶναι, πὼς ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς 300 «Ἀλαμανούς» ἁγίους, ποὺ ἦρθαν στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ ἀσκήτεψαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ νησιοῦ μας. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἤσαν Ἕλληνες ἐργάτες ποὺ δούλευαν στὴ Γερμανία ἢ «Ἀλαμανία» (Allemagne). Ἔλαβαν μέρος στὴ Β’ Σταυροφορία (1147 – 1149) καὶ μετὰ τὴν διάλυσή της, ἀφοῦ πῆγαν καὶ προσκύνησαν στὴν Ἱερουσαλήμ, ἀποφάσισαν νὰ ζήσουν τὴν μοναχικὴ ζωὴ στὴν ἔρημό του Ἰορδάνη.
Ἐπειδὴ ὅμως ἐκεῖ οἱ Λατίνοι διαρκῶς τοὺς ἐνοχλοῦσαν, ἦρθαν στὴν Κύπρο καὶ διασκορπίστηκαν στὸ ὄμορφο νησί μας. Ὁ Ὅσιος Ἀββακούμ, ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε διάφορους τόπους, ἐγκαταστάθηκε στὸ τέλος στὴν περιοχὴ τῆς Σολέας καὶ μάλιστα στὸ ὄρος τῆς Καλαμιθάσας, ποὺ εἶναι δυτικὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Πιτσιλιᾶς Φτερικούδι. Ἐκεῖ, σὲ μιὰ σπηλιά, ἔστησε τὸ ἀσκητήριό του καὶ ἄρχισε ἔντονα τὸν ἀγώνα του γιὰ τὴν ἠθική του τελείωση.
Τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας «ἀγωνίζεσθε εἰσελθεὶν διὰ τῆς στενῆς πύλης» (Λουκ. ιγ’ 24), ἔγιναν γιὰ τὸν ἅγιό μας ἕνα σύνθημα, μὰ καὶ ἕνας τρόπος ζωῆς. «Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν» (Ματθ. ζ’ 14), σκεφτόταν. Πόσο στενὴ εἶναι ἡ θύρα καὶ γεμάτος δυσκολίες καὶ κινδύνους ὁ δρόμος ποὺ φέρει στὴν αἰώνια ζωή! Εἶναι δύσκολος ὁ δρόμος, γιατί ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ τὸν βαδίσει, πρέπει νὰ ἔχει ὑπ’ ὄψην του πὼς πρέπει πολὺ νὰ παλέψει. Νὰ παλέψει μὲ τὸν ἑαυτό του πρῶτα καὶ ὕστερα μὲ τὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας.
Μὲ τὶς κακὲς παρακινήσεις τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γύρω του. Καὶ ἀκόμη μὲ τὸν πονηρὸ διάβολο. Τὰ γνωρίζει αὐτὰ ὁ φωτισμένος ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, γι’ αὐτὸ καὶ ἀναλαμβάνει τὸν ἀγώνα του μὲ ζῆλο φλογερό. Μιὰ σκέψη καὶ ἕνας πόθος κυριαρχεῖ μέσα στὴν ψυχή του. Πῶς νὰ ἀρέσει στὸν Θεό. Τὰ προστάγματα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου εἶναι πάντα μπροστά του. Καὶ εἶναι μπροστά του, γιατί ἡ μελέτη τοῦ ἁγίου αὐτοῦ βιβλίου, ὅσο καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἔγιναν καθημερινὴ φροντίδα του.
Τὴν σύσταση τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, «οὐκ ἀποστήσεται ἡ Βίβλος τοῦ νόμου τούτου ἐκ τοῦ στόματός σου καὶ μελετήσεις ἐν αὐτῷ ἡμέρας καὶ νυκτός» (Ἰησ. τοῦ Ναυῆ α’ 8), τὴν θεωρεῖ σὰν σύσταση, ποὺ γίνεται σὲ κάθε πιστό. Κάθε πιστὸς ποὺ θέλει νὰ προχωρεῖ στὴν πνευματικὴ ζωὴ πρέπει νὰ μὴν ἀφήνει ἀπὸ τὰ χέρια του ποτὲ οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ βιβλίο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Παλαιὰ δηλαδὴ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Τὸ βιβλίο αὐτὸ κάθε συνειδητὸς πιστὸς πρέπει νὰ τὸ μελετάει τακτικά. Αὐτὸ κάνει καὶ ὁ ἀσκητής μας. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀντλεῖ τὰ ἐπιχειρήματά του γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσει τοὺς ποικίλους πειρασμοὺς ποὺ ὁ διάβολος παρεμβάλλει στὸν ἀγώνα του μέρα καὶ νύκτα. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ διδάσκεται καὶ πάλι πόση εὐτυχία γεμίζει τὴν ψυχὴ ἐκείνων ποὺ μὲ τὴν θέλησή τους ἀναλαμβάνουν τὴν ὑποταγὴ τοῦ ἐαυτοῦ τους στὸν «χρηστὸν ζυγὸν τοῦ Κυρίου».
Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν Θεό. Κοντὰ στὸν Θεὸ καὶ μόνο μπορεῖ νὰ βρεῖ αὐτὸς τῆς ψυχῆς του τὴν εἰρήνη, τὴν ἀληθινὴ χαρά, μὰ καὶ τὴν μακαριστὴ εὐτυχία. Ἐλεύθερος πλάστηκε ὁ ἄνθρωπος. Τὴν ἐλευθερία του ὅμως μπορεῖ νὰ τὴν διαφυλάξει μόνο σὰν ὑποτάξει τὴν θέλησή του στὴν θέληση τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση βρισκόταν ὁ ἄνθρωπος μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ ἁμάρτησε. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ζωή του ἦταν χωρὶς πόνους καὶ λύπες.
Ζωὴ εὐλογημένη σὲ ὅλα. Δυστυχῶς ἡ ἁμαρτία ποὺ ἀντιστρατεύεται πάντα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, μίλησε κακὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸς παρασύρθηκε καὶ νικήθηκε καὶ ἔπεσε, καὶ ξέκοψε τὸ θέλημά του ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τὸ ἀποτέλεσμά μας εἶναι γνωστό. Ὁ ἄνθρωπος τότε, ὅπως λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ βεβαιώνει καὶ ἡ ἱστορία, κατήντησε σὲ μία ἄθλια κατάσταση.
Πόσο παραστατικὰ περιγράφει τὸ κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὧν οὐ συνῆκε, παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὠμοιώθη αὐτοίς».
Ἡ ἁμαρτία ἀποκτήνωσε καὶ ἀποκτηνώνει τὸν ἄνθρωπο.
Ἀπὸ τὴν τρομερὴ αὐτὴ κατάσταση ἔβγαλε τὸν δυστυχισμένο ἄνθρωπο μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του ὁ μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος μας. «Ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεὶν ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι» εἶναι τὸ σάλπισμά Του γιὰ μετάνοια. Ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ Πανάγιο πρόσωπό Του ζήτησε καὶ ζητᾶ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν καθένα μὲ τοῦτο τὸ προσκλητήριό του.
Ἑκατομμύρια σαγηνεύτηκαν ἀπὸ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τῆς ἀγάπης του. Ἀνάμεσά τους καὶ ὁ ἅγιός μας. Μελετᾶ μὲ ζῆλο τὰ λόγια Του καὶ ἀγωνίζεται μὲ πάθος ἐνάντια στὴν ἁμαρτία. Ὁλόκληρο τὸν ἑαυτόν του τὸν προσφέρει στὸν Κύριο.
Συχνά –πυκνὰ ἐπαναλαμβάνει τοῦ ψαλμωδοῦ τὰ λόγια:
«Ἀποκάλυψαν τοὺς ὀφθαλμούς μου, καὶ κατανοήσω τὰ θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου».
Δηλαδή, Κύριε, ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου κάθε ἐμπόδιο καὶ φώτισε τὸ μυαλό μου, ὥστε νὰ μπορέσω νὰ κατανοήσω τὸ θαυμαστὸ βάθος τῆς σοφίας καὶ τὴν χρησιμότητα τοῦ νόμου σου.
Θέλει νὰ ἐμβαθύνει ἡ ἁγνὴ ἐκείνη ψυχὴ στὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ βοηθᾶ καὶ ἄλλους. Πόσο εὐσεβὴς ὁ πόθος του!
Μὰ καὶ πόσο διδακτικὸς γιὰ τοὺς χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι γιὰ μύρια πράγματα ἐνδιαφέρονται καὶ φροντίζουν καὶ γιὰ ἕνα μονάχα ἀδιαφοροῦν. Γιὰ τὴν γνωριμία τους μὲ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κατανόησή του, ἀλλὰ καὶ τὴν προσφορά του στοὺς γύρω τους.
Ἕνας ποὺ γεύθηκε τὸ μέλι εἶναι φυσικὸ νὰ θέλει τὴ γλυκύτητά του νὰ τὴ γνωρίσουν καὶ ἄλλοι. Γεύθηκε τὸ μέλι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιός μας.
Τὴν εὐχαρίστηση καὶ χαρά, ποὺ δοκιμάζει ὁ ἴδιος μὲ τὴν καθημερινὴ περιπλάνησή του στοὺς χλοεροὺς λειμῶνες τῆς Ἁγίας Γραφῆς, δὲν τοῦ εἶναι εὔκολο νὰ τὴν κρατήσει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἕνα ἔργο ἱεραποστολῆς ἀρχίζει μὲ ζῆλο στὰ γειτονικὰ χωριά, μὰ καὶ σ’ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ἐπισκέπτονται στὸ ἀσκητήριό του καὶ μία παρότρυνση γιὰ ἔργα ἀγάπης.
Μὲ τὶς προτροπές του οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου Καλαμιθάσα, ποὺ βρισκόταν στοὺς πρόποδες τοῦ ὁμώνυμου ὄρους, ἀνέλαβαν νὰ κτίσουν μία ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τοῦ προφήτου Ἀββακούμ. Στὸ κτίσιμο βοηθᾶ καὶ ὁ Ὅσιος. Κάθε μέρα κατεβαίνει ἀπὸ τὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους ὅπου εἶχε τὸ ἀσκητήριό του, γιὰ νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του ὡς ἐργάτης.
Μαζὶ μὲ τὴν ὑλικὴ αὐτὴ προσφορά του, δὲν ἀμελεῖ νὰ προσφέρει ἀπὸ τὸ πολύτιμο θησαυροφυλάκιο τῆς καρδιᾶς του καὶ τὰ πνευματικά. Σὰν φωτεινὴ λαμπάδα ξεχύνει τὸ ἱλαρὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὶς σκοτισμένες καρδιὲς ποὺ ἐργάζονται μαζί του. Μὲ τὰ λόγια του, λόγια καλοσύνης καὶ ἀγάπης, λόγια φόβου Θεοῦ, οἱ πονεμένοι καὶ πολυβασανισμένοι ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τῶν βουνῶν βρίσκουν ἀνακούφιση καὶ παρηγοριά, ἀλλὰ καὶ τὸν φωτισμὸ καὶ τὴ χειραγώγησή τους στὸν δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀνθρωπιᾶς.
Ὅταν μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἡ μικρὴ ἐκκλησία τελείωσε, ὁ Ὅσιος ἔφτιαξε δίπλα σ’ αὐτὴν καὶ ἕνα μικρὸ δωμάτιο στὸ ὁποῖο καὶ ἐγκαταστάθηκε. Στὸ δωμάτιο αὐτὸ συνεχίζει τὴν ἀσκητικὴ ζωή του. Μιὰ ζωὴ ἐγκρατείας, νηστείας, ἀγρυπνίας καὶ ζωντανῆς προσευχῆς.
Τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς τέτοιας ζωῆς ὑπῆρξε ἄμεσο. Πλούσια «ἡ θεία χάρις, ἡ τὰ ἀσθενὴ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα» ἐπεσκίασε τὸν Ὅσιό μας. Καθηγίασε τὶς ἱερές του προσπάθειες. Φώτισε τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἀνέδειξε ἐκλεκτὸ καὶ τιμημένο, ὅπως τὸν θέλει ὁ Κύριος. (Α’ Πέτρ. η’ 4).
Στὸ ταπεινὸ καὶ ἀπέριττο ἐκεῖνο δωμάτιο ἡ σεβάσμια καὶ ἐπιβλητικὴ μορφή του καὶ γενικὰ ἡ ἁγιότητά του τραβᾶ σὰν δυνατὸς μαγνήτης κοντά του πλήθη πιστῶν. Ὅλοι ἔρχονται γιὰ νὰ ἀκούσουν ἀπὸ αὐτὸν τὰ λόγια του, λόγια ζωῆς, μὰ καὶ νὰ πάρουν τὴν θαυματουργική του χάρη καὶ εὐλογία, γιατί πολὺ τὸν χαρίτωσε ὁ Κύριος καὶ μὲ τοῦτο τὸ δώρημα.
Ὁ Ἅγιος θεραπεύει διάφορες ἀρρώστιες καὶ ἰδιαίτερα τὴν κωφότητα. Ἡ προθυμία του νὰ ἐξυπηρετήσει τὸν καθένα καὶ ἡ στοργή του πρὸς ὅλους ἦταν κάτι τὸ πολὺ συγκινητικό. Οἱ ἐπισκέπτες του φεύγουν ἀπὸ κοντὰ του πάντα γοητευμένοι, ἀνανεωμένοι καὶ μὲ καινούργιες ἀποφάσεις.
Ἔτσι πέρασε τὴν ζωή του ὁ ζηλωτὴς αὐτὸς λάτρης τῆς ἀγγελικῆς ζωῆς.
Μέχρι τὴν τελευταία του πνοὴ βάστασε σταθερὰ μὲ ἔργα καὶ λόγια τὸν ζυγὸ τοῦ Κυρίου καὶ παρέδωκε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὰ χέρια τοῦ ἀγωνοθέτου Χριστοῦ, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ ἔλαβε «τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». (Φιλιπ. γ’ 14).
Οἱ χριστιανοὶ τῶν γύρω χωριῶν στὸ ἄκουσμα τοῦ θανάτου του ἔτρεξαν καὶ μὲ δάκρυα στοργῆς καὶ εὐγνωμοσύνης κήδεψαν τὸ ἅγιο σκήνωμά του μέσα στὴν ἐκκλησία. Ἀργότερα ἔκτισαν καὶ ναὸ πρὸς τιμή του καὶ μέσα σ’ αὐτὸν ἐναπέθεσαν καὶ τὸ ἅγιο λείψανό του.
Ὅταν οἱ Τοῦρκοι κατέλαβαν τὸ μαρτυρικὸ νησί μας, τὸ χωριὸ Καλαμιθάσα στὸ ὁποῖο βρισκόταν ὁ ναὸς καὶ τὸ ἅγιο λείψανο καταστράφηκε ἀπὸ αὐτούς. Ὅσοι ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἐπέζησαν, κατέφυγαν στὰ γύρω βουνά. Ἀργότερα κατὰ τὸν 19ο αἰώνα πολλοὶ Ἕλληνες ἦρθαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Φτερικούδι.
Στὴν ἐκκλησία, ποὺ ἔκτισαν στὸ χωριὸ αὐτὸ, πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ἔφεραν καὶ τοποθέτησαν ἀπὸ τὸν κατεστραμμένο ναὸ τῆς Καλαμιθάσας διάφορες εἰκόνες, μεταξὺ τῶν ὁποίων μιὰ μεγάλη του προφήτου Ἀββακούμ. Στὸν ἴδιο ναό, ὁ κτήτοράς του ἀφιέρωσε καὶ μία μικρὴ εἰκόνα τοῦ Ὁσίου Ἀββακοὺμ μὲ διαστάσεις 0,95 Χ 0,167.
Στὴν εἰκόνα αὐτὴ ὁ Ὅσιος παρίσταται ὡς μοναχός. Στὸ δεξὶ χέρι κρατᾶ σταυρὸ καὶ στὸ ἀριστερὸ εἰλητάριο μὲ τὴν ἐπιγραφή:
«Ἰησοῦ μνήμη φωτίζει τὸν νοῦν».
Οἱ κάτοικοι τῶν γύρω χωριῶν τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τῶν Ἁγίων (2 Δεκεμβρίου), τοῦ Ὁσίου δηλαδὴ καὶ τοῦ Προφήτη Ἀββακούμ, συνέρχονται καὶ πανηγυρίζουν, μὰ καὶ ἀναλογίζονται μὲ συγκίνηση τὴν ἰδιαίτερη τιμὴ ποὺ τοὺς ἔχει γίνει ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεὸ μὲ τὸν καθαγιασμὸ τῶν χωριῶν τους ἀπὸ τὴν Ἁγία μορφὴ τοῦ φλογεροῦ ἐργάτη τῆς ἀρετῆς, τοῦ Ὁσίου καὶ Θαυματουργοῦ Ἀββακούμ.
«Τιμὴ ἁγίου, μίμησις ἁγίου». Ὅσιοι χριστιανοὶ θεωροῦν καθῆκον τους νὰ συνεχίσουν νὰ προσφέρουν κάποια τιμὴ στὸν Ἅγιο Ἀββακούμ, ἂς προσπαθήσουν νὰ μιμηθοῦν τὴν ζωή του.
Νὰ μιμηθοῦμε ὅλοι τὴν ἀγάπη του στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Νὰ μιμηθοῦμε τὴν προσήλωσή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς. Σ’ αὐτὸ πολὺ θὰ βοηθήσει καὶ ἐμᾶς ἡ ἐγκράτεια, ὁ σεβασμός μας στὸν θεσμὸ τῆς νηστείας, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα τῆς σωφροσύνης, ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια καὶ ἡ ἀδιάλειπτος προσευχή.
Στὴ στοργικὴ φωνὴ τοῦ Σωτῆρος μας Χριστοῦ «δεῦτε πρὸς μὲ πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι καγῷ ἀναπαύσω ὑμᾶς», ἂς σπεύσουμε νὰ ἀπαντήσουμε. Μάλιστα, Κύριε, ἐρχόμαστε. «Βοήθησον ἡμῖν καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἕνεκεν τῆς δόξης τοῦ ὀνόματός σου» (Ψαλμ. μγ’ 27). Μὲ τοῦτο τὸν τρόπο θὰ ἀπαλλαγεῖ ἡ ζωή μας ἀπὸ κάθε σύγχυση καὶ ταραχή.
Καὶ ἀκόμη ἡ γαλήνη καὶ ἡ πνευματικὴ χαρά, ποὺ ὅλοι ποθοῦμε καὶ νοσταλγοῦμε, δὲν θὰ μένει σὲ μᾶς μονάχα ἕνας νοσταλγικὸς πόθος καὶ μία διακαὴς ἐπιθυμία, ἀλλὰ θὰ γίνει μία ζωντανὴ πραγματικότητα. Ὅταν δὲ καὶ πάλι θὰ φύγουμε ἀπὸ τοῦτο τὸν κόσμο τὸν προσωρινὸ καὶ μάταιο, ἡ ψυχικὴ σωτηρία «ἡ ἀσφαλής τε καὶ βεβαία» (Ἑβρ. στ’ 19) θὰ προσφερθεῖ καὶ σὲ μᾶς σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας, ποὺ βεβαιώνουν τὸ «εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν».
Δία τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀββακούμ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεὸς ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’.
Τῶν Κυπρῖων τὸ κλέος, Καλαμιθάσης τὸ καύχημα, καὶ θαυματουργὸς ἀνεδείχθης, Ἀββακοὺμ πατὴρ ἡμῶν, ὅσιε. Τῆς Σολέας ἀνεδείχθης φαεινός, ὡς λύχνος διαυγέστατος, σοφέ. Θεραπεύεις τοὺς νοσοῦντας καὶ τοὺς κωφεύοντας ἅμα, μακάριε. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ πᾶσιν ἰάματα.
Ὁ Ὅσιος Ἰσίδωρος
Δὲν ὑπάρχουν λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ἁγίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου